Δρ.
Ειρήνη Αρτέμη
Ὁ
Κύριλλος σημαντικός ἐκπρόσωπος τῆς
Ἀλεξανδρινῆς Σχολῆς καί σφοδρός
πολέμιος τοῦ Νεστορίου ἀναδείχθηκε
μέσα στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας
σπουδαῖος καί δόκιμος θεολόγος[1].
Ἄλλωστε
εἶναι χαρακτηριστικά τά προσωνύμια[2]
πού τοῦ ἀποδίδονται καί ἀπό τά ὁποῖα
διαφαίνεται ἡ ἐξέχουσα προσωπικότητά
του.
Πρίν
ἀπό τό ξέσπασμα τῆς Νεστοριανικῆς καί
Κυρίλλειας συγκρούσεως (428-431), ἡ θεολογική
καί κυρίως ἡ χριστολογική του διδασκαλία
ἀποτύπωνε σέ μεγάλο βαθμό τήν ἀντίστοιχη
διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου[3]
καί τῶν Καππαδοκῶν. Ὁ Κύριλλος, ὅπως
ὁ Ἀθανάσιος καί οἱ Καππαδόκες, ἐπιμένει
στήν ἑνότητα καί στήν ταυτότητα τῆς
οὐσίας τῶν τριῶν Ὑποστάσεων, ἡ ὁποία
ἐκφράζεται μέ τήν κοινή θέληση καί τήν
κοινή ἐνέργεια αὐτῶν. Κάθε ἐνέργεια
εἶναι κοινή καί στίς τρεῖς ὑποστάσεις,
δηλαδή στά τρία θεῖα πρόσωπα, τά ὁποῖα
εἶναι παρόντα σέ κάθε εἶδος δράσεως[4].
Προέβαλλε τήν πλήρη ἀνθρωπότητα τοῦ
Χριστοῦ ὡς ναοῦ τοῦ Θεοῦ ἤ ὡς σάρκας
στήν ὁποία ἐγκατοίκησε ὁ Θεός Λόγος[5].
Κατοχυρώνει τίς ἀπόψεις του πάνω στίς
διδασκαλίες προγενέστερων πατέρων τῆς
Ἐκκλησίας μας˙ «ἔσται δέ τοῦτο καί
μᾶλα ὀρθῶς εἰς τοῖς τῶν Ἁγίων Πατέρων
περιτυγχάνοντες λόγοις, περί πολλοῦ
τε αὐτούς ποιεῖσθαι σπουδάζομεν, καί
δοκιμάζοντες ἑαυτούς εἰ ἐσμέν ἐν τῇ
πίστει κατά τό γεγραμμένον, ταῖς ἐκείνων
ὀρθαῖς καί ἀνεπιλήπτοις δόξαις τάς
ἐν ἡμῖν ἐννοίας εὔ μάλα συμπλάττομεν»[6].
Χαράζει ἔτσι τό δρόμο τῆς θεολογικῆς
του σκέψεως μέ τό «ἰχνηλατεῖν»[7] πάνω
στήν εὐσέβεια τῶν πατέρων αὐτῶν.
Ὁ
ἀλεξανδρινός Πατήρ εἶχε μιά ἐξαιρετική
γνώση τῶν Γραφῶν. Ὄχι μόνο εἶχε τήν
ἄνεση νά προσεγγίζει τά διάφορα χωρία
τῶν Ἁγίων Γραφῶν, ἀλλά καί τά
χρησιμοποιοῦσε στίς διαφωνίες του
ἐναντίον τῶν ἀρειανῶν ἤ τῶν νεστοριανῶν.
Ἔτρεφε ἰδιαίτερη ἀγάπη γιά τήν
ἐκκλησιαστική παράδοση καί γιά τό
ἀποστολικό κήρυγμα. Τόν βρίσκουμε ἀκόμη
νά χρησιμοποιεῖ μέ μεγάλη ἀκρίβεια
αὐτά τά ὁποῖα μεταφέρει ἀπό τά βιβλικά
κείμενα καί νά τούς δίνει τό πλεονέκτημα
τῆς ἑρμηνείας. Ἦταν σχεδόν ἀδύνατο
στό ἔργο του νά διαχωριστοῦν οἱ
πατερικές πηγές ἀπό τίς ἐκκλησιαστικές.
Ἡ πλειοψηφία τῶν κειμένων τῶν πατέρων
τά ὁποῖα αὐτός παραθέτει εἰδικά κατά
τή διάρκεια τῆς νεστοριανικῆς διαμάχης
δέν εἶναι τά ὑπομνήματα στή Γραφή, ἀλλά
περιέχουν πολλά ἀποσπάσματα ἀπό κείμενα
τῶν Γραφῶν καί μοιάζουν μέ θήκη στήν
ὁποία φυλάσσονται πανάκριβα κοσμήματα.
Ἔτσι συχνά βρίσκουμε στά ἔργα του
ἐκφράσεις ὅπως: «ἡ Γραφή λέει ἤ οἱ
πατέρες λένε»[8].
Ὁ
Κύριλλος γνωρίζει τό πεπερασμένο τῆς
λογικῆς τοῦ ἀνθρωπίνου νοῦ γι' αὐτό
καί θεωρεῖ ἀπαραίτητο νά στηρίζουμε
τά θεμέλια τῆς θεολογίας στήν ἄμεση
μαρτυρία τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ[9]. Μάλιστα
ὁ ἅγιος Κύριλλος ἐπίμονα τόνιζε ὅτι
στά ὅρια τῆς λογικῆς συνειδήσεως ὄχι
μόνο ἡ θεία οὐσία ἀλλά καί τά μυστικά
τῆς θελήσεως τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀκατάληπτα
καί ἀνεξερεύνητα ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ὁ
τελευταῖος δέ θά ἔπρεπε νά ἐρευνᾶ μέ
πολλή περιέργεια νά βρεῖ αἰτίες καί
ἀρχές[10]. Κατανοεῖ τό ἀπρόσιτο καί τό
ἄπειρον τῆς θείας φύσεως. Συγχρόνως
διαμορφώνει τή θεολογική του σκέψη
βασιζόμενος στή θεολογία τοῦ κατά
Ἰωάννη Εὐαγγελίου, στήν πρός Ἑβραίους
ἐπιστολή καί σέ ἕναν σπουδαῖο παράγοντα
τῆς ἀλεξανδρινῆς θεολογικῆς παραδόσεως,
τόν Μ. Ἀθανάσιο[11]. Ἐπίσης σημαντική
ἐπίδραση ἀσκεῖ στή θεολογία τοῦ
Κυρίλλου καί ἕνας ἄλλος Πατήρ τῆς
Ἐκκλησίας, ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος[12].