Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2014

Οἱ πηγές καί ἡ σημασία τῆς θεολογίας τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας.

Δρ. Ειρήνη Αρτέμη

Ὁ Κύριλλος σημαντικός ἐκπρόσωπος τῆς Ἀλεξανδρινῆς Σχολῆς καί σφοδρός πολέμιος τοῦ Νεστορίου ἀναδείχθηκε μέσα στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας σπουδαῖος καί δόκιμος θεολόγος[1].

Ἄλλωστε εἶναι χαρακτηριστικά τά προσωνύμια[2] πού τοῦ ἀποδίδονται καί ἀπό τά ὁποῖα διαφαίνεται ἡ ἐξέχουσα προσωπικότητά του.


Πρίν ἀπό τό ξέσπασμα τῆς Νεστοριανικῆς καί Κυρίλλειας συγκρούσεως (428-431), ἡ θεολογική καί κυρίως ἡ χριστολογική του διδασκαλία ἀποτύπωνε σέ μεγάλο βαθμό τήν ἀντίστοιχη διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου[3] καί τῶν Καππαδοκῶν. Ὁ Κύριλλος, ὅπως ὁ Ἀθανάσιος καί οἱ Καππαδόκες, ἐπιμένει στήν ἑνότητα καί στήν ταυτότητα τῆς οὐσίας τῶν τριῶν Ὑποστάσεων, ἡ ὁποία ἐκφράζεται μέ τήν κοινή θέληση καί τήν κοινή ἐνέργεια αὐτῶν. Κάθε ἐνέργεια εἶναι κοινή καί στίς τρεῖς ὑποστάσεις, δηλαδή στά τρία θεῖα πρόσωπα, τά ὁποῖα εἶναι παρόντα σέ κάθε εἶδος δράσεως[4]. Προέβαλλε τήν πλήρη ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ ὡς ναοῦ τοῦ Θεοῦ ἤ ὡς σάρκας στήν ὁποία ἐγκατοίκησε ὁ Θεός Λόγος[5]. Κατοχυρώνει τίς ἀπόψεις του πάνω στίς διδασκαλίες προγενέστερων πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας˙ «ἔσται δέ τοῦτο καί μᾶλα ὀρθῶς εἰς τοῖς τῶν Ἁγίων Πατέρων περιτυγχάνοντες λόγοις, περί πολλοῦ τε αὐτούς ποιεῖσθαι σπουδάζομεν, καί δοκιμάζοντες ἑαυτούς εἰ ἐσμέν ἐν τῇ πίστει κατά τό γεγραμμένον, ταῖς ἐκείνων ὀρθαῖς καί ἀνεπιλήπτοις δόξαις τάς ἐν ἡμῖν ἐννοίας εὔ μάλα συμπλάττομεν»[6]. Χαράζει ἔτσι τό δρόμο τῆς θεολογικῆς του σκέψεως μέ τό «ἰχνηλατεῖν»[7] πάνω στήν εὐσέβεια τῶν πατέρων αὐτῶν.

Ὁ ἀλεξανδρινός Πατήρ εἶχε μιά ἐξαιρετική γνώση τῶν Γραφῶν. Ὄχι μόνο εἶχε τήν ἄνεση νά προσεγγίζει τά διάφορα χωρία τῶν Ἁγίων Γραφῶν, ἀλλά καί τά χρησιμοποιοῦσε στίς διαφωνίες του ἐναντίον τῶν ἀρειανῶν ἤ τῶν νεστοριανῶν. Ἔτρεφε ἰδιαίτερη ἀγάπη γιά τήν ἐκκλησιαστική παράδοση καί γιά τό ἀποστολικό κήρυγμα. Τόν βρίσκουμε ἀκόμη νά χρησιμοποιεῖ μέ μεγάλη ἀκρίβεια αὐτά τά ὁποῖα μεταφέρει ἀπό τά βιβλικά κείμενα καί νά τούς δίνει τό πλεονέκτημα τῆς ἑρμηνείας. Ἦταν σχεδόν ἀδύνατο στό ἔργο του νά διαχωριστοῦν οἱ πατερικές πηγές ἀπό τίς ἐκκλησιαστικές. Ἡ πλειοψηφία τῶν κειμένων τῶν πατέρων τά ὁποῖα αὐτός παραθέτει εἰδικά κατά τή διάρκεια τῆς νεστοριανικῆς διαμάχης δέν εἶναι τά ὑπομνήματα στή Γραφή, ἀλλά περιέχουν πολλά ἀποσπάσματα ἀπό κείμενα τῶν Γραφῶν καί μοιάζουν μέ θήκη στήν ὁποία φυλάσσονται πανάκριβα κοσμήματα. Ἔτσι συχνά βρίσκουμε στά ἔργα του ἐκφράσεις ὅπως: «ἡ Γραφή λέει ἤ οἱ πατέρες λένε»[8].

