Παρασκευή 17 Μαΐου 2019
Κυριακή του Παραλύτου – η Ευαγγελική περικοπή της Θ. Λ., λόγος του Αγ. Μακαρίου του Πατμίου.
Η Ευαγγελική περικοπή της Θείας Λειτουργίας.
Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον: Ε.1 – 15.
Τω καιρώ εκείνω, ανέβη ο Ιησούς εις Ιεροσόλυμα. Έστι δέ εν τοις Ιεροσολύμοις επι τη προβατική κολυμβήθρα, η επιλεγομένη εβραϊστί Βηθεσδά, πέντε στοάς έχουσα. Εν ταύταις κατέκειτο πλήθος πολύ των ασθενούντων, τυφλών, χωλών, ξηρών, εκδεχομένων την του ύδατος κίνησιν. Άγγελος γάρ κατά καιρόν κατέβαινεν εν τη κολυμβήθρα, και εταράσσετο το ύδωρ. Ο ούν πρώτος εμβάς μετά την ταραχήν του ύδατος, υγιής εγίνετο ώ δήποτε κατείχετο νοσήματι. Ην δέ τις άνθρωπος εκεί, τριάκοντα και οκτώ έτη έχων εν τη ασθενεία αυτού. Τούτον ιδών ο Ιησούς κατακείμενον, και γνούς ότι πολύν ήδη χρόνον έχει, λέγει αυτώ: “θέλεις υγιής γενέσθαι?” Απεκρίθη Αυτώ ο ασθενών: “Κύριε, άνθρωπον ουκ έχω, ίνα όταν ταραχθή το ύδωρ, βάλη με εις την κολυμβήθραν. Εν ώ δέ έρχομαι εγώ, άλλος πρό εμού καταβαίνει.” Λέγει αυτώ ο Ιησούς: “έγειρε, άρον τον κράβαττόν σου και περιπάτει.” Και ευθέως εγένετο υγιής ο άνθρωπος, και ήρε τον κράβαττον αυτού και περιεπάτει. Ην δέ σάββατον εν εκείνη τη ημέρα. Έλεγον ούν οι Ιουδαίοι τω τεθεραπευμένω: “σάββατον εστίν, ουκ έξεστί σοι άραι τον κράβαττον.” Απεκρίθη αυτοίς: “ο ποιήσας με υγιή, Εκείνός μοι είπεν, άρον τον κράβαττόν σου και περιπάτει.” Ηρώτησαν ούν αυτόν: “τίς εστιν ο άνθρωπος ο ειπών σοι, άρον τον κράβαττόν σου και περιπάτει?” Ο δέ ιαθείς ουκ ήδει τίς εστιν, ‘ γάρ Ιησούς εξένευσεν όχλου όντος εν τω τόπω. Μετά ταύτα ευρίσκει αυτόν ο Ιησούς εν τω ιερώ και είπεν αυτώ: “ίδε υγιής γέγονας, μηκέτι αμάρτανε, ίνα μή χείρόν σοί τι γένηται.” Απήλθεν ο άνθρωπος και ανήγγειλε τοις Ιουδαίοις ότι Ιησούς εστίν ο ποιήσας αυτόν υγιή.
Απόδοση.
Εκείνο τον καιρό, οι Ιουδαίοι είχαν μια γιορτή, κι ο Ιησούς ανέβηκε στα Ιεροσόλυμα. Κοντά στην προβατική πύλη, στα Ιεροσόλυμα, υπάρχει μια δεξαμενή με πέντε στοές, που εβραϊκά ονομάζεται Βηθεσδά. Σ’ αυτές τις στοές κείτονταν πολύ άρρωστοι, τυφλοί, κουτσοί, παράλυτοι, που περίμεναν να αναταραχθεί το νερό• γιατί, από καιρό σε καιρό, άγγελος Κυρίου κατέβαινε στη δεξαμενή κι ανατάραζε τα νερά• όποιος, λοιπόν, έμπαινε πρώτος μετά την αναταραχή του νερού, αυτός γινόταν καλά, όποια κι αν ήταν η αρρώστια που τον ταλαιπωρούσε. Εκεί ήταν κι ένας άνθρωπος, άρρωστος τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια. Όταν τον είδε ο Ιησούς κατάκοιτο, τον ρώτησε: «Θέλεις να γίνεις καλά;» Ήξερε πως ήταν έτσι για πολύν καιρό. «Κύριε», του αποκρίθηκε ο άρρωστος, «δεν έχω κανέναν να με βάλει στη δεξαμενή μόλις αναταραχτούν τα νερά• έτσι, ενώ εγώ προσπαθώ να πλησιάσω μόνος μου, πάντοτε κάποιος άλλος κατεβαίνει στο νερό πριν από μένα». Ο Ιησούς του λέει: «Σήκω πάνω, πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα». Κι αμέσως ο άνθρωπος έγινε καλά, σήκωσε το κρεβάτι του και περπατούσε.
Η μέρα που έγινε αυτό ήταν Σάββατο. Έλεγαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι άρχοντες στο θεραπευμένο: «Είναι Σάββατο, και δεν επιτρέπεται να σηκώνεις το κρεβάτι σου». Αυτός όμως τους απάντησε: «Εκείνος που μ’ έκανε καλά, εκείνος μου είπε ‘‘ πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα’’». Τον ρώτησαν: «Ποιος είναι ο άνθρωπος που σου είπε ‘‘ πάρε το και περπάτα’’; Ο θεραπευμένος όμως δεν ήξερε να πει ποιος ήταν, επειδή ο Ιησούς είχε φύγει απαρατήρητος εξαιτίας του πλήθους που ήταν μαζεμένο εκεί. Αργότερα ο Ιησούς τον βρήκε στο ναό και του είπε: «Βλέπεις, έχεις γίνει καλά• από ’δω και πέρα μην αμαρτάνεις, για να μην πάθεις τίποτα χειρότερο». Ο άνθρωπος έφυγε αμέσως κι ανάγγειλε στους Ιουδαίους άρχοντες ότι ο Ιησούς ήταν αυτός που τον γιάτρεψε.
Επιμέλεια κειμένου Νικολέτα Γεωργία Παπαρδάκη
Λόγος του Αγίου Μακαρίου του Πατμίου εις την Κυριακήν του Παραλύτου.
Ο άνθρωπος κλίνει φυσικά στο να λυπήται και να πονά στις δυστυχίες και συμφορές των άλλων. Ίσως επειδή είναι κοινές ή επειδή όλοι είμεθα από το ίδιο φύραμα, ή επειδή δεν γνωρίζει ο άνθρωπος «τι τέξεται η επιούσα». Δεν είναι βέβαιος ότι αργότερα δεν θα φυτρώσουν στον ίδιον οι άκανθες των πόνων τις οποίες βλέπει σε άλλους. Γι’ αυτούς τους λόγους δικαίως σύρεται κανείς σε συμπαθή διάθεση, όταν θεωρή τις ασθένειες και τους πόνους των συνανθρώπων του. Ποίος, λοιπόν, θα ήταν τόσο σκληρός στην καρδία, τόσο θηριογνώμων στην διάθεση ώστε να μη συλλυπηθή και να μη συμπονέση σήμερα, ακούγοντας από το ιερόν Ευαγγέλιον τους πολλούς εκείνους χρόνους, τους οποίους επέρασεν ο σημερινός παράλυτος κατάκοιτος, σαν αναίσθητος λίθος, επάνω σε ένα κρεββάτι; Ποίου η ψυχή δεν θα πονούσε ακούγοντας πως αυτός ο ταλαίπωρος ήταν όχι μόνον παράλυτος αλλά και ευρίσκετο σε εσχάτην πτωχεία, και γι’ αυτό ήταν έρημος από φίλους, γυμνός από συγγενείς; Ποίος να μη συλλυπηθή, όταν συλλογισθή όχι μόνον τους πόνους που του προκαλούσε η βαρυτάτη ασθένεια της παραλυσίας, αλλά ακόμη την λύπη και το παράπονο που ησθάνετο όταν έβλεπε τον Άγγελο να ταράσση το ύδωρ της κολυμβήθρας, να ιατρεύεται άλλος και να φεύγη, και ο ίδιος να κείτεται πάντοτε εκεί; Μου φαίνεται, λοιπόν, πως όσοι χρόνοι επερνούσαν και όσοι ασθενείς ιατρεύοντο, τόσες πληγές εδέχετο ο δυστυχισμένος αυτός παράλυτος, συλλογιζόμενος πως οι άλλοι όλοι είχαν συγγενείς και φίλους, οι οποίοι τους εβοηθούσαν στην θεραπείαν τους, ενώ γι’ αυτόν δεν ευρέθη ποτέ σε τόσους χρόνους ούτε φίλος ούτε συγγενής να τον βοηθήση για να ιατρευθή. Ποίος, λοιπόν, είναι που θα συλλογισθή την εσχάτην αυτήν πτωχεία του παραλύτου και δεν θα λυπηθή μαζί του; Και καθώς δεν υπάρχει κανείς που να μην παρακινηθή σε συμπάθεια από αυτήν την εσχάτη δυστυχία του παραλύτου, ομοίως δεν ευρίσκεται κανείς που να μην αγανακτήση και να μην παρασυρθή σε θυμόν και οργήν όταν ιδή ότι κάποιος άλλος παρόμοιος παράλυτος, έχοντας άνθρωπον που στέκεται πάντοτε πρόθυμος, έτοιμος να του δώση την θεραπείαν, αυτός παρακινημένος από την ιδικήν του εθελοκακίαν και αγνωσίαν, αναβάλλει τον χρόνον της θεραπείας του, ημπορεί και δεν θέλει να σηκωθεί μέσα από τον τάφον εκείνον της ασθενείας; Τοιούτον παράλυτον, τοιούτον ασθενή, ποίος θα τον ακούση και δεν θα αγανακτήση; Ποίος θα τον ιδή και δεν θα οργισθή εναντίον του; Αλλά είναι δυνατόν να ευρεθή, θα μου ειπή κάποιος, τοιούτος ανόητος ασθενής, τοιούτος αναίσθητος παράλυτος, που να αποστρέφεται τον ιατρόν του; Να μη θέλη την υγείαν του, αλλά να προτιμά να είναι λεπρωμένος παρά καθαρός, να είναι συζώντανος ενταφιασμένος μέσα στους πόνους, μέσα στην δυσωδία της ασθενείας; Ναι, είναι πολλοί. Τόσοι, όσοι και οι αμετανόητοι αμαρτωλοί, οι οποίοι μένουν κατάκοιτοι, παράλυτοι, ακίνητοι στην εργασίαν των εντολών του Θεού. Όλους αυτούς εικονίζει ο παράλυτος εκείνος ο οποίος αποστρέφεται τον ιατρόν του, εκείνος που είχε άνθρωπον, τον Υιόν του Θεού, ο οποίος ημπορεί να τον ιατρεύση σε μία στιγμή, χωρίς να χρειάζεται άγγελο να ταράξη το ύδωρ μίαν φορά τον χρόνο, επειδή αυτός ο ίδιος είναι «ο της μεγάλης βουλής Άγγελος», και μάλιστα έχει στήσει πολλές φορές κολυμβήθρες εμπρός στους οφθαλμούς του αμαρτωλού. Όσα μυστήρια, όσοι σταλαγμοί δακρύων της μετανοίας, τόσες και οι θεραπευτικές αναταραχές. Όσες στιγμές έχει η ώρα, τόσες φορές και ο της μεγάλης βουλής Άγγελος είναι έτοιμος να δώση την συγχώρηση για να ιατρεύση την λέπραν της αμαρτίας. Και όμως ο αμαρτωλός, ο πνευματικώς παράλυτος, σφαλίζει τους οφθαλμούς του να μην ιδή τον ιατρόν, προτιμά να είναι νεκρός, κατάκοιτος στην αμαρτία παρά ζωντανός στην αρετή.
Από που προέρχεται αυτή η εσχάτη αναισθησία; Από πού αυτή η αξιοδάκρυτος καταδίκη στον αμαρτωλόν; Από την πονηράν συνήθεια της αμαρτίας. Αυτή είναι που έχει δεμένον τον αμαρτωλό στο κρεβάτι της αναισθησίας, αυτή είναι που τον παρακινεί να προτιμήση τον θάνατον από την ζωήν. Και για να βεβαιωθής πως είναι τόσο δυνατή αυτή η συνήθεια, πρόσεχε: Εκείνος που έχει ανοικτές τις ακοές του στο κήρυγμα του Ευαγγελίου και δέχεται με τόσην προθυμία τα κηρυττόμενα, ωσάν επιστολές που του στέλλει ο Ουράνιός του Πατήρ, εύκολα αντιλαμβάνεται πως ο σημερινός παράλυτος παριστάνει μίαν εικόνα εκείνου που είναι δεμένος από την συνήθεια της αμαρτίας. Διότι καθώς η παράλυσις, επειδή διαλύει τα νεύρα του σώματος, κάμνει το σώμα νεκρόν και ακίνητον, τοιουτοτρόπως και η συνήθεια της αμαρτίας, κόπτει τα νεύρα της ψυχής και γι’ αυτό την κάμνει ακίνητον σε κάθε εργασία της αρετής, στην οποίαν δεν έχει δύναμιν η ψυχή να ανεβή, επειδή σύρεται πάντοτε κάτω από το βάρος των αμαρτημάτων. Όθεν και ο μέγας Βασίλειος γράφει: «η συνήθεια που επαγιώθη, με την πάροδο μακρού χρόνου, λαμβάνει ισχύν φύσεως. Γι’ αυτό δεν είναι μικρός ο πόλεμος να νικήση κάποιος την συνήθεια». Ας κοπιάση όσον θέλει, ας προσπαθήση όποιος θέλει με ό,τι τρόπον ημπορεί να κόψη ένα φυσικόν ιδίωμα του ανθρωπίνου σώματος, ας ειπούμεν το γελαστικόν ή το επιθυμητικόν. Ματαίως κοπιάζει. Κατά τον ίδιον τρόπον και η συνήθεια της αμαρτίας, όταν γηράση, μεταβάλλεται σε φύσιν, αποκτά ιδιότητες φυσικής δυνάμεως. Και βεβαίως, ο μέγας Πατήρ που αναφέραμε δικαίως λέγει ότι δεν είναι μικρός ο πόλεμος να νικήση κάποιος την παλαιάν συνήθεια. Τρισόλβιος λοιπόν και άξιος πολλών εγκωμίων όποιος, πριν να γηράση η αμαρτία, της κόπτει τα νεύρα και πριν τον νεκρώση αυτή, την θανατώνει. Καθώς σε ένα καινούργιον αγγείον, ό,τι βάλεις στην αρχή και το αφήσεις να πολυκαιρίση, παίρνει εκείνου την οσμή, είτε καλή είναι είτε κακή, και ύστερα όσον και αν πλύνης εκείνο το αγγείον, δεν ημπορείς με τίποτε να αφαιρέσης εκείνην την ευωδίαν ή δυσωδίαν, κατά τον ίδιον τρόπον και η αμαρτία, όταν πολυκαιρίση στην καρδία, όταν γίνη συνήθεια, δύσκολα πλέον ή παντελώς δεν χωρίζεται από τον άνθρωπον, αλλά όσον πολυκαιρίζει τόσον ριζώνει η συνήθεια του κακού και της αμαρτίας. Όθεν επαινώ εκείνον τον σοφόν, όποιος και αν είναι, ο οποίος θέλοντας να φανερώση το πλάτος και βάθος της πονηράς συνηθείας, της έδιδε τοιούτον σύμβολον. Εζωγράφιζεν ως ιερογλυφικόν ένα σπήλαιον υπόγειον με την επιγραφήν: «το εύρος τόσον, όσον και το βάθος». Θέλοντας με τούτο να φανερώση ότι η πονηρά συνήθεια αυξάνοντας κάθε ημέρα με το γάλα της κακίας και της πονηρίας, όσον πολυχρόνιον πάθος είναι, τόσο είναι και χειρότερον. Διότι καθώς και τα άλλα πράγματα αρχίζουν από μικρά και αυξάνουν με την πολυκαιρίαν, με ανάλογον τρόπον και η συνήθεια της αμαρτίας φθάνει με την πολυκαιρία σε τόσην αύξηση, ώστε γίνεται ακατανίκητος. Γράφει με πολύν πόνο στο χρυσόν βιβλίον των Εξομολογήσεών του ο μέγας Αυγουστίνος: ανεστέναζα δεμένος. Από ποίον ω άνθρωπε του Θεού; Όχι από άλλον, λέγει, όχι από ξένην αλυσίδα, αλλά με την ιδικήν μου σιδηράν συνήθεια, η ιδική μου θέλησις ήταν ο τύραννος. Η άρρηκτος άλυσις ήταν η συνήθεια, η οποία με έδεσε τόσον που με έφερε σε ακολασίαν, πράγμα το οποίο, μην ημπορώντας να αποκόψω, έγινεν ανάγκη, και η ανάγκη κατέληξε να γίνη φύσις. Όθεν μετά από όλα αυτά φωνάζει: κανείς δεν ημπορεί να καταλάβη πόσην δυσκολίαν έχει, πόσον πόνον, πόσον πόλεμον, το να αποκόψη κάποιος μίαν παλαιάν συνήθεια, εκτός από αυτόν που έχει αγωνισθή. Για ποίον λόγον όμως, εξήγησέ μας καθαρώτερα, διδάσκαλε της οικουμένης; Διότι, λέγει, ο πονηρός λογισμός γεννά ηδονήν, από αυτήν πάλι γεννάται η συγκατάθεσις, και από την συγκατάθεσιν η πράξις, και από την πράξιν η συνήθεια, και από την συνήθεια γεννάται η ανάγκη, και αυτήν ακολουθεί ο θάνατος. Όθεν δεν σφάλλεις αν παρομοιάσης τον αμαρτωλόν εκείνον που άφησε την αμαρτία να γίνη στην ψυχή του συνήθεια, δεν σφάλλεις λέγω, εάν τον παρομοιάσης με κάποιον που έπεσε στα χέρια ενός ασπλάχνου και ανελεήμονος τυράννου, τον οποίον, θέλοντας εκείνος ο τύραννος να θανατώση, τον έκλεισε σε μία σκοτεινήν φυλακήν, χωρίς να τον κλειδώση. Πλην όμως έχασε την πόρτα και δεν ευρίσκει από πού να εξέλθη. Όθεν τριγυρίζοντας αποθνήσκει εκεί μέσα. Το ίδιο συμβαίνει και σ’ εκείνον για τον οποίον η αμαρτία έχει γίνει συνήθεια. Αισθάνεται πως ευρίσκεται σε μία σκοτεινή φυλακή και τριγυρίζει να εύρη την πόρταν, πλην όμως την έχει κλεισμένην η πονηρά συνήθεια. Γι’ αυτό, αφού αναβάλλει συνεχώς να εύρη την πόρτα της ελευθερίας, ευρίσκει τον θάνατον της παντελούς απωλείας, καθώς έχει γραφή: «συνήθειαν λαβούσα η αμαρτία, έλκει εις παντελή απώλειαν». Ήλθε σε μεγάλην ανάγκην ο βασιλεύς Σαούλ, στον πόλεμον εκείνον που εκήρυξεν εναντίον του ο υπερήφανος Γολιάθ, γι’ αυτό ηναγκάσθη να ενδύση με τα ιδικά του βασιλικά άρματα τον Δαβίδ. Εκείνος τα εφόρεσε μετά πολλής χαράς, όμως εκεί που έκαμε να σαλεύση για να υπάγη εναντίον του Γολιάθ, βλέπει ότι από τα άρματα εκείνα περισσότερον εμποδίζεται παρά βοηθείται. Ενθυμούμενος λοιπόν ο Δαβίδ ότι αυτός δεν εσυνήθιζε ποτέ να νικά εχθρούς με τοιαύτα όπλα, αλλά με την βοήθειαν του Θεού, σε συνδυασμό με την ιδικήν του ποιμαντικήν σφενδόνα, λέγει στον βασιλέα: «Υψηλότατε βασιλεύ, ευχαριστώ για την τιμήν που μου έκαμες. Λαμπρά και πολύτιμα είναι τα άρματά σου, αλλά δεν είναι για εμένα, διότι εγώ δεν εσυνήθισα να νικώ εχθρούς με τοιαύτα άρματα.
