Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2014

Οἱ πηγές καί ἡ σημασία τῆς θεολογίας τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας.

Δρ. Ειρήνη Αρτέμη

Ὁ Κύριλλος σημαντικός ἐκπρόσωπος τῆς Ἀλεξανδρινῆς Σχολῆς καί σφοδρός πολέμιος τοῦ Νεστορίου ἀναδείχθηκε μέσα στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας σπουδαῖος καί δόκιμος θεολόγος[1].

Ἄλλωστε εἶναι χαρακτηριστικά τά προσωνύμια[2] πού τοῦ ἀποδίδονται καί ἀπό τά ὁποῖα διαφαίνεται ἡ ἐξέχουσα προσωπικότητά του.


Πρίν ἀπό τό ξέσπασμα τῆς Νεστοριανικῆς καί Κυρίλλειας συγκρούσεως (428-431), ἡ θεολογική καί κυρίως ἡ χριστολογική του διδασκαλία ἀποτύπωνε σέ μεγάλο βαθμό τήν ἀντίστοιχη διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου[3] καί τῶν Καππαδοκῶν. Ὁ Κύριλλος, ὅπως ὁ Ἀθανάσιος καί οἱ Καππαδόκες, ἐπιμένει στήν ἑνότητα καί στήν ταυτότητα τῆς οὐσίας τῶν τριῶν Ὑποστάσεων, ἡ ὁποία ἐκφράζεται μέ τήν κοινή θέληση καί τήν κοινή ἐνέργεια αὐτῶν. Κάθε ἐνέργεια εἶναι κοινή καί στίς τρεῖς ὑποστάσεις, δηλαδή στά τρία θεῖα πρόσωπα, τά ὁποῖα εἶναι παρόντα σέ κάθε εἶδος δράσεως[4]. Προέβαλλε τήν πλήρη ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ ὡς ναοῦ τοῦ Θεοῦ ἤ ὡς σάρκας στήν ὁποία ἐγκατοίκησε ὁ Θεός Λόγος[5]. Κατοχυρώνει τίς ἀπόψεις του πάνω στίς διδασκαλίες προγενέστερων πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας˙ «ἔσται δέ τοῦτο καί μᾶλα ὀρθῶς εἰς τοῖς τῶν Ἁγίων Πατέρων περιτυγχάνοντες λόγοις, περί πολλοῦ τε αὐτούς ποιεῖσθαι σπουδάζομεν, καί δοκιμάζοντες ἑαυτούς εἰ ἐσμέν ἐν τῇ πίστει κατά τό γεγραμμένον, ταῖς ἐκείνων ὀρθαῖς καί ἀνεπιλήπτοις δόξαις τάς ἐν ἡμῖν ἐννοίας εὔ μάλα συμπλάττομεν»[6]. Χαράζει ἔτσι τό δρόμο τῆς θεολογικῆς του σκέψεως μέ τό «ἰχνηλατεῖν»[7] πάνω στήν εὐσέβεια τῶν πατέρων αὐτῶν.

Ὁ ἀλεξανδρινός Πατήρ εἶχε μιά ἐξαιρετική γνώση τῶν Γραφῶν. Ὄχι μόνο εἶχε τήν ἄνεση νά προσεγγίζει τά διάφορα χωρία τῶν Ἁγίων Γραφῶν, ἀλλά καί τά χρησιμοποιοῦσε στίς διαφωνίες του ἐναντίον τῶν ἀρειανῶν ἤ τῶν νεστοριανῶν. Ἔτρεφε ἰδιαίτερη ἀγάπη γιά τήν ἐκκλησιαστική παράδοση καί γιά τό ἀποστολικό κήρυγμα. Τόν βρίσκουμε ἀκόμη νά χρησιμοποιεῖ μέ μεγάλη ἀκρίβεια αὐτά τά ὁποῖα μεταφέρει ἀπό τά βιβλικά κείμενα καί νά τούς δίνει τό πλεονέκτημα τῆς ἑρμηνείας. Ἦταν σχεδόν ἀδύνατο στό ἔργο του νά διαχωριστοῦν οἱ πατερικές πηγές ἀπό τίς ἐκκλησιαστικές. Ἡ πλειοψηφία τῶν κειμένων τῶν πατέρων τά ὁποῖα αὐτός παραθέτει εἰδικά κατά τή διάρκεια τῆς νεστοριανικῆς διαμάχης δέν εἶναι τά ὑπομνήματα στή Γραφή, ἀλλά περιέχουν πολλά ἀποσπάσματα ἀπό κείμενα τῶν Γραφῶν καί μοιάζουν μέ θήκη στήν ὁποία φυλάσσονται πανάκριβα κοσμήματα. Ἔτσι συχνά βρίσκουμε στά ἔργα του ἐκφράσεις ὅπως: «ἡ Γραφή λέει ἤ οἱ πατέρες λένε»[8].