Ὁ Κύριλλος γνωρίζει τό πεπερασμένο τῆς λογικῆς τοῦ ἀνθρωπίνου νοῦ γι' αὐτό καί θεωρεῖ ἀπαραίτητο νά στηρίζουμε τά θεμέλια τῆς θεολογίας στήν ἄμεση μαρτυρία τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ[9]. Μάλιστα ὁ ἅγιος Κύριλλος ἐπίμονα τόνιζε ὅτι στά ὅρια τῆς λογικῆς συνειδήσεως ὄχι μόνο ἡ θεία οὐσία ἀλλά καί τά μυστικά τῆς θελήσεως τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀκατάληπτα καί ἀνεξερεύνητα ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ὁ τελευταῖος δέ θά ἔπρεπε νά ἐρευνᾶ μέ πολλή περιέργεια νά βρεῖ αἰτίες καί ἀρχές[10]. Κατανοεῖ τό ἀπρόσιτο καί τό ἄπειρον τῆς θείας φύσεως. Συγχρόνως διαμορφώνει τή θεολογική του σκέψη βασιζόμενος στή θεολογία τοῦ κατά Ἰωάννη Εὐαγγελίου, στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή καί σέ ἕναν σπουδαῖο παράγοντα τῆς ἀλεξανδρινῆς θεολογικῆς παραδόσεως, τόν Μ. Ἀθανάσιο[11]. Ἐπίσης σημαντική ἐπίδραση ἀσκεῖ στή θεολογία τοῦ Κυρίλλου καί ἕνας ἄλλος Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος[12].

Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2014

Μάριος Μπέγζος: Η ελευθερία ως τρόπος ύπαρξης της ζωής Μέρος πρώτο

«Καίριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της χριστιανικής θεολογίας της εποχής μας είναι ο ρεαλισμός με την έννοια ότι μετατοπίζεται το θεμέλιο της οντολογίας από την ανάγκη στην αγάπη και την ελευθερία. Αξιοσημείωτο είναι ότι η ανάγκη είναι πρωτίστως θεολογική κατηγορία του προχριστιανισμού. Μεταγενέστερα υιοθετήθηκε από την κλασική φιλοσοφία και επαναβιώθηκε κατά τους Ν. Χρόνους μέσω του εκκοσμικευμένου δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού. Αντιθέτως η ελευθερία ήταν ανέκαθεν η κατ'εξοχήν οντολογική βάση της χριστιανικής πίστης παρά τις ιστορικές επισκιάσεις (Ιερά Εξέταση) και τις περιστασιακές εξαιρέσεις (Γαλιλαίος, Μπρούνο) που δεν αναιρούν τον κανόνα και ούτε αίρουν την Ορθοδοξία. Ανάγκη και ελευθερία θεμελιώνουν  δυο τελείως ασύμπτωτες οντολογίες, η μεν πρώτη την εξωχριστιανική, η δε τελευταία τη χριστιανική.
Η θεολογική ορθοδοξία του ιουδαιοχριστιανισμού (από τους προπάτορες του Ισραήλ ως τους Πατέρες της Εκκλησίας) είναι ο ρεαλισμός. Ο Μπόμαν διαφοροποιεί οντολογικά την εβραϊκή νοοτροπία από την ελληνική βάσει του σχήματος «δυναμικότητα-στατικότητα»: «Εάν θελήσει κάποιος να χαρακτηρίσει την ισραηλιτική σκέψη, οφείλει να υπογραμμίσει πρωτίστως το δυναμικό, ενεργητικό, περιπαθή και σχεδόν εκρηκτικό χαρακτήρα της. Στην ελληνική σκέψη ταιριάζει το στατικό, ήρεμο, μετριοπαθές και αρμονικό στοιχείο» (T.Boman, Das hebraische Denken im Vergleich mit den griechischen). Τονίζει ότι «κατά την ισραηλιτική αντίληψη όλα είναι σε αέναη, Θεός και άνθρωπος, φύση και κόσμος» και επιμένει ότι «οι Έλληνες περιγράφουν την πραγματικότητα ως Είναι, οι Εβραίοι ως κίνηση». 
Αποκαλυπτικότερος είναι ο Τρεμοντάν ο οποίος δηλώνει: «η δημιουργία, ο χρόνος, η ιδέα του προσώπου, η ιδέα της αγάπης είναι έννοιες που διαφεύγουν από τους σύγχρονους φιλοσόφους. Αυτή είναι η κύρια συμβολή της βιβλικής παράδοσης και το αντικείμενο μιας χριστιανικής φιλοσοφίας» (C. Tresmontant, Essai sur la pensee hebraique). Αποφαίνεται ότι «η βιβλική διαλεκτική χρόνου και αιωνιότητας θεμελιώνει μια μεταφυσική της ελευθερίας για την ανθρώπινη δράση και μια θεολογία, όπου ο ορθός λόγος όλων βρίσκεται μέσα στην αγάπη». Και το διευκρινίζει ως εξής: «Η βιβλική έννοια της ελευθερίας είναι η βιβλική έννοια του χρόνου...Ο Θεός δεν μας προδιαγράφει ένα έτοιμο πρότυπο το οποίο αρκεί να ακολουθήσουμε με υπακοή. Μας ζητά να είμαστε δημιουργικοί, πρωτότυποι εφευρετές της μοναδικής οδού στην οποία έχουμε κληθεί...Οι μεταφυσικές, που αρνούνται τον πραγματικό χρόνο, αρνούνται επίσης και την ελευθερία». Γι'αυτό αποκαλεί τη βιβλική σκέψη «φιλοσοφία του σπέρματος», αφού περικλείει εντός της το δυναμισμό της ελευθερίας του Γίγνεσθαι. Συνέπεια αυτού είναι ότι για πρώτη φορά ο ιουδαιοχριστιανισμός λαμβάνει σοβαρά υπόψη του το πρόβλημα του κακού σε αντίθεση προς τον πλατωνισμό που εξωραϊζει αυτό αισθητικά. Μολονότι «η εβραϊκή σκέψη είναι αισιόδοξη, ωστόσο η μεταφυσική του κακού διανοίγει μια διάσταση πολύ πιο τραγική από ότι ο πλατωνισμός».