Βλέπεις πόσην δύναμιν έχει η συνήθεια, ώστε να υπερβαίνη και την δύναμη των βασιλικών αρμάτων; Πόσοι ευγενείς, πόσοι βασιλικού αίματος, πόσοι βασιλικού νοός, πόσοι σοφίας θρέμματα; Και όμως δεν ημπορούν να αντιπαλαίσουν έναν Γολιάθ, ένα πάθος, έναν θυμόν, μίαν μέθην, μίαν παλλακίδα, μίαν φιλαργυρίαν, μίαν κενήν δόξαν; Αλλά αρματωμένοι με βασιλικά και λαμπρά όπλα σύρονται στο σκότος της αμαρτίας, από την πονηράν συνήθειαν των καταφρονεμένων εκείνων παθών, τα οποία και αυτοί οι ίδιοι το ομολογούν ότι είναι επονείδιστα, πως είναι θανατηφόρα. Αναστενάζουν αυτοί οι βασιλικοί άνδρες, οι λαμπροφορεμένοι γίγαντες, κάτω από τα πόδια ενός υβριστού και βλασφήμου Γολιάθ, αναστενάζουν κάτω από την τυραννία μιας πολυκεφάλου Ύδρας, την οποίαν ο νέος Ηρακλής Δαβίδ θανατώνει ευκολότατα με μίαν σφενδόνα, με μίαν φυγήν, με μίαν γρήγορον αποκοπήν της αμαρτίας. Ω κατηραμένη συνήθεια της αμαρτίας, ποίος θα αναλογισθή την δύναμη που έχεις και δεν θα αναστενάξη; Ποίος θα αναλογισθή την καταφρόνηση και το όνειδος που προξενείς στους βασιλικούς και ευγενικούς άνδρες, και δεν θα ειπή με τον μεγαλοφωνότατον Ησαϊαν «Ουαί οι επισπώμενοι τας αμαρτίας αυτών ως σχοινίω μακρώ»’;
Ας σας απαριθμήσω όμως με συντομίαν τα άλλα όσα προξενεί στην ψυχή αυτή η πονηρά συνήθεια: Πρώτον, κάμνει τα αμαρτήματα βαρύτερα, επειδή οι ρίζες τους, τα πάθη, προχωρούν όλο και βαθύτερα. Είναι φανερόν για κάθε σκεπτόμενον άνθρωπον αυτό που λέγω, ότι δηλαδή κάθε αμαρτία, όσον αργοπορεί στον άνθρωπο, τόσο γίνεται βαρυτέρα, τόσον αυξάνει η κακία της. Δεύτερον, η πονηρά συνήθεια σμικρύνει τα έμφυτα αγαθά, και τούτη η ζημία δεν χρειάζεται απόδειξιν σε κάποιον που στοχάζεται την ευλάβειαν, την αγάπην που είχε προς τον Θεόν κάθε ψυχή πριν να κυριευθή από κάποιο θανάσιμον πάθος, ή και την κλίσιν που είχε στο να ελεή και να σπλαχνίζεται τους άλλους πριν να κυριευθή από την φιλαργυρίαν. Αυτές τις αρετές που έχει ο άνθρωπος πριν να πέση στις αντίθετες αυτών των αρετών αμαρτίες, εάν τις μετρήσης ύστερα, ευρίσκεις ότι εξέπεσαν πολύ από τον πρώτον τους βαθμόν. Τρίτον, κάμνει η συνήθεια τον άνθρωπον ευάλωτον στα λοιπά αμαρτήματα, επειδή ανοίγει δρόμον η μία αμαρτία στην άλλη, το ένα βοηθά το άλλο. Τέταρτον, με το βάρος που δίδει στην ψυχήν η συνήθεια, δεν παρακινεί πλέον όπως στην αρχήν, αλλά εξαναγκάζει, βιάζει, στενοχωρεί τον άνθρωπο, πολλές φορές, και χωρίς να το θέλη, να αμαρτάνη. Πέμτον αποτέλεσμα της συνηθείας είναι η απελπισία, και τελευταίον η αιώνιος κόλασις. Όθεν ο ιερός Αυγουστίνος παρομοιάζει την κακήν συνήθεια της αμαρτίας, με έναν ύπνο βαθύ, από τον οποίον, όταν ξυπνήση ο άνθρωπος, θέλει να περιπατήση, αλλά δεν ημπορεί, επειδή εμποδίζεται από το βάρος του ύπνου. Έτσι και αυτός που είναι κυριευμένος από την πολυκαιρινήν συνήθεια της αμαρτίας, ακούει τον λόγον του Θεού που λέγει: «απολιπέτω ο ασεβής τας οδούς αυτού, και ανήρ άνομος τας βουλάς αυτού, και επιστράφητε προς με, και ελεήσω υμάς, και αφήσω τας αμαρτίας υμών». Θέλει να επιστρέψη στον Θεόν, επιθυμεί να αφήση τις αμαρτίες, όμως δεν ημπορεί, εμποδιζόμενος από την συνήθειαν. Και εάν καμμίαν φοράν φαίνεται πως επιστρέφει προς τον Θεόν, η επιστροφή του δεν είναι αληθινή, αλλά επίπλαστος. Και καθώς, όταν πέση η βροχή στην γη, φαίνονται πως βρέχονται και οι πέτρες, αλλά από έξω, και εάν τις ιδής στο εσωτερικόν τους είναι κατάξηροι και έρημοι από την δρόσον της βροχής, το ίδιο γίνεται και σ’ εκείνους που η καρδία τους εσκληρύνθη από την πονηράν συνήθειαν. Εξωτερικώς φαίνονται πως εδέχθησαν την θείαν δρόσον της μετανοίας, όθεν πολλές φορές και αναστενάζουν και κλαίουν, όμως από μέσα η καρδία τους είναι ξηρά και έρημος από την δρόσον της Θείας μετανοίας, επειδή η πονηρά συνήθεια δεν επιτρέπει στην δρόσον του Θείου λόγου να φθάση μέχρι τα ενδότερα μέρη της ψυχής.
Ένας διδάσκαλος παρομοιάζει εκείνους οι οποίοι είναι κυριευμένοι από συνήθεια μιας αμαρτίας, με ένα παιγνίδι που παίζουν τα παιδιά. Πιάνουν πολλές φορές κανένα άγριον πουλί και το δένουν από το πόδι με κλωστήν. Το αφήνουν να πετάξη, και αυτό πετά στο ύψος για να φύγη, αλλά εκείνα το σύρουν πάλι χαμηλά. Το ίδιο παιγνίδι φαίνεται πως κάμνει και ο διάβολος με εκείνους που έχει δεμένους με το σχοινί της συνηθείας. Πολλές φορές τους αφήνει να πετάξουν στο ύψος της αρετής, και βλέπεις ότι, ενώ ευρίσκονται ακόμη μέσα στα πάθη, στα δεσμά των προηγουμένων αμαρτιών, αρχίζουν να εγκρατεύωνται, να νηστεύουν, να κατηγορούν την ζωή που έκαμαν, να ψέγουν την δουλεία της αμαρτίας, να επαινούν την ελευθερία της αρετής. Όμως, ενώ κάμνουν αυτό το καλόν προοίμιον της αρετής, τους βλέπεις πάλι να κρημνίζωνται στο βάραθρον της κακίας, επειδή ο διάβολος τους έχει δεμένους με το σχοινί της συνηθείας, γι’ αυτό τους αφήνει να πετάξουν λίγο μόνον στο ύψος της αρετής, προς αισχύνην και όνειδός τους, και προς ηδονήν και χαράν ιδικήν του, διότι ποτέ δεν εγνώρισεν άλλην απόλαυσιν, άλλην ηδονήν από τότε που εξωρίσθη από τα κάλλη του ουρανού, από το να εμπαίζη τον ταλαίπωρον άνθρωπον με την συνηθειαν της αμαρτίας.
Γράφουν οι Ιστορικοί για τον Μιθριδάτην, εκείνον τον περιβόητον τύραννον, ότι μεταχειριζόμενος συχνά για τροφήν το δηλητήριο που λέγεται κώνειον, έφθασε σε τοιαύτην έξιν, ώστε και αναγκαζόμενος κάποτε να θανατωθή από την μεγάλην του δυστυχίαν, εζήτησε αυτό το δηλητήριο και έφαγε πολύ. Όμως αυτό δεν ενήργησε, δεν του επέφερε εκείνο που επιθυμούσε, δηλαδή τον θάνατον, τον οποίον εθεωρούσε προτιμότερον από το να πέση στα χέρια των εχθρών του και να γίνη παιγνίδι ιδικό τους. Το ίδιο συμβαίνει και στον ταλαίπωρον αμαρτωλόν. Επειδή η καθημερινή μεταχείρισις της αμαρτίας γίνεται γι’ αυτόν δευτέρα φύσις, συμμετέχει χωρίς όρεξη και πόθο στα Μυστήρια. Όμως με την συχνή καταφρόνηση που κάμνει σ’ αυτά, παρακινημένος από την συνήθεια, τελικά τα ευρίσκει ανενέργητα. Του συμβαίνει κάτι παρόμοιον καθώς σε έναν διαβάτην, ο οποίος ερχόμενος να περάση ένα ποταμόν, ευρίσκει στην αρχή μια μικρή ξύλινη γέφύρα, αλλά την καταφρονεί και προχωρεί νομίζοντας ότι θα εύρη άλλην μεγαλύτέρη γέφυρα πέτρινη. Κοπιάζει όμως πολύ και δεν την ευρίσκει, γι’ αυτό αναγκάζεται να γυρίση πίσω, για να τον περάση τάχα από εκείνη την ξύλινη. Όμως μέχρι να έλθη αυτός, ο ποταμός αυξάνει από την βροχή, κατεβαίνει ρεύμα πολύ, σκεπάζεται η γέφυρα εκείνη η ξύλινη, οπότε ο διαβάτης απομένει στην ερημία και ακολούθως στον θάνατο. Το ίδιο γίνεται και στον δυστυχισμένον αμαρτωλόν, ο οποίος δεμένος με την συνήθεια στην αμαρτίαν, ευρίσκει στην αρχήν εύκολο να λυθή με την ουράνιο γέφυρα της μετανοίας. Επειδή όμως στην αρχή την καταφρονεί, παρακινείται ύστερα να την ζητήση, αλλά δεν την ευρίσκει, επειδή η συνήθεια έχει κατεβάσει πολλά ρεύματα παθών και αμαρτιών, και σκεπάζει την συντριβή της καρδίας, παχύνει τον νου, ψυχραίνει την θείαν αγάπην, οπότε δεν απομένει άλλο στον ταλαίπωρον αμαρτωλόν από του να κρημνίζεται από το μικρότερο βάραθρο της αμαρτίας στο μεγαλύτερο, και τελικώς στα τάρταρα του άδου. Για να πληροφορηθής αυτό που σου λέγω, γύρισε μίαν φορά το βλέμμα σου στην αυλήν του Καϊάφα. Θα ιδής εκεί τον Πέτρον, ο οποίος, όταν ηρωτήθη στην αρχή αν είναι και αυτός μαθητής του Χριστού, λέγει: «Ουκ οίδα τον άνθρωπον», και πάλιν, όταν μετά από λίγην ώραν ηρωτήθη για δευτέρα φορά, κάμνει και όρκον ότι δεν γνωρίζει. Την δε τρίτην φορά που ηρωτήθη, προσθέτει και ανάθεμα. «Τότε ήρξατο καταναθεματίζειν και ομνύειν ότι ουκ οίδα τον άνθρωπον». Ω κατηραμένη συνήθεια, και τι δεν ημπορείς να κάμης; Ποίον δεν ημπορείς να κρημνίσης; Ας αποφύγωμε λοιπόν, ω αγαπημένοι μου, την συνήθεια της αμαρτίας, ας μην καταφρονήσωμε την μικρά συνήθεια, για να μην κυριευθούμε από την μεγάλη. Ο Πέτρος, αν δεν άφηνε να χωρέση στην ψυχή του αυτή η παραμικρή πρότασις «ουκ οίδα τον άνθρωπον», δεν θα έφθανε σε τόσην ανάγκη, ώστε σ’ εκείνο το «ουκ οίδα τον άνθρωπον», να προσθέση όρκον και ανάθεμα. Είναι αξιέπαινον, αν και φαίνεται αξιοκατάκριτον, το έργον που έκαμε ο νέος εκείνος, τον οποίον παίρνοντας οι δήμιοι για να τον κρεμάσουν, επειδή ήταν κλέπτης, παρεκάλεσε τους δημίους να τον αφήσουν να πλησιάση την μητέρα του, η οποία ήταν εκεί κοντά και έκλαιε. Εκείνοι, αν και άσπλαχνοι στις συμφορές των άλλων, όμως τότε δεν γνωρίζω πώς, εφάνησαν συμπαθητικοί και έδωσαν άδεια στον καταδικασμένον εκείνον νέο να πάει κοντά στην μητέρα του, νομίζοντας ότι θέλει ίσως να την ασπασθή και να της ειπή το τελευταίον «υγίαινε», αφού εκείνη την ώρα επρόκειτο να αποχωρισθούν με τοιούτον χωρισμόν. Άφησαν λοιπόν οι δήμιοι τον νέον, αν και δεμένον, και επλησίασε την μητέρα του, και εκεί που έκαμε πως θέλει να της ειπή ένα λόγον κρυφόν, αυτός αρπάζει με τα δόντια το αυτί της μητέρας και το κόπτει. Αυτό το ασεβές έργον ετάραξε πολύ τους παρευρισκομένους εκεί, οι οποίοι έλεγαν ότι αυτός ο νέος ήταν άδικος όχι μόνον στους άλλους, αλλά και στην ιδία την μητέρα του. Εκείνος όμως αποκρίνεται «αυτή είναι αίτιος τούτου του θανάτου μου και όλης της άλλης μου κακίας. Διότι εάν μου έκοπτε την συνήθεια που είχα στην νεότητά μου να κλέπτω τις πλάκες που είχαν για να γράφουν οι συμμαθηταί μου, δεν θα τολμούσα να κλέψω και την Οκτώηχο εκείνη, και ακολούθως τα μεγαλύτερα, και έτσι να έλθω σε αυτήν την συμφορά.»
Βλέπει ο Πλάτων ένα φίλον του που έπαιζε κύβους, και αρχίζει ευθύς να τον κατηγορή δριμύτατα και να τον υβρίζη χωρίς έλεος. Και εκείνος ο φίλος του Πλάτωνος, απορώντας για την υπερβολικήν αντίδρασή του, το μόνο που απήντησε ήταν: «ως επί μικροίς» σαν να του έλεγε: «ω σοφότατε Πλάτων, για ένα τόσο μικρόν αμάρτημα μου κάμεις τόσες ύβρεις; Για τόσην ολίγην άνεσιν, που δίδω στο σώμα μου με το αθώον αυτό παιγνίδι, μου πλέκεις τόσους ονειδισμούς; Μου δίδεις τόσες ύβρεις; Τόσες πολλές κατηγορίες; Και μάλιστα εμπρός σε τόσους πολλούς ανθρώπους; Μεγάλη αντίδρασις, για μικρά πραγματα. Με υβρίζεις για τόσο μικρόν πράγμα». Και εκείνος του αποκρίνεται: «Όταν όμως θα γίνη συνήθεια, δεν θα είναι μικρόν». Ακούεις λόγον από στόμα έλληνος, ακούεις διδασκαλίαν χρυσήν ευαγγελικήν; Μικρόν είναι το αμάρτημα που κάμεις, φίλε μου, όμως η συνήθεια της αμαρτίας δεν είναι μικρόν πράγμα, αλλά θανατηφόρον, το οποίο κάμνει πολλούς να κλείνουν τους οφθαλμούς, για να μη ιδούν τον ιατρόν της ψυχής τους. Αυτό έχει θανατώσει και καθημερινώς θανατώνει πολλούς και μάλιστα γίγαντες. Πράγματι, η αμαρτία όταν γίνη συνήθεια δεν είναι μικρόν πράγμα. Διότι αυτή είναι η παράλυσις της ψυχής, είναι η αλυσίδα με την οποίαν ο διάβολος δένει τον άνθρωπον επάνω στο κρεβάτι της αναισθησίας. Δεν είναι μικρόν πράγμα η συνήθεια, αλλά μέγα και φοβερόν, επειδή προξενεί στον άνθρωπον την φοβεράν εκείνην και απαρηγόρητον κόλασιν. Δεν είναι κάτι μικρόν η συνήθεια, διότι είναι ανίατος σε εκείνους που δεν γνωρίζουν τα θεραπευτικά μέσα, τα οποία είναι:
Το πρώτον που χρειάζεται για να κόψη τις ρίζες και τα νεύρα μιας πονηράς συνηθείας, δεν είναι άλλο από την παντοδυναμίαν του Θεού. Αυτή είναι που αχρόνως και ακόπως θεραπεύει αυτό το ανίατον πάθος, όπως κηρύττει ο σημερινός παράλυτος με τον κράββατο στον ώμο. Αυτή όμως η παντοδυναμία δεν ενεργεί μόνη της. Όχι πως δεν ημπορεί, ούτε πως δεν θέλει, αλλά για να μην αναιρέση εκείνο που εχάρισεν άπαξ δια παντός στον άνθρωπο, το προαιρετικόν. Χρειάζεται λοιπόν πολλά η παντοδυναμία αυτή του Θεού για να ενεργήση σ’ εμάς: την αποχήν του κακού, το μίσος κατά της αμαρτίας, την συντριβήν της καρδίας, την ικανοποίησιν, το μυστήριον της μετανοίας και αληθινής εξομολογήσεως. Και μαζί με όλα αυτά, την προσευχή και την θέληση του ανθρώπού να κλίνη τον αυχένα, και με θερμά δάκρυα να ζητά την παντοδυναμίαν του Θεού. Αυτό που λέγω γίνεται φανερόν από τον σημερινόν παράλυτον. Εγνώριζεν ο καρδιογνώστης μας Χριστός και τους πολλούς χρόνους που τον είχεν η ασθένεια δεμένον στον κράββατον επάνω, εγνώριζεν επίσης και τους πόνους και την ταλαιπωρίαν την πολλήν που υπέμεινε. Δεν αγνοούσε ούτε την επιθυμίαν που είχεν ο ταλαίπωρος εκείνος να ελευθερωθεί από την ασθένειαν, ούτε την έλλειψη των αναγκαίων, ούτε την ερημία των φίλων και των συγγενών. Παρ’ όλα ταύτα όμως τον ερωτά: «θέλεις υγιής γενέσθαι;» για να του δώση αφορμή να τον ομολογήση Κύριον και Παντοδύναμον, και μαζί με την ομολογία να ζητήση και την θεραπείαν του. Αλλά για να δώσει και σ’ εσέ, άνθρωπε, να καταλάβης πόσην δύναμη έχει η πονηρά συνήθεια της αμαρτίας, ώστε να χρειάζεται την παντοδυναμίαν του Θεού για να την κόψη.
Δεύτερον Θεραπευτικό μέσον είναι η επιθυμία και η αγάπη των αντιθέτων της αμαρτίας, πράγμα που συμφωνεί και με τον ορισμόν που δίδουν οι ιατροί, «τα εναντία τοις εναντίοις ιάματα». Θέλεις λοιπόν να κόψης την πονηράν συνήθειαν της μέθης και της πολυφαγίας; Βάλε σαν δραστικό βότανον επάνω στο πάθος την αγάπην και επιθυμίαν της νηστείας. Σε κυριεύει πάθος σαρκικόν, είσαι δεμένος από την συνήθεια της κτηνώδους πορνείας και μοιχείας; Αγάπησε, ζήτα να αποκτήσης την καθαρότητα και την παρθενίαν των Αγγέλων, και με αυτήν την επαινετήν και αγίαν όρεξιν, κόπτεις την πρώτην, την βδελυκτήν και βρωμεράν. Σε κυριεύει το πάθος της μνησικακίας και έχθρας; Αγάπησε την αμνησικακίαν του Θεού και την αγάπην της Ευαγγελικής ζωής, και με τον τρόπον αυτόν κόπτεις εκείνην την συνήθεια. Σε κυριεύει το πάθος της φιλαργυρίας και ασπλαχνίας; Αγάπησε την Ευαγγελικήν αυτάρκεια και τα φιλάνθρωπα σπλάχνα του ουρανίου σου Πατρός, και τοιουτοτρόπως κόπτεις εκείνο το πάθος της Ιουδαϊκής αναισθησίας. Σε κυριεύει η διαβολική αλαζονεία και η υπερηφάνεια; Αγάπησε την ταπεινοφροσύνην του Δεσπότου σου, και με τον τρόπον αυτόν ιατρεύεις τα πονηρά μαθήματα του εωσφόρου.
Τρίτον θεραπευτικό μέσον είναι η πλήρης υποταγή του σώματος, το οποίον δεν ημπορείς να το νικήσης με άλλον τρόπο από αυτόν που σου έδειξεν ο εσταυρωμένος Ιησούς επάνω στον Γολγοθά, και με όλον το παράδειγμα της παναγίας ζωής του. Καθώς, λοιπόν, εκείνος παρέδωσε την παναγίαν του σάρκα στο πικρότατον εκείνο πέλαγος των φρικτών παθών, με τον ίδιο τρόπον και συ μη λυπηθής την σάρκα, για να κερδίσης την ψυχήν. Γνώρισε πως αυτό το σώμα είναι δούλος, και η ψυχή είναι κύριός του. Μή λυπήσαι τον δούλο μήπως πεινάση, μην ιδρώση και κοπιάσει, και θα τιμηθή έτσι ο κύριός του. Μη λυπηθής τον δούλον, την σάρκα σου, αν καταφρονηθή και γυμνωθή προσκαίρως, διότι έτσι θα ενδυθή με το ένδυμα της αθωότητος και θα δοξασθή αιωνίως η ψυχή.
Αυτά είναι τα μέσα με τα οποία ημπορεί κανείς να κόψη τα νεύρα κάθε πονηράς συνηθείας. Στοχάσου, άνθρωπε, και την ευκολίαν, αλλά και την τιμήν και την δόξαν που έχουν αυτά. Εάν λοιπόν τα αποστραφής, γνώριζε ότι είσαι ένας παράλυτος, ο οποίος και άνθρωπον έχει για να τον βοηθήση να εισέλθη στα ύδατα της κολυμβήθρας, και θεραπευτικά μέσα για να τον ελευθερώσουν από εκείνο το αξιοδάκρυτον πάθος, και με το ιδικόν του θέλημα τον αποστρέφεται. Συ είσαι που με το ίδιο το χέρι σου υπογράφεις στην διαθήκην του ουρανίου Πατρός να είσαι απόκληρος της Βασιλείας Του.
Γράφει ο ‘Αριστοτέλης στα «πολιτικά» του, πως στους Σκύθες υπήρχε νόμος που όριζε να μην έχη δικαίωμα στις πανηγύρεις να χρησιμοποιή το ποτήρι με το οποίον έπιναν όλοι όποιος δεν έχει θανατώσει έστω έναν εχθρόν της πόλεως. Αυτό γνώριζε, άνθρωπε, ότι θα συμβή και σ’ εσέ, αν δεν θανατώσης, αν δεν κόψης την πονηράν συνήθειαν της αμαρτίας, στην οποίαν ευρίσκεσαι δεμένος από την έχθρα και την συμβουλή του εχθρού σου διαβόλου. Δεν πρόκειται να αξιωθής ποτέ να πίης το ποτήριον εκείνο της Καινής Διαθήκης, το ποτήριον εκείνο της ουρανίου ζωής, την κληρονομία της άνω δόξης. Και από αυτήν την δυστυχίαν, από αυτήν την συμφοράν, ημπορεί να ευρεθή ή να εννοηθή άλλη μεγαλυτέρα;
Λοιπόν, εσύ ταλαίπωρε άνθρωπε, το υποφέρεις για μίαν κακήν συνήθεια να χάσης την ουράνιο Βασιλείαν; Είναι τούτο έργο ψυχής λογικής, να πωλή για τόσο λίγο, για μίαν πρόσκαιρον ηδονήν, την δόξαν, την παρρησίαν, την αγάπην της τρισυποστάτου Θεότητος; Είναι τούτο έργον φρονίμου ανδρός, να αφήση την συντροφίαν των ‘Αγγέλων, την συνοδείαν των Αποστόλων, την χαράν των Προφητών, τις σκηνές των δικαίων, για μίαν συνήθειαν κακήν και διεστραμμένην; Μη, παρακαλώ, ας μην ευρεθή κάποιος από εμάς τόσον ανόητος, αλλά όλοι, με τα θεραπευτικά μέσα που είπα, ας κόψωμε κάθε πονηράν συνήθεια, για να αξιωθουμε των επηγγελμένων ημίν αγαθών, χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου Ιησού Χριστού, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις συν τω ανάρχω Αυτού Πατρί και τω Ζωοποιώ Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.
Από το βιβλίο Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, σελίς 59 και εξής.
Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς.
Κυριακή του παραλύτου – η Ευαγγελική περικοπή της Θ. Λ., ομιλία του επισκ. Αυγουστίνου Καντιώτου, υμνολογική εκλογή.
Η Ευαγγελική περικοπή της Θείας Λειτουργίας.
Κατά Ιωάννην Ε. 1 – 15.
ΜΕΤΑ ταύτα ήν η εορτή των Ιουδαίων, και ανέβη ο Ιησούς εις Ιεροσόλυμα. έστι δέ εν τοις Ιεροσολύμοις επι τη προβατική κολυμβήθρα, η επιλεγομένη εβραϊστί Βηθεσδά, πέντε στοάς έχουσα. εν ταύταις κατέκειτο πλήθος πολύ των ασθενούντων, τυφλών, χωλών, ξηρών, εκδεχομένων την του ύδατος κίνησιν. άγγελος γάρ κατά καιρόν κατέβαινεν εν τη κολυμβήθρα, και εταράσσετο το ύδωρ, ο ούν πρώτος εμβάς μετά την ταραχήν του ύδατος, υγιής εγίνετο ώ δήποτε κατείχετο νοσήματι. ήν δέ τις άνθρωπος εκεί τριάκοντα και οκτώ έτη έχων εν τη ασθενεία αυτού. τούτον ιδών ο Ιησούς κατακείμενον, και γνούς ότι πολύν ήδη χρόνον έχει, λέγει αυτώ, θέλεις υγιής γενέσθαι? απεκρίθη αυτώ ο ασθενών, Κύριε, άνθρωπον ουκ έχω, ίνα όταν ταραχθή το ύδωρ, βάλη με εις την κολυμβήθραν. Εν ώ δέ έρχομαι εγώ, άλλος πρό εμού καταβαίνει. λέγει αυτώ ο Ιησούς, έγειρε, άρον τον κράβαττόν σου και περιπάτει. και ευθέως εγένετο υγιής ο άνθρωπος, και ήρε τον κράβαττον αυτού και περιεπάτει. ήν δέ σάββατον εν εκείνη τη ημέρα. έλεγον ούν οι Ιουδαίοι τω τεθεραπευμένω, σάββατόν εστιν, ουκ έξεστί σοι άραι τον κράβαττον. απεκρίθη αυτοίς, ο ποιήσας με υγιή, εκείνός μοι είπεν, άρον τον κράβαττόν σου και περιπάτει. ηρώτησαν ούν αυτόν, τίς εστιν ο άνθρωπος ο ειπών σοι, άρον τον κράβαττόν σου και περιπάτει? ο δέ ιαθείς ουκ ήδει τίς εστιν, ο γάρ Ιησούς εξένευσεν όχλου όντος εν τω τόπω. μετά ταύτα ευρίσκει αυτόν ο Ιησούς εν τω ιερώ και είπεν αυτώ, ίδε υγιής γέγονας, μηκέτι αμάρτανε, ίνα μή χείρόν σοί τι γένηται. απήλθεν ο άνθρωπος και ανήγγειλε τοις Ιουδαίοις ότι Ιησούς εστιν ο ποιήσας αυτόν υγιή.
Ερμηνευτική απόδοσις υπό Παναγιώτου Τρεμπέλα.
Μετά ταύτα ήτο η εορτή των Ιουδαίων, πιθανότατα η εορτή των Πουρίμ, πού συνέπιπτεν ένα περίπου μήνα προ του Πάσχα. και κατά την εορτήν αυτήν, ανέβη ο Ιη¬σούς εις τα Ιεροσόλυμα.
Υπάρχει δε εις τα Ιεροσόλυμα πλησίον της προβατικής πύ¬λης του τείχους της πόλεως, κάποια λίμνη, εις την οποίαν εκολυμβούσαν, και η οποία εϊχεν ως πρόσθετον όνομα εις την Εβραϊκήν γλώσσαν Βηθεσδά. Είχε δε τριγύρω της η κολυμβήθρα αυτή πέντε θολωτά υπόστεγα.
εις αυτά τα θολωτά υπόστεγα ευρίσκοντο ξαπλωμένοι πλή¬θος πολύ αρρώστων, τυφλών, κουτσών, ανθρώπων με κάποιο μέλος πιασμένον και αναίσθητον ή ατροφικόν, και όλοι αυτοί επερίμεναν να κινηθή το νερό της κολυμβήθρας.
Επερίμεναν δε την κίνησιν του νερού, διότι άγγελος κατέβαινεν από καιρού εις καιρόν εις την κολυμβήθραν και ετάρασσε το νερό. Εκείνος λοιπόν, πού θα έμβαινε πρώτος εις αυ¬τήν μετά την ταραχήν του νερού, εγίνετο υγιής, από οποιονδή¬ποτε νόσημα και αν κατείχετο.
Υπήρχε δε εκεί μεταξύ του πλήθους των ασθενών και κάποιος άνθρωπος, πού ήτο άρρωστος επί τριάκοντα και οκτώ χρόνια.
Αυτόν τον ασθενή όταν τον είδε ο Ιησούς να είναι ξαπλωμέ¬νος κάτω, και με το θεϊον του βλέμμα διέκρινεν, ότι από πολύν καιρόν είχε την ασθένειάν του, είπε προς αυτόν. Θέλεις να γίνης υγιής; Δια της ερωτήσεως δε ταύτης ο Κύριος έδιδεν αφορμήν εις τον παραλυτικόν να ζητήση την βοήθειάν του.
Πράγματι δε ο ασθενής απεκρίθη εις αυτόν. Κύριε, δεν έχω άνθρωπον να με ρίψη εις την κολυμβήθραν, αμέσως όταν ταραχθή το νερό. Ενώ δε προσπαθώ να έλθω εγώ, προλαμβάνει άλλος και καταβαίνει αυτός προτήτερα από εμέ.
Λέγει εις αυτόν ο Ιησούς. Σήκω επάνω, πάρε το κρεββάτι σου εις τον ώμον σου και περιπάτει.
και αμέσως έγινεν υγιής ο άνθρωπος, και επήρε το κρεββάτι του και επεριπάτει ελεύθερα. Ήτο όμως Σάββατον κατ’ εκείνην την ημέραν.
Ως εκ τούτου λοιπόν έλεγαν οι πρόκριτοι Ιουδαίοι εις τον ιατρευμένον. Σήμερον είναι Σάββατον. Δεν σου επιτρέπεται να σηκώσης και να μεταφέρης το κρεββάτι.
Απεκρίθη εις αυτούς. Εκείνος, που με έκαμεν υγιή, δια θαύματος και θείας δυνάμεως, αυτός μου εϊπε. Πάρε το κρεββάτι σου και περιπάτει.
Κατόπιν λοιπόν της απαντήσεως αυτής, τον ηρώτησαν εκεί¬νοι, Ποίος είναι ο άνθρωπος αυτός, ο οποίος σου είπε. Πάρε το κρεββάτι σου και περιπάτει;
ο θεραπευθείς όμως παράλυτος δεν ήξευρε, ποίος είναι ¬διότι ο Ιησούς απεμακρύνθη και εξηφανίσθη. Ήτο δε εύκολον να εξαφανισθή, διότι υπήρχε πολύς λαός εις τον τόπον, πού έγινε το θαύμα.
Ύστερα από κάμποσον καιρόν ηδρεν αυτόν ο Ιησούς εις το Ιερόν, και του εϊπεν. Ιδού τώρα έχεις γίνει υγιής. Πρόσεξε λοιπόν να μην αμαρτάνης πλέον, δια να μη σου συμβή τίποτε χειρότερον από την ασθένειάν πού εϊχες, και η οποία σου συν¬έβη εξ αμαρτιών σου. Πρόσεξε μήπως και εις συμφοράν του σώματος χειροτέραν εμπέσης, συγχρόνως δε και την ψυχήν σου μετά του σώματος χάσης.
Έφυγε τότε ο άνθρωπος από το ιερόν, και αφού συνήντησε τους Ιουδαίους, ανήγγειλεν εις αυτούς, ότι αυτός, πού με έκαμεν υγιή, εϊναι ο Ιησούς.
Ψυχική παραλυσία
ΑΚΟύΣΑΤΕ, αγαπητοί αδελφοί, το ιερό και άγιο ευαγγέλιο; Η σημερινή ευαγγελική περικοπή περιέχει ένα θαύμα του Κυρίου. Αλλά για να καταλάβουμε καλύτερα
το θαύμα αυτό, πρέπει να γίνει ατομικό, να το κάνουμε προσωπικό, να το μεταφέρουμε στον εαυτό μας. Πρέπει δηλαδή να επαναληφθεί και σ’ εμάς. Πώς θα γίνει
αυτό; Για να επαναληφθεί το θαύμα, πρέπει η δύναμις του Χριστού να ενεργήσει επάνω μας. Τότε δεν θα χρειάζεσαι άλλη βεβαίωση για να πιστεύεις. Θα έχεις
ακράδαντη βεβαιότητα. Μεγαλύτερη απόδειξης της δυνάμεως του Χριστού θα είσαι συ ο ίδιος.
Τι λέει, λοιπόν, το Ιερό Ευαγγέλιο; Στα Ιεροσόλυμα, κοντά στην προβατική πύλη, την πύλη δηλαδή άπ’ όπου περνούσαν τα πρόβατα πού επρόκειτο να θυσιαστούν
στο ναό, υπήρχε μία δεξαμενή πού λεγόταν Βηθεσδά. Το νερό αυτής της δεξαμενής είχε μία θαυματουργική ιδιότητα. Τι ιδιότητα; Κατά αραιά χρονικά διαστήματα,
κατέβαινε εκεί άγγελος Κυρίου και τάραζε το νερό. Τότε το νερό αποκτούσε, προσωρινώς, Ιαματική Ιδιότητα. Αυτό διαρκούσε πολύ λίγο’ αμέσως
κατόπιν το νερό επανερχόταν στην προηγουμένη φυσική κατάσταση, ήταν πάλι απλό νερό όπως όλων των άλλων πηγών. Όποιος λοιπόν αμέσως μετά την κάθοδο του
αγγέλου, προλάβαινε να πέση πρώτος μέσα στο ταραγμένο νερό, γινόταν υγιής, οποιαδήποτε και αν ήτο η ασθένεια από την οποία έπασχε. Αυτό έδινε ελπίδα σε όλους όσοι είχαν απελπισθεί από τους γιατρούς. Έτσι γύρω από το χείλος της κολυμβήθρας, ήταν συγκεντρωμένο ένα πλήθος ασθενών, που έμεναν εκεί ξαπλωμένοι σε κρεβάτια ή φορεία. Είτε κρύο έκανε Είτε ζέστη, όλοι αυτοί οι ταλαίπωροι άνθρωποι δεν απομακρύνονταν από ‘κει. Για να προστατεύονται δε από τη βροχή και τον ήλιο, είχαν χτιστή γύρω άπ’ τη δεξαμενή πέντε στοές, πέντε υπόστεγα, όπου παρέμεναν οι ασθενείς και όσοι τους συνόδευαν.
Ανάμεσα στο πλήθος των ασθενών, που περίμεναν να βρουν τη θεραπεία τους, ήταν και ένας παράλυτος. Γιατρειά δεν είδε από άνθρωπο. Αλλ’ ούτε και στη θαυματουργό
κολυμβήθρα τόσον καιρό είχε βρει τη θεραπεία του. Τριάντα-οχτώ χρόνια περίμενε εκεί με υπομονή. Στο μακρό αυτό διάστημα πολλούς συνασθενείς είδε να πέφτουν
στο ταραγμένο νερό, να βγαίνουν και να φεύγουν για τα σπίτια τους θεραπευμένοι. Αυτός λόγω της παθήσεως του, δεν ήταν ευκίνητος. Πάντα κάποιος άλλος τον
προλάβαινε. Ήταν μόνος και αβοήθητος. Έτσι το μαρτύριο του συνεχιζόταν. Μετά από τόσα χρόνια αποτυχιών, Τι ελπίδα υπήρχε πλέον; Μάλλον έπρεπε να το πάρει απόφαση, ότι εκεί θα τον βρει ο θάνατος, και τότε από την κολυμβήθρα, θα μετακομίση στο κοιμητήριο. Κι αντί να μπει στο ιαματικό νερό, θα τον βάλουν στο μαύρο χώμα. Εν τούτοις εξακολουθούσε να ελπίζει, να υπομένει, να παραμένει εκεί. Σαν κάποιον να περίμενε! Κάποιο μυστήριο έκρυβε ή ταλαιπωρία του.
Και ήρθε επί τέλους ή στιγμή να λυθεί το δράμα του, και να φωτιστή το μυστήριο. Μετά από αγόγγυστη υπομονή τόσων ετών, ήρθε κοντά του ο μέγας ιατρός, το
άριστο φάρμακο, και τότε βραβεύθηκε η αρετή του. Ήρθε κοντά του ο Χριστός, ο παντοδύναμος και πάνσοφος ευεργέτης, του είπε ένα μόνο λόγο, και μ’ εκείνο
το λόγο ο παράλυτος αμέσως έγινε καλά. Μέγα το θαύμα! Ένας ζωντανός νεκρός στάθηκε όρθιος, και αυτός πού δε μπορούσε να σηκώση ούτε ένα κουτάλι, πήρε δύναμη
και σήκωσε ολόκληρο κρεβάτι.
Ο παραλυτικός αυτός έμεινε εκεί τόσα χρόνια, για να γίνη διδάσκαλος μας. Τριάντα οχτώ χρόνια δε ‘γόγγυσε, ούτε βλαστήμησε όπως θα έκαναν άλλοι πού, όχι
τόσο αλλά πολύ λιγότερο χρόνο έχουν στο κρεβάτι, και τα Βάζουν με το Θεό. ο παραλυτικός είναι παράδειγμα υπομονής. Για αυτό ήρθε κοντά του όχι άνθρωπος,
αλλά ο ίδιος ο Χριστός, διότι τον σπλαχνίστηκε.
Έπειτα ο παραλυτικός αυτός, όταν γιατρεύτηκε, δεν πήγε στο σπιτάκι του, αλλά που πήγε; Στό ναό. Και όχι
μόνο αυτό, αλλά έγινε και ιεροκήρυκας, σαλπιγκτής των θαυμάτων του Κυρίου.
Αλλά τώρα δεν θέλω να μιλήσω για τον παραλυτικό του ευαγγελίου. Θέλω να μιλήσω για τους σημερινούς παραλύτους.
—Μα υπάρχουν και σήμερα παράλυτοι;
Υπάρχουν. και δεν εννοώ μόνο τους σωματικώς παραλύτους. Εννοώ κυρίως τους ψυχικώς παραλύτους. Αυτοί είναι περισσότερο αξιολύπητοι. Διότι πάνω από τη σωματική
ασθένεια υπάρχει ή ψυχική ασθένεια, και πάνω από τη σωματική παραλυσία υπάρχει η ψυχική παραλυσία.
Τι είναι ψυχική παραλυσία; Μπορούμε να πούμε, ότι είναι η πλέον συχνή και η πλέον διαδεδομένη νόσος. Από πού ν’ αρχίσω και που να τελειώσω; Μερικές φωτογραφίες
των σημερινών ψυχικώς παραλύτων θα σας παρουσιάσω, και θα τελειώσω.
Πρώτο παράδειγμα. ο παράλυτος πού ιάτρευσε ο Κύριος τριανταοχτώ χρόνια είχε να πάει στο ναό του Θεού. Πήγε μικρό παιδί, και ξαναπήγε τώρα, μετά τη θεραπεία
του, με άσπρα πλέον τα μαλλιά. Αλλ’ εκείνος δικαιολογείται, ήταν ασθενής, δεν είχε πόδια, και παρέμενε ακίνητος εκεί παρά το χείλος της κολυμβήθρας. Οι
σημερινοί όμως ψυχικώς παράλυτοι, ενώ σωματικώς είναι υγιέστατοι και κινούνται και τρέχουν δεξιά κι αριστερά, όμως έχουν σαράντα και πενήντα χρόνια να πατήσουν το πόδι τους στο σπίτι του Θεού. Ήρθαν νήπια, όταν τους έφερε η μάνα να βαπτισθούν, και θα έρθουν άλλη μια φορά, όταν σηκωτούς θα τους φέρουν να τους κηδεύσουν. Στην εκκλησία τώρα δεν έρχονται. Αλλού πηγαίνουν ευχαρίστως. Πες τους για κινηματογράφο, πες τους για θέατρο, να δεις πώς τρέχουν. Λησμονούν το Θεό, που μας δίνει όλα τα αγαθά, και την υγεία και την αρτιμέλεια, και δεν έρχονται να του πουν ένα ευχαριστώ. Λησμονούν, ότι τα πόδια μας δόθηκαν για το Χριστό και όχι για το διάβολο.
Θέλετε άλλο παράδειγμα ψυχικώς παραλύτου; Οι προηγούμενοι έχουν παράλυτα τα πόδια, αυτοί έχουν παράλυτα τα χέρια για το Θεό. Πέστε λ.χ. στον άλλο, το φιλάργυρο
και ιδιοτελή, να ελεήσει. Αδύνατον. Αυτός, όταν πρόκειται να δώσει κάτι σε φτωχό, αισθάνεται παράλυτο το χέρι. Τον παραλύει ο δαίμων της φιλαργυρίας. Προτιμότερο
να του κόψουν το χέρι, παρά να δώσει μια δραχμή. Ή πέστε στο δειλό και κρυπτοχριστιανό να ομολογήσει την πίστη του όταν χτυπά η καμπάνα η όταν περνά έξω
από μια εκκλησία. Ντρέπεται, φοβάται και τον ίσκιο του, και σταυρό δεν κάνει. “Ε, σας ερωτώ• αυτοί δεν έχουν τα χέρια τους παράλυτα; Λησμονούν, ότι τα
χέρια δόθηκαν για να βοηθούν τον πλησίον, να ελεούν, να εργάζονται το αγαθό, και όχι να μουντζώνουν και να πληγώνουν. Λησμονούν, ότι τα χέρια δόθηκαν για
να ομολογούν την πίστη, για να δοξάζουν το Θεό, και όχι να τον αρνούνται με την δειλία, την ιδιοτέλεια και τις τόσες άνομες πράξεις, και απρεπείς χειρονομίες.
τα χέρια δόθηκαν για να εργάζονται τις θείες εντολές, και όχι να τις καταργούν, Είτε κλέβοντας, Είτε παλαμίζοντας το ιερό Ευαγγέλιο με τους όρκους.
Άλλο ένα παράδειγμα ψυχικώς παραλύτων. είναι αυτοί που έχουν παράλυτη τη γλώσσα. η γλώσσα του ανθρώπου είναι τέλειο όργανο. Όχι μόνο ως μέλος και όργανο
του σώματος, αλλά και ως μέσο επικοινωνίας. Λένε, ότι ανατομικός, ο ουραγκοτάγκος έχει καλύτερη γλώσσα από τον άνθρωπο. Αλλά Τι να την κάνης; η γλώσσα του
δέν μπορεί ν’ αρθρώση λέξη. Ενώ ο άνθρωπος με τη γλώσσα του ομιλεί, συνεννοείται, εκφράζει τα συναισθήματα και τίς σκέψεις του. Πόσα λόγια λέει την ημέρα;
100, 300, 500, 1.000, 2.000, 10.000, 20.000, 30.000 λέξεις. Ψάχνω όμως μέσα στις τόσες αυτές λέξεις, να βρω διαμάντι, και δέ’ βρίσκω. Χαλίκια και κοπριά.
Ακούγονται βλαστήμιες, αισχρολογίες, βωμολοχίες, λόγια βρωμερά, – μόνο λόγια του Θεού δεν ακούγονται. Γιατί, άνθρωπε, ο Θεός σου έδωσε τη γλώσσα; Σου την
έδωσε να τον δοξολογείς, να διαλαλείς τα θαύματα του, να λες τον καλό λόγο στον πλησίον σου. Όταν εσύ τη χρησιμοποιείς για το διάβολο, δεν είσαι παράλυτος
στο καλό;
Αδελφοί μου, πριν τελειώσω, συνιστώ• Γόνατα και πόδια παραλελυμένα, ανορθωθείτε (πρ6λ. η σ. 35,3). Χέρια νεκρά και καρδιές παγωμένες, θερμανθείτε. Γλώσσες
και στόματα, καθαριστείτε, πάρτε φωνή, αινείτε τον Κύριον πέστε «Εις άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός. αμήν»(Φιλ.2,η και θ. Λευίτ.).
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία η οποία έγινε στον ιερό Ναό Τριών Ιεραρχών Πετραλώνων – Αθηνών την 30-04-1961. καταγραφή και διόρθωση 22-05-2005.
ΣΥΝΤΟΜΟ ΚΗΡΥΓΜΑ του
επισκόπου Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου
ΠΗΓΗ
http://www.pigizois.net
Υμνολογική εκλογή.
Κοντάκιον Ήχος γ’
Η Παρθένος σήμερον
Τήν ψυχήν μου Κύριε, εν αμαρτίαις παντοίαις, καί ατόποις πράξεσι, δεινώς παραλελυμένην, έγειρον τή θεϊκή σου επιστασία, ως περ καί τόν Παράλυτον, ήγειρας πάλαι, ίνα κράζω σεσωσμένος, Οικτίρμον δόξα, Χριστέ, τώ κράτει σου.
Απόδοση.
Κύριε, την ψυχή μου που είναι φοβερά παράλιτη από κάθε είδους αμαρτία και άτοπες ππράξεις, σήκωσέ την με τη θεική Σου δύναμη, όπως τότε σήκωσες τον παράλυτο, για να Σου φωνάζω σωσμένος: Κύριε, που είσαι γεμάτος συμπάθεια και οικτιρμούς για τον άνθρωπο, δόξα στη δύνα μη Σου.
Ο Οίκος
Ο χειρί σου δρακί περικρατών τά πέρατα, Ιησού ο Θεός, ο τώ Πατρί συνάναρχος, καί Πνεύματι αγίω συνδεσπόζων απάντων, σαρκί εφάνης, νόσους ιώμενος, καί πάθη απήλασας, τυφλούς εφώτισας, καί τόν Παράλυτον λόγω θεϊκώ σύ εξανέστησας, περιπατείν αθρόως προστάξας, καί τήν βαστάσασαν αυτόν κλίνην επί τών ώμων άραι’ όθεν πάντες σύν τούτω ανυμνούμεν καί εκβοώμεν, Οικτίρμον δόξα, Χριστέ τώ κράτει σου.
Απόδοση.
Κύριε, Εσύ που μέσα στην παλάμη Σου χωράς και κρατάς τα πέρατα του κόσμου, Εσύ που είσαι μαζί με τον Θεό Πατέρα Σου συνάναρχός, και κυβερνάς τα παντα μαζί με το Πανάγιό Σου Πνεύμα, φανερώθηκες στον κόσμο με ανθρώπινο σώμα, και θεράπευες τις ασθένειες των ανθρώπων, και τους απήλλασσες από τα πάθη,έδωκες το φως στους τυφλούς, ενώ τον παράλυτομε τον θεικό Σου λόγο σήκωσες από το κρεβάτι του, και τον διέταξες να περπατά χωρίς καμία δυσκολία, σηκώνοντας στους ώμους του το κρεβάτι, που τόσα χρόνια τον βάσταζε. Γι’ αυτό όλοι μαζί με τον παράλυτο φωνάζουμε: Δόξα σε Σένα, Κύριε, που είσαι γεμάτος οικτιρμούς για μας τους ανθρώπους.
Συναξάριον
Τή αυτή ημέρα, Κυριακή τετάρτη από τού Πάσχα, τού Παραλύτου μνείαν ποιούμεθα, καί ως εικός τό τοιούτον εορτάζομεν θαύμα.
Κατά αυτή την ημέρα, δηλαδή την τέταρτη Κυριακή από το Πάσχα, ενθυμούμαστε τον παράλυτο, και όπως είναι φυσικό το σχετικό με αυτόν εορτάζουμε θαύμα.
Στίχοι
• Τό ρήμα Χριστού σφίγμα τώ παρειμένω.
• Ούτως ίαμα τούτο ρήμα καί μόνον.
Ο λόγος του Χριστού ήταν για τον παράλυτο η σύσφιξη του σώμάτός του.
Ετσι ο λόγος του Χρισττού μόνος, είναι θεραπεία.
Τώ απείρω ελέει σου, Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον ημάς. Αμήν.
Με το άπειρο έλεός Σου, χρις΄τέ ο Θεός, ελέηςε και σώσε μας.Αμήν.
Εξαποστειλάριον τού Παραλύτου
Γυναίκες ακουτίσθητε
Επέστη ο φιλάνθρωπος, καί πανοικτίρμων Κύριος, Προβατική κολυμβήθρα, τού θεραπεύσαι τάς νόσους, εύρε δέ κατακείμενον, άνθρωπον πλείστοις έτεσι, καί πρός αυτόν εβόησεν, Άρον τόν κράββατον, ίθι, πρός τάς οδούς τάς ευθείας.
Απόδοση.
Εφθασε ο φιλάνθρωπος και γεμάτος οικτιρμούς Κύριος στην Προβατική κολυμβήθρα, για να θεραπεύσει τις ασθένειες. Εκεί συνάντησε έναν άνθρωπο, που βρισκόταν ξαπλωμένος επί πολλά χρονια, και του είπε: Σήκωσε το κρεβάτι σου και να προχωρείς πλέον στους σωστούς και ευθείς δρόμους και όχι στην αμαρτία.
Δόξα, των αίνων. Ήχος πλ. Δ
Κύριε, τόν Παράλυτον ουχ η κολυμβήθρα εθεράπευσεν, αλλ’ ο σός λόγος ανεκαίνισε, καί ουδέ η πολυχρόνιος αυτώ ενεπόδισε νόσος, ότι τής φωνής σου οξυτέρα η ενέργεια εδείχθη, καί τό δυσβάστακτον βάρος απέρριψε, καί τό φορτίον τής κλίνης εβάστασεν, εις μαρτύριον τού πλήθους τών οικτιρμών σου, δόξα σοι.
Απόδοση.
Κύριε, τον παράλυτο δεν τον εθεράπευσε η προβατική κολυμβήθρα, αλλά ο δικός Σου λόγος τον έκανε καινουριο στη σκέψη και στη ζωή του. Και η πολυχρόνια ασθένειά του δεν τον εμπόδισε, γιατί αποδείχθηκε μεγαλύτερη η ενέργεια της φωνής Σου, και απομάκρυνε το δυσβάστακτο βάρος της αρρώστιας και σήκωσε το κρεβάτι του, για να είναι ζωντανή μαρτυρία των πολλών Σου οικτιρμών. Δόξα σε Σένα, Κύριε.
Στιχηρόν του εσπερινού… Ήχος α’
Ο τή παλάμη τή αχράντω πλαστουργήσας τόν άνθρωπον, ήλθες εύσπλαγχνε, τούς νοσούντας ιάσασθαι Χριστέ, τόν Παράλυτον εν τή Προβατική κολυμβήθρα, διά τού λόγου σου ανέστησας, Αιμόρρου δέ τό άλγος εθεράπευσας, τής Χαναναίας τήν παίδα ενοχλουμένην ήλέησας, καί τήν αίτησιν τού Εκατοντάρχου ου παρείδες, Διά τούτο κράζομεν, Παντοδύναμε Κύριε, δόξα σοι.
Απόδοση.
Κύριε, Εσύ που με την άχραντη παλάμη Σου έπλασες τον άνθρωπο, ήλθες, εύσπλαχνε, να θεραπεύσεις τους ασθενείς. Τον παράλυτο στην προβατική κολυμβήθρα με τον λόγο Σου μόνο τον εθεράπευσες σηκώνοντάς τον όρθιο, την αιμοροούσα την εθεράπευσες από την αρρώστια της, και την κόρη της Χαναναίας, που βασανιζόταν από το δαιμονιο, συμπόνεσες και έσωσες ενώ την παράκληση του εκατοντάρχου για τον δούλο του δεν την παρέβλεψες. Γι’ αυτό Σου κράζουμε: Παντοδύναμε, Κύριε, δόξα σε Σένα.
Απόδοση, Ιωάννης Τρίτος.
Θεραπεία του παραλύτου της Βηθεσδά- Νικολάου Μητροπ. Μεσογαίας και Λαυρεωτικής (κείμενο και αρχείο ήχου, mp3).
«Κύριε, άνθρωπον ουκ έχω»
Ακούστε το επόμενο κείμενο, όπως αυτό “δημοσιεύθηκε” στο 164-ο τεύχος (Μαρτίου – Απριλίου του 2017) του ηχητικού περιοδικού μας, Ορθόδοξη Πορεία.
Θεραπεία του παραλύτου της Βηθεσδά- Νικολάου Μητροπ. Μεσογαίας και Λαυρεωτικής.mp3
Τί φοβερός που είναι ο κόσμος που ζούμε! Όπου στρέψεις το βλέμμα σου, αντικρύζεις πόνο, αδικία, κακότητα, ένταση, αμαρτία, βία, πολέμους, δυστυχία. Γιατί άραγε; Και γιατί όλα αυτά να συνυπάρχουν με φυσική ομορφιά, με απαράμιλλη καλωσύνη, με ανθρώπινο μεγαλείο; Γιατί να εναλλάσεται το καλό με το κακό; Γιατί να διαπλέκεται η δυστυχία με την ευτυχία; Γιατί να αντιπαλεύει αδιάκοπα το προκλητικό ερώτημα της θεϊκής απουσίας ή και ανυπαρξίας με τη μυστική υποψία της θεϊκής παρουσίας;
Ο κόσμος αυτός δεν παραπέμπει σε εμφανή Θεό, που ψηλαφείται αισθητά ή ανιχνεύεται λογικά. Αυτόν τον θεό μάλλον τον διαγράφει. Η λογική θεώρησή του οδηγεί σε επώδυνες αμφιβολίες. Μια δυναμική ζωής, χωρίς όμως συνέχεια. Μια απέραντη ομορφιά, με επίλογο βέβαιου θανάτου. Ένα σφιχταγκάλιασμα της ανάγκης του για πάντα με την απέραντη απογοήτευση του τώρα. Δυστυχία μηδενιστικών συμπερασμάτων!
Ο κόσμος χωρίς Θεό όμως δεν αντέχεται. Κάθε σκέψη απουσίας Του προξενεί βαθειά απογοήτευση, αίσθηση κενού, έλλειψη σκοπού, ασάφεια προορισμού, ανυπαρξία λόγου και αιτίας ύπαρξης. Διευκολύνει την ασυδοσία του παρόντος, ταυτόχρονα όμως πνίγει την προοπτική του ατέρμονος μέλλοντος και την προσδοκία της ανώτερης ζωής. Αντίθετα, η διαπίστωση της παρουσίας του Θεού γεννά ελπίδα, δίνει φως, προσφέρει κατεύθυνση. Το Ευαγγέλιο παρουσιάζει τον Θεό ζώντα, ενεργούντα, παρεμβαίνοντα στην ιστορία. Το διαβάζουμε για να φωτιστούμε και να παρηγορηθούμε. Τόσα και τόσα περιστατικά φανερώνουν την παρουσία του Θεού! Τα θαύματα πιστοποιούν τη δύναμη και την αγάπη Του. Η ειλικρίνεια με την οποία είναι γραμμένο πείθει για την αυθεντικότητα των λεγομένων Του. Το διαβάζεις και αναφωνείς: «μεθ΄ημών ο Θεός. Γνώτε έθνη και ηττάσθε ότι μεθ΄ ημών ο Θεός». Ο Θεός είναι μαζί μας. Αυτή η πεποίθηση αποτελεί την πηγή της δύναμής μας. Το ανοίγουμε επειδή πιστεύουμε, με την ελπίδα και να φωτισθούμε.
Να όμως που κάποτε η ανάγνωση του Ευαγγελίου ξενίζει. Αντί να στηρίζει, σκανδαλίζει ˙ αντί να οικοδομεί, γκρεμίζει ˙ αντί να ξεκαθαρίζει, σε ζαλίζει. Σου φανερώνει αλήθειες που μόλις τις ακούσεις σε κάνουν να θαυμάζεις, όταν όμως σκεφτείς, σε υποχρεώνουν να εγκατασταθείς σε ασφυκτικά αδιέξοδα.
Μια πρώτη ματιά στο θαύμα της θεραπείας του παραλύτου της Βηθεσδά, όπως αυτή περιγράφεται στο ε΄ κεφάλαιο του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, εντυπωσιάζει για τη θεϊκή δύναμη του Χριστού. Πράγματι, με μόνο τον λόγο Του συντρίβει το αναμενόμενο αλλά σπάνιο θαύμα και ανακουφίζει με την έκπληξη μιάς απροσδόκητης θεραπείας με εντελώς πρωτοφανείς όρους. Μια όμως προσεκτικότερη ανάγνωση των συνθηκών της περιγραφής ανατρέπει το σκηνικό. Γεννά ερωτήματα που βασανίζουν τους μηχανισμούς της πίστης. Προκαλεί τον άνθρωπο του ορθού λόγου με αδυσώπητο τρόπο ˙ τον αναστατώνει.
Ένας άνθρωπος τριάντα οκτώ χρόνια κατάκοιτος ξεχωρίζεται από τον Κύριο και θεραπεύεται με εντυπωσιακό τρόπο. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης με χαρακτηριστική συντομία παρουσιάζει τη θαυματουργική θεραπεία. Και ενώ το αποτέλεσμα αναπαύει την πίστη, οι λεπτομέρειες την κλονίζουν.
Μια δεξαμενή με νερό και γύρω της, κατά την περιγραφή του Ευαγγελιστού, «πλήθος πολύ των ασθενούντων, τυφλών, χωλών, ξηρών, εκδεχομένων την του ύδατος κίνησιν». Γύρω από τη δεξαμενή ένα τραγικό πλήθος δύστυχων, δεινοπαθούντων ανθρώπων, ο καθένας του με πόνο και όλοι μαζί με μια παράξενη, ανταγωνιστική ελπίδα. Περιμένουν την ξαφνική έλευση ενός αγγέλου, προκειμένου να ταράξει το νερό της. Μόλις το πάρουν είδηση, προσπαθούν όλοι αυτοί, με το απομεινάρι των φυσικών δυνάμεών τους, με την τεράστια πίεση της εσώτερης επιθυμίας τους, να συρθούν προς τη δεξαμενή, διότι ο «πρώτος εμβάς μετά την ταραχήν του ύδατος, υγιής εγίνετο ω δήποτε κατείχετο νοσήματι», αυτός που θα καταφέρει να βουτήξει μέσα πρώτος, θεραπεύεται από οποιαδήποτε ασθένεια έχει ˙ μόνον ο πρώτος.
Ανάμεσα σε όλους και ένας παράλυτος για τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια. «Τούτον ιδών ο Ιησούς κατακείμενον», τον βλέπει διερχόμενος από την κολυμβήθρα της Βηθεσδά ο Κύριος, τον πλησιάζει και του λέει: « θέλεις υγιής γενέσθαι;» Τι απλή ερώτηση! Και εκείνος δεν απαντά ευθέως «φυσικά, θέλω», αλλά λέει «Κύριε, άνθρωπον ουκ έχω, ίνα όταν ταραχθή το ύδωρ, βάλη με εις την κολυμβήθραν», δεν έχω κάποιον άνθρωπο ώστε μόλις ταραχθεί το ύδωρ να μου δώσει μια σπρωξιά και να μπω εγώ στο νερό πρώτος. Ενώ δε εγώ πλησιάζω «άλλος προ εμού καταβαίνει», κάποιος άλλος με προλαβαίνει. Ο Κύριος δεν του λέει τίποτε άλλο παρά μόνον «έγειρε, άρον τον κράββατόν σου και περιπάτει». Και μ΄ αυτόν τον τρόπο, με έναν απλούστατο, εντελώς διαφορετικό απ΄ όλο αυτό το σκηνικό τρόπο, ο Κύριος του δίνει την υγεία του, τον σηκώνει από την κλίνη της οδύνης και της δοκιμασίας. Και όχι μόνον αυτό, του δίνει και τη δύναμη να σηκώσει και το κρεβάτι του και να πάει στην ευχή του Θεού. Χωρίς καμία κίνηση! Με έναν μόνο λόγο! Ύστερα από τριάντα οκτώ χρόνια! Ύστερα από μία ολόκληρη ζωή!
Συνήθως μένουμε στο δεύτερο μέρος, στον εντυπωσιασμό του θαύματος, και ομολογούμε τη δύναμη του Θεού, τη δυνατότητά Του να υπερβαίνει και τις θαυματουργικές δυνάμεις με αιφνιδιασμούς μειζόνων ενεργειών, που σοφά θεραπεύουν μαζί με το σώμα και την ψυχή. Αν όμως αφήσουμε τη σκέψη μας στην περιγραφή της εισαγωγής της περικοπής, τα εσωτερικά μας αισθήματα είναι πολύ διαφορετικά.
Η εικόνα είναι φοβερή. Το θέαμα αποκρουστικό. Τα ερωτήματα αδυσώπητα. Ο άγγελος απροειδοποίητα, «κατά καιρόν», ταράσσει το νερό και μόνον «ο πρώτος» βρίσκει ίαση. Εδώ τελειώνει το θαύμα, εδώ εξαντλείται και το έλεος του Θεού. Εδώ αρχίζει το δράμα της σκέψης και της λογικής. Πόνος τεράστιος, αδικία ανεξήγητη, ερωτήματα αναπάντητα. Το έλεος του Θεού ελάχιστο, μόνο για τον ένα, για τον πρώτο. Πώς να συμβαδίσει αυτό με τη λογική μας; Πώς να ερμηνεύσει την αγάπη του Θεού; τη δικαιοσύνη, την ταπείνωσή Του; Πώς να πείσει για την παρουσία Του; Μάλλον προκαλεί με την απουσία Του.
Πώς είναι δυνατόν να πιστεύσει κανείς ότι με αυτόν τον τρόπο ο Θεός επιλέγει να δείξει τη θεότητά Του και να θεραπεύσει; Γιατί θα έπρεπε –ας φανταστούμε το θέαμα- να κατεβεί ο άγγελος, να ταράξει το νερό σε άγνωστη στιγμή, ώστε δίχως καμία προετοιμασία, ξαφνικά αυτοί οι δύστυχοι άνθρωποι, τυφλοί, χωλοί, άρρωστοι και ανάπηροι, να σέρνονται, να ανταγωνίζονται μάλιστα ποιος θα μπει πρώτος για να θεραπευτεί; Μόνο για έναν υπήρχε το έλεος του Θεού; όχι για τον δεύτερο; Και με ποιο κριτήριο αυτό προσφέρεται; τη φυσική ετοιμότητα και επιδεξιότητα των αναπήρων και όχι την αρετή; την επιτυχία στην ανταγωνιστικότητα και όχι την ταπείνωση και τον πνευματικό αγώνα; Γιατί στον πρώτο και όχι στον καλύτερο; όλο αυτό δεν καταδεικνύει λίγη αγάπη και καθόλου δικαιοσύνη;
Εκτός τούτων, ποιός άγγελος του Θεού θα μπορούσε να προκαλέσει αυτήν την ταραχή, να αντικρίσει αυτό το φαινόμενο και στη συνέχεια να επιστρέψει αναπαυμένος ότι εξεπλήρωσε το θέλημα του Θεού; Τελικά, τί έχει μεγαλύτερη σημασία; Η χαρά της θεραπείας του ενός ή το δράμα της τραγωδίας των πολλών; Και πώς ο ένας που θεραπεύθηκε, αν μάλιστα επιβραβεύεται για την πίστη του ή την αρετή του, είναι δυνατόν να χαρεί τη θεραπεία του, όταν οι υπόλοιποι συνάνθρωποί του οι συμπάσχοντες ως τώρα μαζί του, όχι μόνο δεν λυτρώνονται, αλλά αντικρίζουν την παράξενη αυτήν εύνοια του Θεού να σκεπάζει τον έναν μόνο και μάλιστα όχι τον πιο καλό ή τον πιο ασθενή αλλά τον πιο «τυχερό»; Δεν προκαλεί αυτό; Είναι δυνατόν όλα αυτά να γίνονται κάτω από το βλέμμα του Θεού και σύμφωνα με το θέλημά Του;
Είναι πολύ ανθρώπινη η ζήλεια, όταν θεραπεύεται ο γείτονάς σου και πνίγεσαι από την αίσθηση ότι έχασες εσύ την ευκαιρία. Δεν ξέρω αν αυτή η ζήλεια είναι αμαρτία που κολάζει, σίγουρα όμως είναι μαρτύριο που αφόρητα βασανίζει. Γιατί το επιτρέπει τόσο προκλητικά ο Θεός;
Ο παράλυτος ομολογεί ότι «άνθρωπον ούκ έχω». Τριάντα οκτώ χρόνια παράλυτος ζει με μια ελπίδα˙ να μπει πρώτος στη δεξαμενή μετά την ταραχή του ύδατος, για να θεραπευθεί. Πώς όμως συμβαδίζει η αγάπη του Θεού με την τόσο μακρά διάρκεια της αναπηρίας του παραλύτου; Γιατί να ζήσει ως ανάπηρος τα νειάτα του και να είναι υγιής στα γηρατειά του; Γιατί έπρεπε τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια να περιμένει αυτός ο άνθρωπος τη θεραπεία του, μάλιστα ύστερα από συνεχείς απογοητεύσεις αναρίθμητων αποτυχιών; Γιατί έπρεπε η μόνη παρηγοριά αυτού του δύστυχου ανθρώπου να είναι η συνύπαρξή του με άλλους ομοιοπαθείς; Η αίσθηση ότι τελικά δεν είναι ο μόνος που υποφέρει ή ο μόνος που αποτυγχάνει κάθε φορά να θεραπευτεί; Γιατί ο Θεός επιτρέπει τόσο πόνο και μάλιστα τόσο άδικα και άνισα κατανεμημένο; Και ενώ τελικά φαίνεται ότι κάνει ένα θαύμα – που αναντίρρητα είναι θαύμα-, στην ουσία η όλη ατμόσφαιρα δημιουργεί μια αίσθηση απουσίας, όχι τόσο ανθρώπου – αυτή μπορεί να κατανοηθεί – όσο απουσίας του Θεού; Αυτή με κανέναν τρόπο δεν δικαιολογείται. Φαίνεται η δύναμή Του, αλλά δεν διακρίνεται η αγάπη Του. Πώς αυτός ο Θεός συνυπάρχει με τον Θεό του υπόλοιπου Ευαγγελίου;
Μήπως, όμως, κάτι υπάρχει που όχι μόνο ξεφεύγει από τον φακό της λογικής αλλά ενδεχομένως, όταν αυτή απομονώνεται, να την αποπροσανατολίζει και να την παραπλανά;
Αν ανοίξουμε το Ψαλτήρι, αν φυλλομετρήσουμε και μερικά πατερικά βιβλία, θα δούμε πόσο αυτή η αίσθηση της φαινομενικής απουσίας του Θεού πολλές φορές εκφράζεται από τα χείλη και του Δαυϊδ και των αγίων. Λέει κάπου ο Δαυϊδ˙ «ίνα τι, Κύριε, απέστης μακρόθεν» – γιατί κάθεσαι από μακρυά; «υπεροράς εν ευκαιρίαις εν θλίψεσι;» – γιατί με περιφρονείς εκεί που πρέπει να έλθεις δίπλα μου, στις θλίψεις και στις ανάγκες μου; (Ψαλμ. θ’ 22). Νοιώθω ξεχασμένος, νοιώθω εγκαταλελειμμένος. Μιλάω και δεν έρχεσαι, σε φωνάζω και δεν με ακούς, σε προσδοκώ και μένεις μακρυά. Απών ο Θεός από τη ζωή μου, τη στιγμή που Τον ζητώ, τη στιγμή που Τον έχω ανάγκη. «Χριστός καθεύδει», όπως λέει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (Επιστολή Π’ Ευδοξίω Ρήτορι). Δεν είναι απών ο Θεός από τον κόσμο της ταραχής, των διενέξεων, των πολέμων, των αδικιών, των ασθενειών, των αμαρτιών, των παθών; Δεν είναι απών ο Θεός ακόμη και από το πάθος του Κυρίου, από τη σταύρωση και από την Ταφή Του; Ο Ίδιος ο Χριστός δεν είπε: «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τί με εγκατέλιπες; (Ματθ. κζ’ 46). Πώς όμως γίνεται ο πανταχού και πάντοτε Παρών να είναι απών;
Άραγε ο Θεός είναι πράγματι απών; Τόσο απών; Ή μήπως κάτι άλλο συμβαίνει; Μήπως πίσω από το λογικό σκάνδαλο κρύβεται μία λεπτή πνευματική λογική, που συνδυάζει την αγάπη Του με την πτώση μας, τη δύναμή Του με την ασθένειά μας, τη θεότητά Του με τη λογική αδυναμία μας, τη σοφία Του με την ανικανότητά μας να κατανοήσουμε το μυστήριό Του; Τί σημαίνει ότι το κήρυγμα του σταυρωμένου Θεού είναι «Ιουδαίοις μεν σκάνδαλον Έλλησι δε μωρία, αυτοίς δε τοις κλητοίς, Ιουδαίοις τε και Έλλησι, Θεού δύναμις και Θεού σοφία» (Α’ Κορ. α’ 23, 24); Μήπως η ταπεινή αποδοχή του πεπτωκότος κόσμου κρύβει όχι μόνο σοφία αλλά και θεϊκή δύναμη;
Σίγουρα ο Θεός δεν μπορεί να συνυπάρχει με τον θάνατο που καθημερινά διαπιστώνουμε, την κατάρρευση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που βλέπουμε, το ξέσχισμα της λογικής που περιγράψαμε. Ούτε η αγάπη Του το αντέχει ούτε η καθαρότητά Του το δικαιολογεί. Ο Θεός είναι ζωή και μόνο. Και όταν δηλώνει την εξουσία του ο θάνατος, ο Θεός είναι Ανάσταση. Όλα όσα αναφέραμε προηγουμένως είναι σωστά ως ερωτήματα που περιγράφουν τον κόσμο όπου κυριαρχεί ο θάνατος και η πτώση. Το μεγάλο ερώτημα είναι: πώς ο Θεός που εποίησε τα πάντα «καλά λίαν» αποδέχτηκε την κυριαρχία της πτώσεως και του «κοσμοκράτορος του αιώνος τούτου» στον δικό Του κόσμο; Σε τελική ανάλυση, πώς εξηγείται ο θάνατος του Κυρίου και η ολόσωμη ταφή Του;
Φως σε όλα αυτά δίνει το γεγονός της Αναστάσεως του Χριστού και μόνο.
Αν προσέξουμε στις ευαγγελικές περικοπές που περιγράφουν την παρουσία του Θεού, θα διαπιστώσουμε ότι οι ευαγγελιστές αντί να χρησιμοποιούν τη λέξη ήλθεν ο Κύριος – σαν να ήταν κάπου και ήλθε -, Προτιμούν την έκφραση εμφανίζει ή φανερώνει ο Χριστός τον εαυτό Του. Αυτό σημαίνει ότι το ερώτημα δεν είναι ο Χριστός, ο Θεός, είναι παρών, αλλά πότε Αυτός μας εμφανίζεται και πότε και πώς εμείς Τον βλέπουμε και ο καθένας μας Τον αισθάνεται. Αν ήμασταν εμείς στην κολυμβήθρα και βλέπαμε τον άλλον να θεραπεύεται, θα λέγαμε ότι αυτό αποτελεί φανέρωση του Θεού; Ή θα το ομολογούσαμε μόνον αν θεραπευόμασταν εμείς οι ίδιοι; Αν δούμε το θαύμα στον διπλανό μας, αυτό δεν είναι φανέρωση του Θεού; Μόνον αν συμβεί στον εαυτό μας είναι; Μόνον αν εμφανιστεί στον χρόνο με τον τρόπο και τις προϋποθέσεις τις δικές μας είναι πειστική η παρουσία Του; Γιατί η ικανοποίηση της δικής μας επιθυμίας και όχι το γεγονός να είναι καθοριστικό της θεϊκής φανερώσεως; Τί αξίζει περισσότερο; Το έλασσον που είναι η θεραπεία μας ή το μείζον που είναι η φανέρωση του Θεού και στους διπλανούς μας; Μήπως ο εγωισμός μας με κάποιον τρόπο αποτελεί την κύρια αιτία της παραμορφώσεως της ουσίας και της βαθύτερης αλήθειας των γεγονότων;
Ο Θεός δεν είναι απών που έρχεται αλλά είναι παρών που κρύβεται. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το ρήμα που συνήθως οι ευαγγελιστές και οι πατέρες μας αγαπούν να χρησιμοποιούν είναι ότι εμφανίζεται, βγαίνει από το κρύψιμό Του και μας φανερώνεται. Και μας φανερώνεται στους ανθρώπους που μπορούν να βλέπουν. Πρέπει να υπάρξει μία συνεργασία της στιγμής του Θεού για την ψυχή μας και της καθαρότητος των οφθαλμών μας, για να αναγνωρίζουμε τον εμφανιζόμενο Θεό.
Το ευαγγελικό ανάγνωσμα δεν μιλάει για έναν μόνο παράλυτο, αλλά φανερά μεν μιλάει για τη στιγμή του ενός παραλύτου, διακριτικά δε υπαινίσσεται τη στιγμή όλων των παραλύτων αυτού του κόσμου, και φυσικά και τη δική μας. Υπάρχει ένα κυνηγητό του ανθρώπου με τον Θεό. Ο αληθινός Θεός δεν είναι αυτός που ξοδεύεται, αυτός ο οποίος εξευτελίζεται με πρόχειρες φανερώσεις κατά το θέλημα του ανθρώπου, αλλά είναι αυτός που κρύβεται στις ταπεινές γωνιές και στις μυστικές στροφές της πορείας αυτής της ζωής. Ο Θεός πράγματι υπάρχει. Σε εμάς απομένουν δυό πράγματα: το ένα είναι να κάνουμε την υπομονή του χρόνου και το δεύτερο είναι να κάνουμε τον αγώνα της καθαρότητος των οφθαλμών μας. Τότε σαν τον παράλυτο θα έρθει η ώρα μας. Μπορεί να είναι ύστερα από τριάντα οκτώ χρόνια, μπορεί να είναι αύριο, μπορεί να είναι πέντε λεπτά πριν σφραγίσουμε τα μάτια μας σε αυτόν τον κόσμο, αλλά υπάρχει πάντοτε η στιγμή του Θεού για όλους. Και τότε η μακρόχρονη αναπηρία, που συνοδεύεται από θαυματουργική θεραπεία, αποτελεί μεγαλύτερη ευλογία από την υγεία που στερείται εμπειρίας θεϊκής παρουσίας.
Η φανέρωση του Θεού – πάντα το ζούσε αυτό η Εκκλησία, δεν το έλεγε σαν μία διπλωματική υπεκφυγή -, η φανέρωση του Θεού στη ζωή μας είναι μυστική και πνευματική. Ο κόσμος που ζούμε είναι κόσμος πτώσεως, σύμφυτος με το θάνατο. Κι αν δεν πεθάνουμε σήμερα, θα πεθάνουμε αύριο. Κι αν σήμερα μας αναστήσει ο Χριστός, όπως τον Λάζαρο, ύστερα από λίγο καιρό θα φύγουμε απ΄ αυτόν τον κόσμο. Κι αν δεν φύγουμε με αρρώστια ή αυτοκινητιστικό δυστύχημα, θα φύγουμε με άλλον τρόπο. Κάπως θα φύγουμε. Η παρουσία του Θεού είναι παρουσία για να δώσει στον καθένα μας την αίσθηση της σωτηρίας˙ όχι της υγείας, της δυνάμεως ή της ατέλειωτης ζωής σ’ αυτόν τον κόσμο, αλλά τον πόθο της αθανασίας, την προσδοκία της αιωνιότητος. Να δώσει τη γλύκα ότι κι αν πονάμε, κι αν δοκιμαζόμαστε, κι αν αδικούμαστε, κι αν στερούμαστε ίσως την αμεσότητα της θεϊκής παρουσίας, όπως την αξιώνει η λογική και την απαιτούν οι φυσικές ανάγκες, μπορεί να ζούμε με ζεστασιά, την αίσθηση και την εμπειρία της πνευματικής Του παρουσίας στη ζωή μας. Τί ζυγίζουν οι δυσκολίες και οι δοκιμασίες, όταν ζούμε τον Χριστό μέσα μας, όταν έχουμε τον Θεό κοντά μας, όταν νοιώθουμε ότι βρισκόμαστε στη δική Του αγκαλιά! Όταν ο Κύριος ζούσε την εμπειρία της απόλυτης εγκατάλειψης στον σταυρό, εκεί ήταν η κατ’ εξοχήν στιγμή της θεϊκής παρουσίας – ήταν αδύνατο να απουσιάζει ο Θεός τη στιγμή που επιτελείτο το έργο της θείας οικονομίας! Έτσι και μ’ εμάς˙ η παρουσία του Θεού είναι απόλυτη και τέλεια στις δοκιμασίες και τους πειρασμούς μας, όταν η αίσθηση της εγκατάλειψής Του είναι εντονότερη. Είναι αδύνατο να απουσιάζει ο Θεός από τη σωτηρία μας!
Τελικά, κόσμος δεν είναι αυτός που φαίνεται αλλά ένας άλλος που υπάρχει και που πρέπει εμείς να τον διακρίνουμε, και τότε θα δοξάσουμε τον Θεό για τις πλούσιες ευλογίες που μας δίνει, για τη δυνατότητα όχι τόσο να αποκτήσουμε την υγεία μας – αυτήν κάποτε θα τη χάσουμε – ούτε πάλι να γλυτώσουμε από μία απειλή της ζωής μας – και για αυτήν θα έρθει το τέλος -, αλλά κυρίως να απολαύσουμε τη σωτηρία μας, τη δυνατότητα δηλαδή να γίνουμε κι εμείς μέτοχοι και μέλη της βασιλείας του Θεού αιωνίως και να αντικρίζουμε «πρόσωπον προς πρόσωπον» τον Θεό και Σωτήρα μας.
Η περιγραφή του θαύματος του παραλύτου της Βηθεσδά έχει και μερικές άλλου είδους λεπτομέρειες.
Το μεγαλείο του θαύματος εδώ έγκειται στο ότι το έργο Του ο Θεός δεν το κάνει με έναν άγγελο, αλλά το κάνει ο Ίδιος δια του Θεανθρώπου Ιησού. Αυτός θεραπεύει τον παραλυτικό. Αυτός τον πλησιάζει και στο θαύμα Του δεν χρειάζεται η τεταμένη προσοχή να παρατηρήσει κανείς τα σημάδια της αγγελικής καθόδου και της ταραχής του ύδατος, προκειμένου να μπορέσει να προλάβει. Στην περίπτωσή μας, η προσοχή είναι του Χριστού: «τούτον ιδών ο Ιησούς», τον είδε ο Κύριος πριν καλά –καλά εκείνος Τον καταλάβει. Μάλιστα, όταν ο παράλυτος πήγε μετά τη θεραπεία του στον Ναό κι εκεί τον προκαλούσαν οι σκληρόκαρδοι Ιουδαίοι, εκείνος ομολογούσε ότι «ούκ ήδει τις εστίν» (στ. 13), δεν ήξερε ποιός ήταν αυτός ο οποίος τον έκανε καλά. Τότε, λέει ο Ευαγγελιστής, παρουσιάστηκε ο Κύριος, τον πλησίασε και του φανερώθηκε. Και ο άνθρωπος αυτός επανήλθε στους Ιουδαίους και ομολόγησε ότι «Ιησούς εστίν ο ποιήσας αυτόν υγιή» (στ. 15)
Υπάρχει και ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο. Ο παράλυτος δεν χρειάστηκε άνθρωπο να τον σπρώξει, δεν χρειάστηκε να συρθεί, αλλά ο Κύριος τον θεραπεύει με έναν λόγο, μια απλή ερώτηση, που έχει προφανή απάντηση. Τον ρωτά αν θέλει να γίνει καλά. Και αυτός – τί παράξενο! – δεν Του λέει «θέλω», αλλά κάνοντας μια σειρά λαθών αποκρίνεται: «Κύριε, άνθρωπον ούκ έχω». Πήγαινε δηλαδή για να θεραπευτεί, έχοντας απογοητευτεί από τον άγγελο, προφανώς μη έχοντας καμία ελπίδα θεραπείας από τον Θεό. Η μόνη του ελπίδα ήταν να βρει έναν άνθρωπο για να τον σπρώξει, «ίνα όταν ταραχθή το ύδωρ, βάλη με εις την κολυμβήθραν» (στ. 7)
Το πρώτο του λάθος ήταν ότι δεν απάντησε όπως ένοιωθε, «ναι, Κύριε, θέλω», αλλά έδωσε εξηγήσεις. Το δεύτερο λάθος ήταν ότι πήγαινε στον τόπο της θεραπείας και προσδοκούσε θαύμα χωρίς να προσδοκά τον Θεό. Την θεραπεία δεν την ήθελε προφανώς από τον Θεό, ίσως δεν την πίστευε. Το τρίτο ήταν ότι έδειξε και μια φιλαυτία, «ενώ δε έρχομαι εγώ, άλλος προ εμού καταβαίνει» (στ. 7), ενώ εγώ πλησιάζω δυστυχώς με προλαβαίνει κάποιος άλλος και εκείνος θεραπεύεται. Ίσως είναι μια δικαιολογημένη φιλαυτία, μια φυσική φιλαυτία, είναι πάντως φιλαυτία και όχι ανωτερότητα. Θέλω εγώ να γίνω καλά, ο εαυτός μου με ενδιαφέρει. Και δυστυχώς με προλαβαίνουν οι άλλοι και γίνονται αυτοί καλά και όχι εγώ. Έτσι μεταφράζεται αυτό που είπε.
Θα περίμενε κανείς να τον επιπλήξει κάπως ο Χριστός για όλα αυτά, αλλά δεν το κάνει. Και δεν κάνει ούτε ένα σχόλιο, ούτε προσπαθεί να τον αφυπνίσει. Απλά, τον προτρέπει να σηκωθεί, να πάρει το κρεβάτι του και να περπατήσει. Και τον αφήνει και φεύγει.
Ο Κύριος θεραπεύει χωρίς να αφήσει ίχνη της ταυτότητός Του, χωρίς να ταράξει με το πομπώδες όνομά Του. Γι’ αυτό και παρέμεινε άγνωστος στον ευεργετημένο παράλυτο. Δεν τον τάραξε με τον λόγο και τη νουθεσία Του. Δεν τον αναστάτωσε με την προτροπή της αλλαγής της ζωή του. Αλλά και κάτι ακόμη˙ δεν του κάνει μισή τη θεραπεία, ώστε το υπόλοιπο μισό να διαμαρτύρεται και να του δημιουργεί ανειρήνευτη κατάσταση. Δεν του θεραπεύει μόνο το σώμα, αλλά μετά από λίγο τον βρίσκει στον Ναό και του κάνει και τη θεραπεία της ψυχής. «Μηκέτι αμάρτανε», από εδώ και πέρα μην αμαρτάνεις, «ίνα μη χείρόν σοι τι γένηται» ( στ. 14), για να μη σου συμβεί τίποτε χειρότερο, εξυπονοών ότι η πηγή της παραλυσίας και του δράματός του ήταν η κατάσταση της αμαρτίας του. Ο Κύριος δεν βιάζεται να τα κάνει όλα μαζί και στον ίδιο τόπο, αλλά του θεραπεύει πρώτα το σώμα, μετά του θεραπεύει την ψυχή˙ στην αρχή στον τόπο του δράματός του, και έπειτα στον τόπο της λατρείας, στον Ναό.
Το Ευαγγέλιο αυτό δεν αποτελεί μια υπόμνηση ενός θαύματος μόνο, αλλά αποτελεί μια αφορμή αφύπνισης για όλους μας. Όλοι βρισκόμαστε παράλυτοι με πνευματική τύφλωση, με αναπηρία, με χωλότητα, με ξηρότητα, με αδυναμία στα πόδια, με ανεπάρκεια στα χέρια, ξεγελασμένοι από τον ορθολογισμό μας, γύρω από μια κολυμβήθρα, την κολυμβήθρα των δακρύων και των χαμένων ελπίδων αυτής της ζωής. Η Εκκλησία προσπαθεί να επαναπροσανατολίσει την καρδιά μας από τη νοοτροπία των σταγόνων του θεϊκού ελέους της Παλαιάς Διαθήκης προς τον ωκεανό της αγάπης του Θεανθρώπου.
Από το βιβλίο:
«Εκεί που δεν φαίνεται ο Θεός».
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
Εκδόσεις: Σταμούλης. Αθήνα 2009.
Η/Υ επιμέλεια, Σοφίας Μερκούρη.
Κυριακή του Παραλύτου, Η αμαρτία είναι η μεγάλη τραγωδία της ζωής μας.
Η ευαγγελική περικοπή αναφέρεται στο θαύμα του Ιησού Χριστού, τότε
που θεράπευσε τον παραλυτικό στα Ιεροσόλυμα. Είναι το τρίτο από τα
θαύματα, για τα οποία ομιλούν τα ιερά Ευαγγέλια. Το πρώτο έγινε στην
Κανά, τότε που ο Ιησούς Χριστός βρέθηκε στο γάμο κι έκαμε το νερό κρασί.
Το δεύτερο έγινε στην Καπερναούμ, τότε που θεράπευσε το γιό του βασιλικού. Το τρίτο γίνεται τώρα στα Ιεροσόλυμα, κι είναι η θεραπεία του παραλυτικού, που τριάντα οχτώ χρόνια βασανιζότανε μέσα στην αρρώστια του.
Η σωματική αρρώστια είναι κι αυτή στον άνθρωπο κληρονομιά της αμαρτίας· της πρώτης αμαρτίας των πρωτοπλάστων στον παράδεισο, τότε που τους ξεγέλασε ο διάβολος και τους έβαλε να παραβούν την εντολή του Θεού.
Τότε μπήκε η αμαρτία στον κόσμο και με την αμαρτία η αρρώστια κι ο θάνατος· τότε ανατράπηκε η αρμονία της δημιουργίας του Θεού. Μα γι’ αυτό ήλθε ο Χριστός, για να καταργήσει το θάνατο και να σηκώσει από τους ανθρώπους το βάρος της κακής κληρονομιάς.
Σημεία της παρουσίας του Μεσσία και της θεϊκής του δύναμης και αποστολής ήσαν τα θαύματα που έκαμε και μάλιστα οι θεραπείες των αρρώστων. Ας ακούσουμε όμως τώρα στη γλώσσα μας την ευαγγελική περικοπή κι ας δούμε πως ο ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει για τη θεραπεία του παραλυτικού στα Ιεροσόλυμα.
Πρώτ’ αρχή δεν θα πρέπει να παρατρέξουμε ό,τι λέγει το ιερό κείμενο για το νερό της δεξαμενής Βηθεσδά. Βηθεσδά στα ελληνικά θα πει «οίκος ελέους», δηλαδή σπίτι της αγάπης.
Εκείνο τον καιρό ανέβηκε ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα. Εκεί στα Ιεροσόλυμα κοντά στην πύλη που λέγεται προβατική, είναι μια δεξαμενή, που στα εβραϊκά λέγεται Βηθεσδά κι έχει γύρω πέντε καμαροσκέπαστα υπόστεγα.
Κάτω απ’ αυτά τα υπόστεγα ήσαν ξαπλωμένοι ένα πλήθος άρρωστοι, τυφλοί, κουτσοί, πιασμένοι και περίμεναν την κίνηση του νερού. Γιατί άγγελος από καιρό σε καιρό κατέβαινε στη δεξαμενή και τάραζε το νερό όποιος λοιπόν, ύστερα από την κίνηση του νερού, έπεφτε πρώτος στη δεξαμενή, αυτός γινότανε καλά απ’ οποιαδήποτε κι αν είχε αρρώστια.
Ήταν λοιπόν εκεί ένας άνθρωπος, που τριάντα οχτώ χρόνια βασανιζότανε μέσα στην αρρώστια του. Αυτόν, όταν τον είδε ο Ιησούς ξαπλωμένο, κατάλαβε πως πολύ καιρό είχε εκεί, και του λέει· «Θέλεις να γίνεις καλά;».
Του αποκρίθηκε ο άρρωστος· «Κύριε, δεν έχω άνθρωπο, για να με βάλει στη δεξαμενή, όταν ταραχτεί το νερό· επάνω στην ώρα, που πάω να μπω εγώ, άλλος πριν από μένα πέφτει στο νερό».
Του λέει ο Ιησούς· «Στάσου στα πόδια σου· σήκωσε το κρεββάτι σου και πήγαινε». Κι αμέσως έγινε καλά ο άνθρωπος και σήκωσε το κρεββάτι του και περπατούσε. Κι ήτανε Σάββατο εκείνη την ημέρα.
Έλεγαν λοιπόν οι Ιουδαίοι στο θεραπευμένο· «Είναι Σάββατο δεν σου επιτρέπεται να σηκώσεις το κρεββάτι». Τους αποκρίθηκε· «Εκείνος που μ’ έκαμε καλά, εκείνος μου είπε· Σήκωσε το κρεββάτι σου και πήγαινε». Τον ξαναρώτησαν «Ποιός είναι ο άνθρωπος, που σου είπε· Σήκωσε το κρεββάτι σου και πήγαινε;».
Μα ο θεραπευμένος δεν ήξερε ποιός είναι, γιατί ο Ιησούς είχε χαθεί μέσα στο πλήθος που ήταν εκεί. Ύστερα· απ’ αυτά, τον βρίσκει ο Ιησούς στο ναό και του λέει· «Κοίταξε, έγινες καλά· μην αμαρταίνεις πια, για να μη σε βρει κάτι χειρότερο». Έφυγε ο άνθρωπος και διαλάλησε στους Ιουδαίους ότι ο Ιησούς είναι, που τον έκαμε καλά.
Πρώτ’ αρχή δεν θα πρέπει να παρατρέξουμε ό, τι λέει το ιερό κείμενο για το νερό της δεξαμενής Βηθεσδά.
Βηθεσδά στα ελληνικά θα πει «οίκος ελέους», δηλ σπίτι της αγάπης· επειδή μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο ο Θεός έδειχνε εκεί την αγάπη του στους ανθρώπους, αλλά και οι άνθρωποι, όσο μπορούσαν κι όσο ήξεραν σ’ εκείνα τα χρόνια, δείχνονταν ευεργετικοί προς τους αρρώστους.
Δεν ήσαν κάποιες ιαματικές ιδιότητες του νερού που θεράπευαν τους αρρώστους· αν ήταν έτσι, τότε σ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου το νερό θα ήταν ιαματικό.
Μα το ιερό κείμενο λέει πως το νερό εκείνο είχε τη δύναμη να θεραπεύει τους αρρώστους «κατά καιρόν», κάθε φορά δηλαδή που ο άγγελος του Θεού κατέβαινε και το ανατάραζε. Κι έπειτα δεν γίνονταν όλοι καλά, μα μόνο όποιος πρόφταινε να πέσει πρώτος στο νερό. Ήταν λοιπόν ιερός τόπος εκεί, ήταν άγιασμα και προσκύνημα.
Ο Θεός, που είναι παντού, δείχνει την παρουσία του πιο φανερά σε κάποιους τόπους και περιστατικά και πρόσωπα, για να τον βλέπουν εκεί αισθητότερα οι άνθρωποι, να παίρνουν τις ευεργεσίες του και να πιστεύουν. Τόπος θεοφανείας ήταν η Βηθεσδά.
Αλλά εκεί που πρέπει περισσότερο να προσέξουμε είναι τα τελευταία λόγια του Ιησού Χριστού όταν βρήκε τον άνθρωπο στο ναό, του είπε· «Κοίταξε, έγινες καλά, μην αμαρτάνεις πια, για να μη σε βρει κάτι χειρότερο». Εδώ φαίνεται καθαρά πως ο άνθρωπος με μια βαριά αρρώστια, που την σήκωσε τριάντα οχτώ χρόνια, πλήρωσε κάποια αμαρτία του.
Αλλά εδώ τώρα πρέπει να ετοιμασθούμε για απολογία, γιατί έναν τέτοιο λόγο πολλοί τον ακούν και πειράζονται. Γιατί έτσι συμβαίνει πάντα· όταν αμαρτάνουμε, μας φαίνεται καλά, μα όταν μας θυμίζουν την αμαρτία, πειραζόμαστε. Έπειτα είναι άνθρωποι που δεν θέλουνε να ακούσουν καν για αμαρτία. Τί θα πει αμαρτία; Όλα στη ζωή είναι πράγματα φυσικά.
Όμως η τραγωδία του ανθρώπου είναι πάντα η αμαρτία του, ο μολυσμός της σαρκός και του πνεύματός του και η ταραχή που γεννιέται μέσα του από την παράβαση των εντολών του Θεού. Η αμαρτία είναι που χωρίζει τον άνθρωπο από το Θεό, αυτή που τον φέρνει στο σημείο να αρνείται το Θεό.
Η αθεΐα δεν έχει αλλού τη ρίζα της παρά στην αμαρτία, η οποία οδηγεί τον άνθρωπο στην απιστία και στην άρνηση του Θεού.
Δεν είναι το δόγμα κι η αλήθεια για το Θεό, που δεν μπορεί να χωρέσει ο νους του ανθρώπου, αλλά είναι οι εντολές, που βάζουν φραγμό στην αμαρτία του· αυτές δεν θέλει να δεχθεί η καρδιά, γι’ αυτό κι αρνείται ο άνθρωπος το Θεό. Για να μη χωρισθεί από την αμαρτία του, φτάνει να πιστέψει πως δεν υπάρχει ο Θεός. Πραγματικά η αμαρτία είναι η μεγάλη τραγωδία της ζωής μας.
Το θέλομε δεν το θέλομε, υπάρχει στενή σχέση μεταξύ της ηθικής και της σωματικής υγείας του ανθρώπου. Καλά που η σωματική αρρώστια κι ο θάνατος είναι το αποτέλεσμα της πρώτης αμαρτίας των πρωτοπλάστων, μα και η προσωπική αμαρτία έχει πάντα τις δικές της συνέπειες στην υγεία του σώματος.
Κάθε σωματική αρρώστια δεν οφείλεται πάντα σε ηθικές παρεκτροπές, μα κάθε ηθική παρεκτροπή έχει πάντα τις συνέπειές της επάνω στον άνθρωπο.
Κάθε αμαρτία, που είναι παράβαση θείας εντολής, είναι μια ελεύθερη εκλογή και πράξη του ανθρώπου, μα κάθε τέτοια εκλογή και προτίμηση έχει τις συνέπειές της στον ίδιο τον άνθρωπο.
Η ελευθερία είναι ευθύνη και η ηδονή της οποιασδήποτε αμαρτίας είναι ύστερα οδύνη, που την σηκώνει και την πληρώνει όποιος προτιμά το δικό του θέλημα παρά το θέλημα του Θεού.
Αυτός είναι ο κίνδυνος της ηθικής ελευθερίας μας· όταν πιστέψουμε πως μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε, πρέπει να είμαστε έτοιμοι για να σηκώσουμε τις συνέπειες των πράξεων μας.
Μα γιατί τα λέμε όλα αυτά, όταν το ξέρουμε πως και κουράζουν και εξοργίζουν τους ανθρώπους του καιρού μας; Γιατί όποιοι κι αν είναι οι καιροί κι όπως κι αν θέλουν να σκέπτονται οι άνθρωποι, η Εκκλησία πρέπει να κηρύξει Ευαγγέλιο.
Και το Ευαγγέλιο σ’ αυτό το σημείο δεν κάνει συμβιβασμούς και δεν κηρύττει την αλήθεια στα μέτρα και τις αντιλήψεις της κάθε εποχής.
Άλλη όψη αυτή της τραγωδίας του σύγχρονου κόσμου· κι όταν δεν αρνιούνται οι άνθρωποι το Θεό, δεν χωρίζονται από την αμαρτία τους και θαρρούν πως βρίσκουν τρόπο να συμβιβάζουν τα ασυμβίβαστα, το φως και το σκότος. Φως είναι ο Θεός και σκότος είναι η αμαρτία, μέσα στο οποίο παλεύει ο κόσμος.
Η αμαρτία, καθώς γράφει ο αδελφόθεος Ιάκωβος, φλογίζει «τον τροχό της γενέσεως»· αυτή δηλαδή, σαν μια κακή κληρονομιά, περνάει από πατέρα σε παιδί και κάνει το φλογισμένο κύκλο της μέσα στις γενεές των ανθρώπων.
Όσοι δεν το καταλαβαίνουν είναι τραγικοί άνθρωποι, που πεθαίνουν αλύτρωτοι «εν ταις αμαρτίαις αυτών». Όσοι το καταλαβαίνουν λένε μαζί με τον Απόστολο· «Ευχαριστώ τω Θεώ διά Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών».
Κι αν υπάρχει η αμαρτία, που μας γονατίζει και μας λιώνει, μα είναι ο Χριστός, που μας λυτρώνει και μας σώζει. Χαρά σ’ εκείνους που η αμαρτία δεν τους διώχνει, αλλά τους φέρνει στο Θεό και ζητούν έλεος, για να βρουν σωτηρία.
Τα τελευταία λόγια του Ιησού Χριστού στον άνθρωπο, που τον θεράπευσε από την πολυχρόνια αρρώστια του, μας έδωσαν αφορμή να μιλήσουμε για την αμαρτία και για τις συνέπειές της. Το ξέρουμε πολύ καλά πως όσα μπορέσαμε να κηρύξουμε δεν ακούονται από τους ανθρώπους ευχάριστα.
Μα το κήρυγμα της Εκκλησίας δεν έχει δικαίωμα να είναι πάντα ευχάριστο στους ανθρώπους. Και ποτέ δεν είναι ευχάριστος ο λόγος, όταν έρχεται σε αντίθεση με το θέλημα της αμαρτίας.
Η ίδια η λέξη αμαρτία μάς ενοχλεί, ενώ είναι αλήθεια πως η αμαρτία, σαν λογισμός και σαν πράξη και σαν μολυσμός «σαρκός και πνεύματος», μας ταλαιπωρεί και κάνει τραγική τη ζωή μας. Το να αρνιούμαστε το Θεό για χάρη της αμαρτίας μας ή να κόβουμε την αλήθεια του Θεού στα μέτρα μας για να βρούμε τάχα ανάπαυση, αυτές δεν είναι λύσεις που λυτρώνουν και μας βγάζουν από το τραγικό αδιέξοδο της αμαρτίας.
Η λύση είναι μία· να παλεύουμε, για να νικήσουμε τον εαυτό μας και την αμαρτία μας με το έλεος και τη χάρη του Θεού «διά Ιησού Χριστού». Αμήν.
(+Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης Διονυσίου, «Επί Πτερύγων ανέμων», εκδ. Νεκτ. Παναγόπουλος, σ. 107-11)
Το δεύτερο έγινε στην Καπερναούμ, τότε που θεράπευσε το γιό του βασιλικού. Το τρίτο γίνεται τώρα στα Ιεροσόλυμα, κι είναι η θεραπεία του παραλυτικού, που τριάντα οχτώ χρόνια βασανιζότανε μέσα στην αρρώστια του.
Η σωματική αρρώστια είναι κι αυτή στον άνθρωπο κληρονομιά της αμαρτίας· της πρώτης αμαρτίας των πρωτοπλάστων στον παράδεισο, τότε που τους ξεγέλασε ο διάβολος και τους έβαλε να παραβούν την εντολή του Θεού.
Τότε μπήκε η αμαρτία στον κόσμο και με την αμαρτία η αρρώστια κι ο θάνατος· τότε ανατράπηκε η αρμονία της δημιουργίας του Θεού. Μα γι’ αυτό ήλθε ο Χριστός, για να καταργήσει το θάνατο και να σηκώσει από τους ανθρώπους το βάρος της κακής κληρονομιάς.
Σημεία της παρουσίας του Μεσσία και της θεϊκής του δύναμης και αποστολής ήσαν τα θαύματα που έκαμε και μάλιστα οι θεραπείες των αρρώστων. Ας ακούσουμε όμως τώρα στη γλώσσα μας την ευαγγελική περικοπή κι ας δούμε πως ο ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει για τη θεραπεία του παραλυτικού στα Ιεροσόλυμα.
Πρώτ’ αρχή δεν θα πρέπει να παρατρέξουμε ό,τι λέγει το ιερό κείμενο για το νερό της δεξαμενής Βηθεσδά. Βηθεσδά στα ελληνικά θα πει «οίκος ελέους», δηλαδή σπίτι της αγάπης.
Εκείνο τον καιρό ανέβηκε ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα. Εκεί στα Ιεροσόλυμα κοντά στην πύλη που λέγεται προβατική, είναι μια δεξαμενή, που στα εβραϊκά λέγεται Βηθεσδά κι έχει γύρω πέντε καμαροσκέπαστα υπόστεγα.
Κάτω απ’ αυτά τα υπόστεγα ήσαν ξαπλωμένοι ένα πλήθος άρρωστοι, τυφλοί, κουτσοί, πιασμένοι και περίμεναν την κίνηση του νερού. Γιατί άγγελος από καιρό σε καιρό κατέβαινε στη δεξαμενή και τάραζε το νερό όποιος λοιπόν, ύστερα από την κίνηση του νερού, έπεφτε πρώτος στη δεξαμενή, αυτός γινότανε καλά απ’ οποιαδήποτε κι αν είχε αρρώστια.
Ήταν λοιπόν εκεί ένας άνθρωπος, που τριάντα οχτώ χρόνια βασανιζότανε μέσα στην αρρώστια του. Αυτόν, όταν τον είδε ο Ιησούς ξαπλωμένο, κατάλαβε πως πολύ καιρό είχε εκεί, και του λέει· «Θέλεις να γίνεις καλά;».
Του αποκρίθηκε ο άρρωστος· «Κύριε, δεν έχω άνθρωπο, για να με βάλει στη δεξαμενή, όταν ταραχτεί το νερό· επάνω στην ώρα, που πάω να μπω εγώ, άλλος πριν από μένα πέφτει στο νερό».
Του λέει ο Ιησούς· «Στάσου στα πόδια σου· σήκωσε το κρεββάτι σου και πήγαινε». Κι αμέσως έγινε καλά ο άνθρωπος και σήκωσε το κρεββάτι του και περπατούσε. Κι ήτανε Σάββατο εκείνη την ημέρα.
Έλεγαν λοιπόν οι Ιουδαίοι στο θεραπευμένο· «Είναι Σάββατο δεν σου επιτρέπεται να σηκώσεις το κρεββάτι». Τους αποκρίθηκε· «Εκείνος που μ’ έκαμε καλά, εκείνος μου είπε· Σήκωσε το κρεββάτι σου και πήγαινε». Τον ξαναρώτησαν «Ποιός είναι ο άνθρωπος, που σου είπε· Σήκωσε το κρεββάτι σου και πήγαινε;».
Μα ο θεραπευμένος δεν ήξερε ποιός είναι, γιατί ο Ιησούς είχε χαθεί μέσα στο πλήθος που ήταν εκεί. Ύστερα· απ’ αυτά, τον βρίσκει ο Ιησούς στο ναό και του λέει· «Κοίταξε, έγινες καλά· μην αμαρταίνεις πια, για να μη σε βρει κάτι χειρότερο». Έφυγε ο άνθρωπος και διαλάλησε στους Ιουδαίους ότι ο Ιησούς είναι, που τον έκαμε καλά.
Πρώτ’ αρχή δεν θα πρέπει να παρατρέξουμε ό, τι λέει το ιερό κείμενο για το νερό της δεξαμενής Βηθεσδά.
Βηθεσδά στα ελληνικά θα πει «οίκος ελέους», δηλ σπίτι της αγάπης· επειδή μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο ο Θεός έδειχνε εκεί την αγάπη του στους ανθρώπους, αλλά και οι άνθρωποι, όσο μπορούσαν κι όσο ήξεραν σ’ εκείνα τα χρόνια, δείχνονταν ευεργετικοί προς τους αρρώστους.
Δεν ήσαν κάποιες ιαματικές ιδιότητες του νερού που θεράπευαν τους αρρώστους· αν ήταν έτσι, τότε σ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου το νερό θα ήταν ιαματικό.
Μα το ιερό κείμενο λέει πως το νερό εκείνο είχε τη δύναμη να θεραπεύει τους αρρώστους «κατά καιρόν», κάθε φορά δηλαδή που ο άγγελος του Θεού κατέβαινε και το ανατάραζε. Κι έπειτα δεν γίνονταν όλοι καλά, μα μόνο όποιος πρόφταινε να πέσει πρώτος στο νερό. Ήταν λοιπόν ιερός τόπος εκεί, ήταν άγιασμα και προσκύνημα.
Ο Θεός, που είναι παντού, δείχνει την παρουσία του πιο φανερά σε κάποιους τόπους και περιστατικά και πρόσωπα, για να τον βλέπουν εκεί αισθητότερα οι άνθρωποι, να παίρνουν τις ευεργεσίες του και να πιστεύουν. Τόπος θεοφανείας ήταν η Βηθεσδά.
Αλλά εκεί που πρέπει περισσότερο να προσέξουμε είναι τα τελευταία λόγια του Ιησού Χριστού όταν βρήκε τον άνθρωπο στο ναό, του είπε· «Κοίταξε, έγινες καλά, μην αμαρτάνεις πια, για να μη σε βρει κάτι χειρότερο». Εδώ φαίνεται καθαρά πως ο άνθρωπος με μια βαριά αρρώστια, που την σήκωσε τριάντα οχτώ χρόνια, πλήρωσε κάποια αμαρτία του.
Αλλά εδώ τώρα πρέπει να ετοιμασθούμε για απολογία, γιατί έναν τέτοιο λόγο πολλοί τον ακούν και πειράζονται. Γιατί έτσι συμβαίνει πάντα· όταν αμαρτάνουμε, μας φαίνεται καλά, μα όταν μας θυμίζουν την αμαρτία, πειραζόμαστε. Έπειτα είναι άνθρωποι που δεν θέλουνε να ακούσουν καν για αμαρτία. Τί θα πει αμαρτία; Όλα στη ζωή είναι πράγματα φυσικά.
Όμως η τραγωδία του ανθρώπου είναι πάντα η αμαρτία του, ο μολυσμός της σαρκός και του πνεύματός του και η ταραχή που γεννιέται μέσα του από την παράβαση των εντολών του Θεού. Η αμαρτία είναι που χωρίζει τον άνθρωπο από το Θεό, αυτή που τον φέρνει στο σημείο να αρνείται το Θεό.
Η αθεΐα δεν έχει αλλού τη ρίζα της παρά στην αμαρτία, η οποία οδηγεί τον άνθρωπο στην απιστία και στην άρνηση του Θεού.
Δεν είναι το δόγμα κι η αλήθεια για το Θεό, που δεν μπορεί να χωρέσει ο νους του ανθρώπου, αλλά είναι οι εντολές, που βάζουν φραγμό στην αμαρτία του· αυτές δεν θέλει να δεχθεί η καρδιά, γι’ αυτό κι αρνείται ο άνθρωπος το Θεό. Για να μη χωρισθεί από την αμαρτία του, φτάνει να πιστέψει πως δεν υπάρχει ο Θεός. Πραγματικά η αμαρτία είναι η μεγάλη τραγωδία της ζωής μας.
Το θέλομε δεν το θέλομε, υπάρχει στενή σχέση μεταξύ της ηθικής και της σωματικής υγείας του ανθρώπου. Καλά που η σωματική αρρώστια κι ο θάνατος είναι το αποτέλεσμα της πρώτης αμαρτίας των πρωτοπλάστων, μα και η προσωπική αμαρτία έχει πάντα τις δικές της συνέπειες στην υγεία του σώματος.
Κάθε σωματική αρρώστια δεν οφείλεται πάντα σε ηθικές παρεκτροπές, μα κάθε ηθική παρεκτροπή έχει πάντα τις συνέπειές της επάνω στον άνθρωπο.
Κάθε αμαρτία, που είναι παράβαση θείας εντολής, είναι μια ελεύθερη εκλογή και πράξη του ανθρώπου, μα κάθε τέτοια εκλογή και προτίμηση έχει τις συνέπειές της στον ίδιο τον άνθρωπο.
Η ελευθερία είναι ευθύνη και η ηδονή της οποιασδήποτε αμαρτίας είναι ύστερα οδύνη, που την σηκώνει και την πληρώνει όποιος προτιμά το δικό του θέλημα παρά το θέλημα του Θεού.
Αυτός είναι ο κίνδυνος της ηθικής ελευθερίας μας· όταν πιστέψουμε πως μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε, πρέπει να είμαστε έτοιμοι για να σηκώσουμε τις συνέπειες των πράξεων μας.
Μα γιατί τα λέμε όλα αυτά, όταν το ξέρουμε πως και κουράζουν και εξοργίζουν τους ανθρώπους του καιρού μας; Γιατί όποιοι κι αν είναι οι καιροί κι όπως κι αν θέλουν να σκέπτονται οι άνθρωποι, η Εκκλησία πρέπει να κηρύξει Ευαγγέλιο.
Και το Ευαγγέλιο σ’ αυτό το σημείο δεν κάνει συμβιβασμούς και δεν κηρύττει την αλήθεια στα μέτρα και τις αντιλήψεις της κάθε εποχής.
Άλλη όψη αυτή της τραγωδίας του σύγχρονου κόσμου· κι όταν δεν αρνιούνται οι άνθρωποι το Θεό, δεν χωρίζονται από την αμαρτία τους και θαρρούν πως βρίσκουν τρόπο να συμβιβάζουν τα ασυμβίβαστα, το φως και το σκότος. Φως είναι ο Θεός και σκότος είναι η αμαρτία, μέσα στο οποίο παλεύει ο κόσμος.
Η αμαρτία, καθώς γράφει ο αδελφόθεος Ιάκωβος, φλογίζει «τον τροχό της γενέσεως»· αυτή δηλαδή, σαν μια κακή κληρονομιά, περνάει από πατέρα σε παιδί και κάνει το φλογισμένο κύκλο της μέσα στις γενεές των ανθρώπων.
Όσοι δεν το καταλαβαίνουν είναι τραγικοί άνθρωποι, που πεθαίνουν αλύτρωτοι «εν ταις αμαρτίαις αυτών». Όσοι το καταλαβαίνουν λένε μαζί με τον Απόστολο· «Ευχαριστώ τω Θεώ διά Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών».
Κι αν υπάρχει η αμαρτία, που μας γονατίζει και μας λιώνει, μα είναι ο Χριστός, που μας λυτρώνει και μας σώζει. Χαρά σ’ εκείνους που η αμαρτία δεν τους διώχνει, αλλά τους φέρνει στο Θεό και ζητούν έλεος, για να βρουν σωτηρία.
Τα τελευταία λόγια του Ιησού Χριστού στον άνθρωπο, που τον θεράπευσε από την πολυχρόνια αρρώστια του, μας έδωσαν αφορμή να μιλήσουμε για την αμαρτία και για τις συνέπειές της. Το ξέρουμε πολύ καλά πως όσα μπορέσαμε να κηρύξουμε δεν ακούονται από τους ανθρώπους ευχάριστα.
Μα το κήρυγμα της Εκκλησίας δεν έχει δικαίωμα να είναι πάντα ευχάριστο στους ανθρώπους. Και ποτέ δεν είναι ευχάριστος ο λόγος, όταν έρχεται σε αντίθεση με το θέλημα της αμαρτίας.
Η ίδια η λέξη αμαρτία μάς ενοχλεί, ενώ είναι αλήθεια πως η αμαρτία, σαν λογισμός και σαν πράξη και σαν μολυσμός «σαρκός και πνεύματος», μας ταλαιπωρεί και κάνει τραγική τη ζωή μας. Το να αρνιούμαστε το Θεό για χάρη της αμαρτίας μας ή να κόβουμε την αλήθεια του Θεού στα μέτρα μας για να βρούμε τάχα ανάπαυση, αυτές δεν είναι λύσεις που λυτρώνουν και μας βγάζουν από το τραγικό αδιέξοδο της αμαρτίας.
Η λύση είναι μία· να παλεύουμε, για να νικήσουμε τον εαυτό μας και την αμαρτία μας με το έλεος και τη χάρη του Θεού «διά Ιησού Χριστού». Αμήν.
(+Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης Διονυσίου, «Επί Πτερύγων ανέμων», εκδ. Νεκτ. Παναγόπουλος, σ. 107-11)
Κυριακή του Παραλύτου, Αποστ. Ανάγνωσμα: Πράξεις 9: 32 – 42 (7-5-2017)
Αρχιμανδρίτη Αυγουστίνου Κκαρά
Πρωτότυπο Κείμενο
Εγένετο
δε Πέτρον διερχόμενον δια πάντων κατελθείν και προς τους αγίους τους
κατοικούντας Λύδδαν. Εύρε δε εκεί άνθρωπόν τινά Αινέαν ονόματι, εξ ετών
οκτώ κατακείμενον επί κραβάττῳ, ος ην παραλελυμένος. Και είπεν αυτώ ο
Πέτρος· Αινέα, ιάται σε Ιησούς ο Χριστός· ανάστηθι και στρώσον σεαυτώ.
Και ευθέως ανέστη. Και είδον αυτόν πάντες οι κατοικούντες Λύδδαν και τον
Σάρωνα, οίτινες επέστρεψαν επί τον Κύριον. Εν Ιόππη δε τις ην μαθήτρια
ονόματι Ταβιθά, η διερμηνευομένη λέγεται Δορκάς· αύτη ην πλήρης αγαθών
έργων και ελεημοσυνών ων εποίει. Εγένετο δε εν ταις ημέραις εκείναις
ασθενήσασαν αυτήν αποθανείν· λούσαντες δε αυτήν έθηκαν εν υπερώω. Εγγύς
δε ούσης Λύδδης τη Ιόππη οι μαθηταί ακούσαντες ότι Πέτρος εστίν εν αυτή,
απέστειλαν δύο άνδρας προς αυτόν παρακαλούντες μη οκνήσαι διελθείν έως
αυτών. Αναστάς δε Πέτρος συνήλθεν αυτοίς· ον παραγενόμενον ανήγαγον εις
το υπερώον, και παρέστησαν αυτώ πάσαι αι χήραι κλαίουσαι και
επιδεικνύμεναι χιτώνας και ιμάτια όσα εποίει μετ’ αυτών ούσα η Δορκάς.
Εκβαλών δε έξω πάντας ο Πέτρος θεις τα γόνατα προσηύξατο, και επιστρέψας
προς το σώμα είπε· Ταβιθά, ανάστηθι. η δε ήνοιξε τους οφθαλμούς αυτής,
και ιδούσα τον Πέτρον ανεκάθισε. Δους δε αυτή χείρα ανέστησεν αυτήν,
φωνήσας δε τους αγίους και τας χήρας παρέστησεν αυτήν ζώσαν. Γνωστόν δε
εγένετο καθ’ όλης της Ιόππης, και πολλοί επίστευσαν επί τον Κύριον.
Απόδοση
Περνώντας
ο Πέτρος απ’ όλες αυτές τις εκκλησίες, κατέβηκε και στους χριστιανούς
που κατοικούσαν στην Λύδδα. Εκεί βρήκε κάποιον άνθρωπο που λεγόταν
Αινέας. Αυτός ήταν οκτώ χρόνια κατάκοιτος, επειδή ήταν παράλυτος. Ο
Πέτρος του είπε: «Αινέα, σε γιατρεύει ο Ιησούς Χριστός. Σήκω και στρώσε
το κρεββάτι σου». Και αυτός αμέσως σηκώθηκε. Όλοι όσοι κατοικούσαν στην
Λύδδα και στον Σάρωνα τον είδαν και δέχτηκαν τον Ιησού για Κύριό τους.
Στην Ιόππη ήταν μια μαθήτρια που την έλεγαν Ταβιθά – στα ελληνικά
σημαίνει «Δορκάδα». Αυτή είχε κάνει πολλές αγαθοεργίες και ελεημοσύνες.
Εκείνες τις μέρες συνέβη να αρρωστήσει και να πεθάνει. Την έλουσαν,
λοιπόν, και την έβαλαν στο ανώγειο. Η Λύδδα ήταν κοντά στην Ιόππη και
όταν οι μαθητές άκουσαν ότι ο Πέτρος ήταν εκεί, του έστειλαν δύο άνδρες
και τον παρακαλούσαν να πάει σ’ αυτούς όσο γίνεται πιο γρήγορα. Αυτός
ξεκίνησε και πήγε μαζί τους. Μόλις έφτασε, τον ανέβασαν στο ανώγειο.
Αμέσως τον περικύκλωσαν όλες οι χήρες κλαίγοντας και δείχνοντάς του τα
ρούχα που είχε φτιάξει γι’ αυτούς η Δορκάδα όσο ζούσε. Ο Πέτρος τότε
τους έβγαλε όλους έξω, γονάτισε και προσευχήθηκε. Κατόπιν γύρισε στη
νεκρή και της είπε: «Ταβιθά, σήκω πάνω». Αυτή άνοιξε τα μάτια της, κι
όταν είδε τον Πέτρο ανασηκώθηκε. Ο Πέτρος της έδωσε το χέρι του και τη
σήκωσε. Ύστερα φώναξε τους πιστούς και τις χήρες και τους την παρουσίασε
ζωντανή. Αυτό έγινε γνωστό σ’ όλη την Ιόππη, και πολλοί πίστεψαν στον
Κύριο.
Η θεραπεία του Αινέα και η ανάσταση της Ταβιθά
Το
ευαγγελικό ανάγνωσμα της ημέρας μας περιγράφει το θαύμα της θεραπείας
του παραλύτου της Βηθεσθά, ο οποίος βρισκόταν καθηλωμένος στο κρεβάτι
του πόνου για τριάντα οχτώ χρόνια. Το αποστολικό ανάγνωσμα της ημέρας
είναι παρμένο από τις Πράξεις των Αποστόλων και μας περιγράφει δυο
θαύματα, τα οποία τέλεσε ο Απόστολος Πέτρος. Το πρώτο θαύμα είναι η
θεραπεία του Αινέα, ο οποίος ήταν για οχτώ χρόνια παράλυτος. Το δεύτερο
είναι η ανάσταση της Ταβιθά.
Τα
θαύματα του Ιησού Χριστού ήταν τα «σημεία» της Βασιλείας του Θεού. Αυτή
την εξουσία της επιτέλεσης θαυμάτων ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός την
μετέδωσε στους μαθητές του, τους Αγίους Αποστόλους: «πορευόμενοι δε
κηρύσσετε λέγοντες ότι ήγγικεν η βασιλεία των ουρανών. Ασθενούντας
θεραπεύετε, λεπρούς καθαρίζετε, νεκρούς εγείρετε, δαιμόνια εκβάλλετε,
δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δότε» (Ματθ.10,6-8). Τα θαύματα των Αγίων
Αποστόλων αποτελούν τη συνέχεια των θαυμάτων του Ιησού Χριστού και
λαμβάνουν εσχατολογική προοπτική.
Η
εξάπλωση του κηρύγματος και εκτός της πόλης των Ιεροσολύμων είχε ως
αποτέλεσμα την ίδρυση πολλών χριστιανικών κοινοτήτων. Τις κοινότητες
αυτές κατά την πληροφορία του Ευαγγελιστή Λουκά, επισκέπτεται ο
Απόστολος Πέτρος και από την περιοδεία του αυτή μας διασώζει ο
Ευαγγελιστής Λουκάς τα δυο αυτά θαύματα της σημερινής αποστολικής
περικοπής, τη θεραπεία του Αινέα και την ανάσταση της Ταβιθά. Μετά τη
θεραπεία του Αινέα «είδον αυτόν πάντες οι κατοικούντες Λύδδαν και τον
Σάρωνα, οίτινες επέστρεψαν επί τον Κύριον», ενώ μετά την ανάσταση της
Ταβιθά «γνωστόν εγένετο καθ΄ όλης της Ιόππης, και πολλοί επίστευσαν επί
τον Κύριον. Κατά τον τρόπο αυτό από τη μια η διδασκαλία του Ευαγγελίου
και από την άλλη τα θαύματα καθίστανται «σημεία» της παρουσίας του Θεού
και της Βασιλείας Του.
Στην
επιτέλεση των δυο αυτών θαυμάτων ο Απόστολος Πέτρος επικαλείται τη
δύναμη και ενίσχυση του Θεού. Στην πρώτη περίπτωση του Αινέα επικαλείται
αμέσως το όνομα του Ιησού Χριστού: «Αινέα ίαταί σε ο Ιησούς ο Χριστός»
για να προχωρήσει στη συνέχεια και να του δώσει την εντολή να σηκωθεί
από το κρεβάτι του πόνου. Στη δεύτερη περίπτωση της ανάστασης της
Ταβιθά, αν και δεν μας δίνετε άμεσα η πληροφορία για την επίκληση του
ονόματος του Ιησού Χριστού, εμμέσως αφήνεται να μας εννοηθεί. Πριν την
επιτέλεση του θαύματος ο Απόστολος Πέτρος προσεύχεται και μάλιστα
γονατίζει, πράξη την οποία συνήθιζε ο ίδιος ο Διδάσκαλός του όταν
προσευχόταν στον Θεό Πατέρα: «ο Πέτρος θεις τα γόνατα προσηύξατο, και
επιστρέψας προς το σώμα είπε· Ταβιθά, ανάστηθι». Επομένως τόσο ο
Απόστολος Πέτρος αλλά και οι άλλοι Απόστολοι δεν ενεργούν τα «σημεία»
αυτεξουσίως, αλλά με τη δύναμη του Κυρίου. Οι λόγοι και τα θαύματα που
ενεργούν οι Απόστολοι αποκαλύπτουν στους ανθρώπους τη δύναμη του
Αναστάντος Διδασκάλου τους. Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός ενεργεί τα θαύματα
μέσω των Αποστόλων.
Η
ερμηνεία και το νόημα των θαυμάτων μέσα στην Εκκλησία πολλές φορές
τείνει να εκτροχιαστεί από την εκκλησιολογική της διάσταση και να λάβει
κοσμικό φρόνημα. Κρούσματα αναζήτησης ανύπαρκτων «θαυμάτων» και
υποτιθέμενων «χαρισματούχων» και «θαυματοποιών» ανθρώπων δεν μπορούν σε
καμία περίπτωση να θεωρηθούν υγιείς πνευματικές καταστάσεις μέσα στην
Εκκλησία. Τα θαύματα παραμένουν εντός της Εκκλησίας, ανεξάρτητα από ποιά
χρονική περίοδο διανύουμε, οι «δείκτες» τα «σημεία» της παρουσίας του
Θεού και της Βασιλείας Του. Καθ΄ όλη τη διάρκεια της ιστορικής της
πορείας η Εκκλησία διατήρησε αυτή την προοπτική, καθώς μέσα στην πορεία
αυτή έχουν επιτελεστεί αναρίθμητα θαύματα από τους αγίους της Εκκλησίας,
είτε ενόσω βρίσκονταν εν ζωή, είτε μετά την κοίμησή τους. Ποτέ όμως οι
άγιοι, οι πραγματικοί άνθρωποι του Θεού, δεν επιτελούσαν θαύματα για να
αποδείξουν τη δύναμή τους, ή το χάρισμά τους και να γίνουν δημοφιλείς, ή
ακόμα χειρότερα να δημιουργήσουν ομάδες και οπαδούς. Σκοπός τους ήταν
και είναι να οδηγήσουν τους ανθρώπους στον Ιησού Χριστό, στο όνομα του
οποίου επιτελούνται τα θαύματα. Άλλωστε «θαύματα» και «τέρατα» μπορεί
κανείς να επιτελεί και με τη συνεργία του διαβόλου. Το πραγματικό θαύμα
γίνεται στο όνομα του Κυρίου και αποσκοπεί στη σωτηρία με την
εσχατολογική της διάσταση. Κάθε θαύμα που γίνεται είναι εκδήλωση της
δύναμης του αναστάντος Κυρίου, είναι εκδήλωση και «σημείο» της Βασιλείας
του Θεού επί της γης.
» Η υπό του Ιησού θεραπεία του παραλύτου στη Βηθεσδά
θέματα πίστεως-κατηχήσεως »
του Μιχαήλ Χούλη, θεολόγου
Όταν οι Ιουδαίοι γιόρταζαν ένα μήνα περίπου προ του Πάσχα την εορτή των Πουρίμ, εις ανάμνηση της απελευθερώσεως των Ιουδαίων δια της Εσθήρ, ο Ιησούς ανέβηκε στα Ιεροσόλυμα. Κοντά στην προβατική πύλη του τείχους της πόλεως, δια της οποίας τα ζώα οδηγούνταν μέσα στην πόλη, ακόμα υπάρχει, λέγει ο ευαγγελιστής Ιωάννης (παρά την καταστροφή των Ιεροσολύμων, που συνέβη δύο τουλάχιστον δεκαετίες πριν από τη συγγραφή του ευαγγελίου), μια δεξαμενή (λίμνη σχηματιζόμενη από πηγή, που ονομάζεται σήμερα ‘πηγή της Παρθένου’), η οποία στα εβραϊκά αποκαλείται ‘Βηθεσδά’, ήτοι ‘οίκος ελέους του Θεού’ (λόγω των συνεχόμενων εν αυτή ευεργεσιών Του), με πέντε τριγύρω της θόλους, στοές, δηλαδή υπόστεγα, για να εξυπηρετούνται οι ασθενείς.
Σ’ αυτές τις στοές κείτονταν (αρκετοί καθ’ όλο το έτος) πολλοί άρρωστοι, τυφλοί, κουτσοί, με ατροφικά μέλη (παράλυτοι), που περίμεναν (με ελπίδα και πίστη) να αναταραχθεί το νερό. Διότι από καιρό σε καιρό (όχι πάντοτε, αλλά όποτε έκρινε ο Θεός), ένας άγγελος Κυρίου -επιδεικνύουν οι άγγελοι ευαισθησία προς τους ανθρώπους και προστασία, το δε όνομα του αγγέλου ‘Ραφαήλ’ στο βιβλίο του Τωβίτ, σημαίνει ‘ιατρός Θεού’- κατέβαινε στη δεξαμενή και ανατάραζε τα νερά. Όποιος λοιπόν έμπαινε πρώτος, μετά την αναταραχή του νερού, αυτός γινόταν καλά (ώστε να υπάρχει πάντα στους ανθρώπους εγρήγορση πίστεως και όχι αναγκαστική νομοτέλεια), όποια κι αν ήταν η αρρώστια (ψυχική και σωματική, αφού ο Θεός είναι παντοδύναμος) που τον ταλαιπωρούσε (αυτό υποδεικνύει θεϊκή χάρη και θεραπεία, αφού η ιαματική ενέργεια των υδάτων δεν θεραπεύει π.χ. τυφλούς και κουτσούς). Εκείνη η κολυμβήθρα, επεξηγούν οι άγιοι Πατέρες, τύπος ήταν της κολυμβήθρας του αγίου βαπτίσματος, δια του οποίου η χάρις του Θεού εκχύνεται προς τους προσερχόμενους, δεν μειώνεται, επενεργεί τη θεραπεία σε όλους τους βαπτιζόμενους, και δεν περιορίζεται χρονικά.
Εκεί ήταν κι ένας άνθρωπος, άρρωστος τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια. Δεν σημαίνει αυτό βέβαια ότι ο ασθενής περίμενε 38 έτη κοντά στην κολυμβήθρα, αλλά δεικνύει την μακροχρόνια πάθησή του και το ανίατον αυτής, για να φανεί στη συνέχεια το ύψος της ευεργεσίας δια του Ιησού και εκ του Ιησού. Το γεγονός αποδεικνύει για άλλη μια φορά την υπερφυσικώς χορηγούμενη θεραπεία, αφού σε εκείνο το χώρο περίμεναν και θεραπεύονταν και πολλοί κατεχόμενοι από ανίατα νοσήματα. Όταν τον είδε ο Ιησούς κατάκοιτο και ανήμπορο να ανασηκωθεί, και με τη θεία Του διερευνητική ματιά διέκρινε ότι για πολλά χρόνια ήταν ασθενής –οι υπομένοντες με ελπίδα προς τον Κύριον ευεργετούνται υπ’ Αυτού πλουσίως- τον ρώτησε: «Θέλεις να γίνεις καλά;» Η ερώτηση του Χριστού αποσκοπούσε στη συνειδητοποίηση δυνατότητας σωτηρίας από Αυτόν τον ίδιο ως Θεάνθρωπο, και άρα στο να αναχθεί ο παραλυτικός προς την βοήθειαν του Υψίστου. Του αποκρίθηκε ο άρρωστος (με πραότητα, ενώ θα μπορούσε λόγω της μακροχρονίου ασθενείας να έχει ψυχικά σκληρύνει): «Κύριε (δείχνει προς τον Ιησού σεβασμό και ταπείνωση), ΔΕΝ ΕΧΩ ΚΑΝΕΝΑΝ να με βάλει στη δεξαμενή μόλις αναταραχθούν τα νερά. Έτσι, ενώ εγώ προσπαθώ να πλησιάσω (συρόμενος) μόνος μου, πάντοτε κάποιος άλλος κατεβαίνει στο νερό ΠΡΙΝ από μένα» (επιβεβαιώνεται εκ νέου εδώ η θαυματουργικώς άνωθεν χορηγούμενη ίαση). Από τα τελευταία λόγια του ασθενούς, διδασκόμαστε τα εξής: 1. Ο καθένας ενεργούσε μόνο με το συμφέρον του, αδιαφορούσαν γι’ αυτόν, και ουδείς του έδειξε αγάπη (ώστε να του δώσει τη θέση του), στάση που δεν πρέπει να χαρακτηρίζει τη ζωή των χριστιανών. 2. Οφείλουμε να είμαστε υπομονετικοί και προς τις μεγαλύτερες περιφρονήσεις, διότι ο Θεός δεν ξεχνά κανέναν, ενώ αντίθετα έχει πάντα το σκοπό Του προς τη σωτηρία μας. 3. Πόσοι και πόσοι συνάνθρωποί μας δεν έχουν πράγματι ‘κανέναν’ για να ανταλλάξουν έναν λόγο, να τους παρηγορήσουν ή να τους συντρέξουν. Την έλλειψη ενδιαφέροντος των άλλων προς το πρόσωπο του παραλύτου (και προς κάθε αναξιοπαθούντα) θεραπεύει ο Χριστός, δεδομένου ότι σε λίγο θα τον αποκαταστήσει και πάλι στην κοινωνία (και δια της Θ. Κοινωνίας μάς συντροφεύει για πάντα) και θα απολαύει πλέον την φιλία και παρουσία των άλλων (και του Αγίου Πνεύματος). Ο Ιησούς τού λέει: «Σήκω πάνω, πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα» (για να διαπιστώσει την εκ νέου δύναμη και κίνηση των μελών του). Δεν του είπε ο Ιησούς: “Σου εύχομαι να γίνεις καλά”, σαν να ήταν ένας ακόμη προφήτης, αλλά επιτάσσει την αρρώστια ως Θεός, και αυτή απομακρύνεται στη στιγμή. Κι ΑΜΕΣΩΣ ο άνθρωπος έγινε καλά, ΣΗΚΩΣΕ το κρεβάτι του (έδειξε εμπιστοσύνη, αποπειράθηκε και σηκώθηκε, ένεκα της πίστεώς του συνεργάστηκε με τον Χριστό) και περπατούσε (πλήρως δηλαδή θεραπεύτηκε). Για να μη φανεί ότι τέχνασμα ήταν ή κούφια λόγια εντυπωσιασμού του πλήθους.
Η ημέρα που έγινε αυτό ήταν Σάββατο (και δεν ήταν τυχαίο που ο Κύριος θαυματουργούσε κατά το Σάββατο, αφού έτσι το θαύμα γινόταν ευρέως γνωστό). Έλεγαν λοιπόν οι Ιουδαίοι άρχοντες στον θεραπευμένο, η πράξη του οποίου μπορούσε να επιφέρει ακόμη και λιθοβολισμό: «Είναι Σάββατο, και δεν επιτρέπεται να σηκώνεις και μεταφέρεις το κρεβάτι σου» (Κατά την Κυριακή πλέον, για εμάς τους χριστιανούς, πρέπει να αποδιώχνουμε όχι την σωματική αργία, αλλά των κακών την αστοχία). Οι Ιουδαίοι άρχοντες δεν έβλεπαν το μεγαλείο του θαύματος, αλλά παρέμεναν δούλοι της τυπικότητάς τους. Αυτός όμως τους απάντησε: «Εκείνος που μ’ έκανε καλά, ΕΚΕΙΝΟΣ μου είπε “πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα”». Δηλαδή τους έλεγε: “Αφού μπόρεσε να με κάνει καλά, σημαίνει ότι οφείλω να τον υπακούσω, διότι δεν είναι συνηθισμένος άνθρωπος, αλλά εκ Θεού ορμάται την θεραπεία”. Τον ρώτησαν: «Ποιος είναι ο άνθρωπος (ομιλούντες περιφρονητικά για να τον συκοφαντήσουν στη συνέχεια) που σου είπε “πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα”;» Ο θεραπευμένος όμως δεν ήξερε να πει ποιος ήταν -διότι δεν ήταν ακόμη σε όλους γνωστός ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα, όπως δυστυχώς και σε πολλούς ανθρώπους παγκοσμίως. Και ενώ ευεργετούμαστε δια της μεσιτείας Του συνεχώς, αγνοούμε Αυτόν προσωπικώς!- επειδή ο Κύριος είχε φύγει απαρατήρητος δια μέσου του πλήθους που ήταν μαζεμένο εκεί, ένεκα της ταπείνωσής Του, αλλά και για να κατασιγάσει τον φθόνο των Ιουδαίων.
Μετά από κάμποσο καιρό (αφού μειώθηκε η απήχηση και τα αρνητικά των φανατικών Ιουδαίων συναισθήματα εκ του γεγονότος), ο Ιησούς βρήκε τον ιαθέντα στον ναό (αποσκοπώντας και στην ψυχική θεραπεία του πρώην παραλύτου, ο οποίος εξάλλου ευχαριστούσε τον Θεό προσευχόμενος) και του είπε: «Βλέπεις, έχεις γίνει καλά. Από εδώ και πέρα μην αμαρτάνεις, για να μην πάθεις τίποτα χειρότερο». Δια των λόγων λοιπόν του Χριστού διαπιστώνουμε:
(α) πως αν και πολλές ασθένειες δεν οφείλονται φυσικά σε αμαρτωλή ζωή, εν τούτοις πολλές αμαρτίες (άστατη ζωή, πάθη, μνησικακία, αλκοολισμός, πνευματική νέκρωση κ.α.) οδηγούν σε νευρώσεις και σε οργανικές δυσλειτουργίες,
(β) πως υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος υποτροπής στα λάθη, στην αποτυχία και τα πάθη (Ματθ. 12,45),
(γ) πως η κοινωνία και αγαπητική σχέση με τον Ιησού και τους συνανθρώπους μάς σώζει και όχι απλά η σωματική θεραπεία, γι’ αυτό απαιτείται ασκητική εγρήγορση, μετάνοια και μυστηριακή ζωή εν τω ναώ και εν τη κοινή λατρεία, όπου και ο θεραπευθείς συνάντησε τον Ιησού, και
(δ) πως ο Χριστός γνωρίζει ως Θεός τα πάντα, ακόμη και τα μη λεχθέντα και τα απόρρητα των ανθρώπων.
Ο άνθρωπος έφυγε αμέσως και ανάγγειλε στους Ιουδαίους άρχοντες ότι ο Ιησούς ήταν αυτός που τον γιάτρεψε (ως ευγνώμων και όχι σαν προδότης, ενώ υπεισέρχεται εν μέρει και το συμφέρον εξαλείψεως της προσωπικής του ευθύνης ενώπιον των ιουδαϊκών αρχών). Όπως και να’ χει όμως, πάλι τον ιατρόν ψυχών και σωμάτων έκανε γνωστό στους πάντες.
Γι’ αυτόν τον λόγο οι Ιουδαίοι καταδίωκαν (κατ’ εξακολούθησιν) τον Ιησού και ζητούσαν να τον σκοτώσουν, γιατί έκανε τα έργα αυτά το Σάββατο (η πρώτη φανερή εκδήλωση της συνεχιζόμενης έκτοτε εχθρότητάς τους). Ο Ιησούς όμως τους έλεγε: «ΟΠΩΣ ο Πατέρας ΜΟΥ εξακολουθεί να εργάζεται ως τώρα (επί του προνοείν), ΜΕ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΤΡΟΠΟ και εγώ εργάζομαι (συνεχώς)».
Τους λέγει δηλαδή:
(α) Ότι είναι λάθος να Τον κατηγορούν, όπως δεν κατηγορούν τον Θεό, ο οποίος πάντοτε εργάζεται και είναι Πατέρας Του,
(β) Ότι η ανάπαυση του Θεού κατά το Σάββατο δεν σημαίνει αναισθησία, αλλά ενέργεια ευεργεσίας και αγάπης που πρέπει να χαρακτηρίζει και τους ανθρώπους,
(γ) Ότι εργάζεται ο Κύριος και ως Υιός του Θεού εν τη Τριαδική Του ζωή και δημιουργεί και οικονομεί και προνοεί και συντηρεί και ενδιαφέρεται για σύμπασα την δημιουργία Του και ιδιαιτέρως για τον άνθρωπο (άρα απορρίπτεται η πλανεμένη θεωρία του Δεϊσμού πως δεν μεριμνά ο Θεός για τα ανθρώπινα και παραμένει απομακρυσμένος),
(δ) Ότι και ως Θεάνθρωπος εξακολουθεί να εργάζεται, εμφανίζοντας δημόσια την τελεία υπακοή προς τον Πατέρα Του, και ταυτόχρονα την τελεία ένωση μαζί Του.
Γι’ αυτά τα λόγια που είπε ο Χριστός, οι Ιουδαίοι άρχοντες επιζητούσαν ακόμη περισσότερο να τον σκοτώσουν (χωρίς να ελέγχουν καθημερινά, όπως όφειλαν, τις αποδείξεις-θαύματα και τη μοναδική διδασκαλία Του), γιατί όχι μόνο παραβίαζε τους κανόνες για το Σάββατο (πρώτη σημαντική αιτία της έχθρας τους), αλλά και το Θεό τον ονόμαζε πατέρα Του, ΕΞΙΣΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ (κατά τη φύση) ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ, κατ’ αποκλειστικήν δηλονότι έννοιαν (δεύτερη σοβαρότερη αιτία εναντίωσής τους) [Ιω. 5,1-18].
Ας μην αποθαρρυνόμαστε επομένως ποτέ, και ας μην είμαστε αχάριστοι (όπως δεν ήταν και ο ιαθείς παραλυτικός) προς τον ευεργέτη μας Χριστό. Υπάρχει σωματική Βηθεσδά, όπως υπάρχει και πνευματική Βηθεσδά. Ένας θεραπευμένος σωματικά, μπορεί να είναι (και να μείνει) και παράλυτος πνευματικά. Εκατομμύρια άνθρωποι όμως αναγεννώνται στο διάβα της ιστορίας, δια της ευσεβούς και αγιοπνευματικής ζωής των, αγιάζονται δια του λουτρού της Ιεράς Εξομολογήσεως και της Θείας Μεταλήψεως, και πράττουν καθημερινά το θέλημά Του. Άλλωστε η υγεία του σώματος είναι πρόσκαιρη, λόγω καί του γήρατος καί του αιφνιδίου θανάτου. Η υγεία του πνεύματός μας και η ανόθευτη και αληθινή πίστη είναι τα μελήματά μας, αφού δι’ αυτών καλούμαστε να ζήσουμε αιωνίως και ψυχοσωματικώς εν τη αγκάλη του Τριαδικού Θεού {βλ. Π. Ν. Τρεμπέλα, ‘Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον’, εκδ. Ο Σωτήρ, 1990, σελ. 170-182).
Η υπό του Ιησού θεραπεία του παραλύτου στη Βηθεσδά
Την τρίτη Κυριακή μετά το Πάσχα θυμόμαστε το θαύμα της θεραπείας του Παραλύτου. Ένα θαύμα που έκανε ο Κύριος κατά τη διάρκεια της Πεντηκοστής των Ιουδαίων και το διηγείται ο ευαγγελιστής Ιωάννης.του Μιχαήλ Χούλη, θεολόγου
Όταν οι Ιουδαίοι γιόρταζαν ένα μήνα περίπου προ του Πάσχα την εορτή των Πουρίμ, εις ανάμνηση της απελευθερώσεως των Ιουδαίων δια της Εσθήρ, ο Ιησούς ανέβηκε στα Ιεροσόλυμα. Κοντά στην προβατική πύλη του τείχους της πόλεως, δια της οποίας τα ζώα οδηγούνταν μέσα στην πόλη, ακόμα υπάρχει, λέγει ο ευαγγελιστής Ιωάννης (παρά την καταστροφή των Ιεροσολύμων, που συνέβη δύο τουλάχιστον δεκαετίες πριν από τη συγγραφή του ευαγγελίου), μια δεξαμενή (λίμνη σχηματιζόμενη από πηγή, που ονομάζεται σήμερα ‘πηγή της Παρθένου’), η οποία στα εβραϊκά αποκαλείται ‘Βηθεσδά’, ήτοι ‘οίκος ελέους του Θεού’ (λόγω των συνεχόμενων εν αυτή ευεργεσιών Του), με πέντε τριγύρω της θόλους, στοές, δηλαδή υπόστεγα, για να εξυπηρετούνται οι ασθενείς.
Σ’ αυτές τις στοές κείτονταν (αρκετοί καθ’ όλο το έτος) πολλοί άρρωστοι, τυφλοί, κουτσοί, με ατροφικά μέλη (παράλυτοι), που περίμεναν (με ελπίδα και πίστη) να αναταραχθεί το νερό. Διότι από καιρό σε καιρό (όχι πάντοτε, αλλά όποτε έκρινε ο Θεός), ένας άγγελος Κυρίου -επιδεικνύουν οι άγγελοι ευαισθησία προς τους ανθρώπους και προστασία, το δε όνομα του αγγέλου ‘Ραφαήλ’ στο βιβλίο του Τωβίτ, σημαίνει ‘ιατρός Θεού’- κατέβαινε στη δεξαμενή και ανατάραζε τα νερά. Όποιος λοιπόν έμπαινε πρώτος, μετά την αναταραχή του νερού, αυτός γινόταν καλά (ώστε να υπάρχει πάντα στους ανθρώπους εγρήγορση πίστεως και όχι αναγκαστική νομοτέλεια), όποια κι αν ήταν η αρρώστια (ψυχική και σωματική, αφού ο Θεός είναι παντοδύναμος) που τον ταλαιπωρούσε (αυτό υποδεικνύει θεϊκή χάρη και θεραπεία, αφού η ιαματική ενέργεια των υδάτων δεν θεραπεύει π.χ. τυφλούς και κουτσούς). Εκείνη η κολυμβήθρα, επεξηγούν οι άγιοι Πατέρες, τύπος ήταν της κολυμβήθρας του αγίου βαπτίσματος, δια του οποίου η χάρις του Θεού εκχύνεται προς τους προσερχόμενους, δεν μειώνεται, επενεργεί τη θεραπεία σε όλους τους βαπτιζόμενους, και δεν περιορίζεται χρονικά.
Εκεί ήταν κι ένας άνθρωπος, άρρωστος τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια. Δεν σημαίνει αυτό βέβαια ότι ο ασθενής περίμενε 38 έτη κοντά στην κολυμβήθρα, αλλά δεικνύει την μακροχρόνια πάθησή του και το ανίατον αυτής, για να φανεί στη συνέχεια το ύψος της ευεργεσίας δια του Ιησού και εκ του Ιησού. Το γεγονός αποδεικνύει για άλλη μια φορά την υπερφυσικώς χορηγούμενη θεραπεία, αφού σε εκείνο το χώρο περίμεναν και θεραπεύονταν και πολλοί κατεχόμενοι από ανίατα νοσήματα. Όταν τον είδε ο Ιησούς κατάκοιτο και ανήμπορο να ανασηκωθεί, και με τη θεία Του διερευνητική ματιά διέκρινε ότι για πολλά χρόνια ήταν ασθενής –οι υπομένοντες με ελπίδα προς τον Κύριον ευεργετούνται υπ’ Αυτού πλουσίως- τον ρώτησε: «Θέλεις να γίνεις καλά;» Η ερώτηση του Χριστού αποσκοπούσε στη συνειδητοποίηση δυνατότητας σωτηρίας από Αυτόν τον ίδιο ως Θεάνθρωπο, και άρα στο να αναχθεί ο παραλυτικός προς την βοήθειαν του Υψίστου. Του αποκρίθηκε ο άρρωστος (με πραότητα, ενώ θα μπορούσε λόγω της μακροχρονίου ασθενείας να έχει ψυχικά σκληρύνει): «Κύριε (δείχνει προς τον Ιησού σεβασμό και ταπείνωση), ΔΕΝ ΕΧΩ ΚΑΝΕΝΑΝ να με βάλει στη δεξαμενή μόλις αναταραχθούν τα νερά. Έτσι, ενώ εγώ προσπαθώ να πλησιάσω (συρόμενος) μόνος μου, πάντοτε κάποιος άλλος κατεβαίνει στο νερό ΠΡΙΝ από μένα» (επιβεβαιώνεται εκ νέου εδώ η θαυματουργικώς άνωθεν χορηγούμενη ίαση). Από τα τελευταία λόγια του ασθενούς, διδασκόμαστε τα εξής: 1. Ο καθένας ενεργούσε μόνο με το συμφέρον του, αδιαφορούσαν γι’ αυτόν, και ουδείς του έδειξε αγάπη (ώστε να του δώσει τη θέση του), στάση που δεν πρέπει να χαρακτηρίζει τη ζωή των χριστιανών. 2. Οφείλουμε να είμαστε υπομονετικοί και προς τις μεγαλύτερες περιφρονήσεις, διότι ο Θεός δεν ξεχνά κανέναν, ενώ αντίθετα έχει πάντα το σκοπό Του προς τη σωτηρία μας. 3. Πόσοι και πόσοι συνάνθρωποί μας δεν έχουν πράγματι ‘κανέναν’ για να ανταλλάξουν έναν λόγο, να τους παρηγορήσουν ή να τους συντρέξουν. Την έλλειψη ενδιαφέροντος των άλλων προς το πρόσωπο του παραλύτου (και προς κάθε αναξιοπαθούντα) θεραπεύει ο Χριστός, δεδομένου ότι σε λίγο θα τον αποκαταστήσει και πάλι στην κοινωνία (και δια της Θ. Κοινωνίας μάς συντροφεύει για πάντα) και θα απολαύει πλέον την φιλία και παρουσία των άλλων (και του Αγίου Πνεύματος). Ο Ιησούς τού λέει: «Σήκω πάνω, πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα» (για να διαπιστώσει την εκ νέου δύναμη και κίνηση των μελών του). Δεν του είπε ο Ιησούς: “Σου εύχομαι να γίνεις καλά”, σαν να ήταν ένας ακόμη προφήτης, αλλά επιτάσσει την αρρώστια ως Θεός, και αυτή απομακρύνεται στη στιγμή. Κι ΑΜΕΣΩΣ ο άνθρωπος έγινε καλά, ΣΗΚΩΣΕ το κρεβάτι του (έδειξε εμπιστοσύνη, αποπειράθηκε και σηκώθηκε, ένεκα της πίστεώς του συνεργάστηκε με τον Χριστό) και περπατούσε (πλήρως δηλαδή θεραπεύτηκε). Για να μη φανεί ότι τέχνασμα ήταν ή κούφια λόγια εντυπωσιασμού του πλήθους.
Η ημέρα που έγινε αυτό ήταν Σάββατο (και δεν ήταν τυχαίο που ο Κύριος θαυματουργούσε κατά το Σάββατο, αφού έτσι το θαύμα γινόταν ευρέως γνωστό). Έλεγαν λοιπόν οι Ιουδαίοι άρχοντες στον θεραπευμένο, η πράξη του οποίου μπορούσε να επιφέρει ακόμη και λιθοβολισμό: «Είναι Σάββατο, και δεν επιτρέπεται να σηκώνεις και μεταφέρεις το κρεβάτι σου» (Κατά την Κυριακή πλέον, για εμάς τους χριστιανούς, πρέπει να αποδιώχνουμε όχι την σωματική αργία, αλλά των κακών την αστοχία). Οι Ιουδαίοι άρχοντες δεν έβλεπαν το μεγαλείο του θαύματος, αλλά παρέμεναν δούλοι της τυπικότητάς τους. Αυτός όμως τους απάντησε: «Εκείνος που μ’ έκανε καλά, ΕΚΕΙΝΟΣ μου είπε “πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα”». Δηλαδή τους έλεγε: “Αφού μπόρεσε να με κάνει καλά, σημαίνει ότι οφείλω να τον υπακούσω, διότι δεν είναι συνηθισμένος άνθρωπος, αλλά εκ Θεού ορμάται την θεραπεία”. Τον ρώτησαν: «Ποιος είναι ο άνθρωπος (ομιλούντες περιφρονητικά για να τον συκοφαντήσουν στη συνέχεια) που σου είπε “πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα”;» Ο θεραπευμένος όμως δεν ήξερε να πει ποιος ήταν -διότι δεν ήταν ακόμη σε όλους γνωστός ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα, όπως δυστυχώς και σε πολλούς ανθρώπους παγκοσμίως. Και ενώ ευεργετούμαστε δια της μεσιτείας Του συνεχώς, αγνοούμε Αυτόν προσωπικώς!- επειδή ο Κύριος είχε φύγει απαρατήρητος δια μέσου του πλήθους που ήταν μαζεμένο εκεί, ένεκα της ταπείνωσής Του, αλλά και για να κατασιγάσει τον φθόνο των Ιουδαίων.
Μετά από κάμποσο καιρό (αφού μειώθηκε η απήχηση και τα αρνητικά των φανατικών Ιουδαίων συναισθήματα εκ του γεγονότος), ο Ιησούς βρήκε τον ιαθέντα στον ναό (αποσκοπώντας και στην ψυχική θεραπεία του πρώην παραλύτου, ο οποίος εξάλλου ευχαριστούσε τον Θεό προσευχόμενος) και του είπε: «Βλέπεις, έχεις γίνει καλά. Από εδώ και πέρα μην αμαρτάνεις, για να μην πάθεις τίποτα χειρότερο». Δια των λόγων λοιπόν του Χριστού διαπιστώνουμε:
(α) πως αν και πολλές ασθένειες δεν οφείλονται φυσικά σε αμαρτωλή ζωή, εν τούτοις πολλές αμαρτίες (άστατη ζωή, πάθη, μνησικακία, αλκοολισμός, πνευματική νέκρωση κ.α.) οδηγούν σε νευρώσεις και σε οργανικές δυσλειτουργίες,
(β) πως υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος υποτροπής στα λάθη, στην αποτυχία και τα πάθη (Ματθ. 12,45),
(γ) πως η κοινωνία και αγαπητική σχέση με τον Ιησού και τους συνανθρώπους μάς σώζει και όχι απλά η σωματική θεραπεία, γι’ αυτό απαιτείται ασκητική εγρήγορση, μετάνοια και μυστηριακή ζωή εν τω ναώ και εν τη κοινή λατρεία, όπου και ο θεραπευθείς συνάντησε τον Ιησού, και
(δ) πως ο Χριστός γνωρίζει ως Θεός τα πάντα, ακόμη και τα μη λεχθέντα και τα απόρρητα των ανθρώπων.
Ο άνθρωπος έφυγε αμέσως και ανάγγειλε στους Ιουδαίους άρχοντες ότι ο Ιησούς ήταν αυτός που τον γιάτρεψε (ως ευγνώμων και όχι σαν προδότης, ενώ υπεισέρχεται εν μέρει και το συμφέρον εξαλείψεως της προσωπικής του ευθύνης ενώπιον των ιουδαϊκών αρχών). Όπως και να’ χει όμως, πάλι τον ιατρόν ψυχών και σωμάτων έκανε γνωστό στους πάντες.
Γι’ αυτόν τον λόγο οι Ιουδαίοι καταδίωκαν (κατ’ εξακολούθησιν) τον Ιησού και ζητούσαν να τον σκοτώσουν, γιατί έκανε τα έργα αυτά το Σάββατο (η πρώτη φανερή εκδήλωση της συνεχιζόμενης έκτοτε εχθρότητάς τους). Ο Ιησούς όμως τους έλεγε: «ΟΠΩΣ ο Πατέρας ΜΟΥ εξακολουθεί να εργάζεται ως τώρα (επί του προνοείν), ΜΕ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΤΡΟΠΟ και εγώ εργάζομαι (συνεχώς)».
Τους λέγει δηλαδή:
(α) Ότι είναι λάθος να Τον κατηγορούν, όπως δεν κατηγορούν τον Θεό, ο οποίος πάντοτε εργάζεται και είναι Πατέρας Του,
(β) Ότι η ανάπαυση του Θεού κατά το Σάββατο δεν σημαίνει αναισθησία, αλλά ενέργεια ευεργεσίας και αγάπης που πρέπει να χαρακτηρίζει και τους ανθρώπους,
(γ) Ότι εργάζεται ο Κύριος και ως Υιός του Θεού εν τη Τριαδική Του ζωή και δημιουργεί και οικονομεί και προνοεί και συντηρεί και ενδιαφέρεται για σύμπασα την δημιουργία Του και ιδιαιτέρως για τον άνθρωπο (άρα απορρίπτεται η πλανεμένη θεωρία του Δεϊσμού πως δεν μεριμνά ο Θεός για τα ανθρώπινα και παραμένει απομακρυσμένος),
(δ) Ότι και ως Θεάνθρωπος εξακολουθεί να εργάζεται, εμφανίζοντας δημόσια την τελεία υπακοή προς τον Πατέρα Του, και ταυτόχρονα την τελεία ένωση μαζί Του.
Γι’ αυτά τα λόγια που είπε ο Χριστός, οι Ιουδαίοι άρχοντες επιζητούσαν ακόμη περισσότερο να τον σκοτώσουν (χωρίς να ελέγχουν καθημερινά, όπως όφειλαν, τις αποδείξεις-θαύματα και τη μοναδική διδασκαλία Του), γιατί όχι μόνο παραβίαζε τους κανόνες για το Σάββατο (πρώτη σημαντική αιτία της έχθρας τους), αλλά και το Θεό τον ονόμαζε πατέρα Του, ΕΞΙΣΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ (κατά τη φύση) ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ, κατ’ αποκλειστικήν δηλονότι έννοιαν (δεύτερη σοβαρότερη αιτία εναντίωσής τους) [Ιω. 5,1-18].
Ας μην αποθαρρυνόμαστε επομένως ποτέ, και ας μην είμαστε αχάριστοι (όπως δεν ήταν και ο ιαθείς παραλυτικός) προς τον ευεργέτη μας Χριστό. Υπάρχει σωματική Βηθεσδά, όπως υπάρχει και πνευματική Βηθεσδά. Ένας θεραπευμένος σωματικά, μπορεί να είναι (και να μείνει) και παράλυτος πνευματικά. Εκατομμύρια άνθρωποι όμως αναγεννώνται στο διάβα της ιστορίας, δια της ευσεβούς και αγιοπνευματικής ζωής των, αγιάζονται δια του λουτρού της Ιεράς Εξομολογήσεως και της Θείας Μεταλήψεως, και πράττουν καθημερινά το θέλημά Του. Άλλωστε η υγεία του σώματος είναι πρόσκαιρη, λόγω καί του γήρατος καί του αιφνιδίου θανάτου. Η υγεία του πνεύματός μας και η ανόθευτη και αληθινή πίστη είναι τα μελήματά μας, αφού δι’ αυτών καλούμαστε να ζήσουμε αιωνίως και ψυχοσωματικώς εν τη αγκάλη του Τριαδικού Θεού {βλ. Π. Ν. Τρεμπέλα, ‘Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον’, εκδ. Ο Σωτήρ, 1990, σελ. 170-182).
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)