Ὁ Κύριλλος γνωρίζει τό πεπερασμένο τῆς λογικῆς τοῦ ἀνθρωπίνου νοῦ γι' αὐτό καί θεωρεῖ ἀπαραίτητο νά στηρίζουμε τά θεμέλια τῆς θεολογίας στήν ἄμεση μαρτυρία τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ[9]. Μάλιστα ὁ ἅγιος Κύριλλος ἐπίμονα τόνιζε ὅτι στά ὅρια τῆς λογικῆς συνειδήσεως ὄχι μόνο ἡ θεία οὐσία ἀλλά καί τά μυστικά τῆς θελήσεως τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀκατάληπτα καί ἀνεξερεύνητα ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ὁ τελευταῖος δέ θά ἔπρεπε νά ἐρευνᾶ μέ πολλή περιέργεια νά βρεῖ αἰτίες καί ἀρχές[10]. Κατανοεῖ τό ἀπρόσιτο καί τό ἄπειρον τῆς θείας φύσεως. Συγχρόνως διαμορφώνει τή θεολογική του σκέψη βασιζόμενος στή θεολογία τοῦ κατά Ἰωάννη Εὐαγγελίου, στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή καί σέ ἕναν σπουδαῖο παράγοντα τῆς ἀλεξανδρινῆς θεολογικῆς παραδόσεως, τόν Μ. Ἀθανάσιο[11]. Ἐπίσης σημαντική ἐπίδραση ἀσκεῖ στή θεολογία τοῦ Κυρίλλου καί ἕνας ἄλλος Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος[12].

Ἐπηρεασμένος ἀπό αὐτόν, ὁ Κύριλλος κάνει λόγο γιά παλαιό καί νέο Ἀδάμ. Ἔτσι, λοιπόν, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὡς δεύτερος Ἀδάμ θά ἀνακαινήσει τόν πεπτωκότα ἄνθρωπο[13]. Ὅπως ὁ παλαιός Ἀδάμ ὑπῆρξε ἡ «ἀπαρχή τοῦ φυσικοῦ τῶν ἀνθρώπων γένους»[14], ἔτσι καί ὁ Χριστός, ὡς νέος Ἀδάμ, διά τῆς σαρκώσεως Του, θά ἐκληφθεῖ ὅτι «ὅλην εἶχεν ἐν ἑαυτῷ τήν φύσιν, ἵνα πᾶσαν ἐπανορθώσῃ μετασκευάσας εἰς τό ἀρχαῖον»[15]. Ὁ ἀλεξανδρινός Πατήρ διδάσκει ὅτι, ὅπως διά μέσου τῆς πτώσεως τοῦ παλαιοῦ Ἀδάμ κληρονομήσαμε τήν εἰκόνα τοῦ χοϊκοῦ μέ τά πάθη καί τή φθορά, ἔτσι καί μέσῳ τοῦ δεύτερου Ἀδάμ, τοῦ Χριστοῦ, κληρονομοῦμεν τήν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου, τήν ἀπάθεια καί τήν ἀφθαρσία[16].

Ὁ χαρακτηρισμός τοῦ Χριστοῦ ὡς «δεύτερου Ἀδάμ»[17] ὑπάρχει διάσπαρτος σέ πολλά ἀπό τά συγγραφικά πονήματα[18] τοῦ ἁγίου Κυρίλλου. Μέσα σέ αὐτά θεωρεῖ τό Χριστό ὡς «ἀπαρχήν τῆς ἀναμορφουμένης κτίσεως»[19] καί «ῥίζαν δευτέραν τῆς ἀνθρωπότητος»[20]. Κατά τόν Κύριλλο ὁ ἐνανθρωπήσας Λόγος σώζει τό ἀνθρώπινο γένος ἀπό τήν ἁμαρτία μέ τήν ὑπακοή Του στό θεῖο θέλημα, κάτι πού δέν προσπάθησε νά τηρήσει ὁ πρωτόπλαστος Ἀδάμ[21]. Παρατηροῦμε λοιπόν, ὅτι ὁ Κύριλλος εἶχε ἀφομοιώσει στό ἔπακρο τή θεολογία τοῦ ἁγίου Εἰρηναίου Λουγδούνου, ὅσον ἀφορᾷ στόν πρῶτο Ἀδάμ καί δεύτερο Ἀδάμ - Χριστό.

Παραπάνω, ἀναφέρθηκαν ἀρκετά χωρία ἀπό ἔργα τοῦ Κυρίλλου πού δείχνουν τήν ἐπιρροή τῆς θεολογίας τοῦ Εἰρηναίου[22]. Βέβαια στά ἔργα τοῦ πρώτου ὑπάρχουν δεκάδες ἄλλα χωρία πού θά μπορούσαμε νά παραθέσουμε γιά νά δείξουμε τήν ἔμφαση πού ἔδινε ὁ Κύριλλος στόν παραλληλισμό τοῦ Ἀδάμ ὡς χοϊκοῦ καί τοῦ Χριστοῦ ὡς ἐπουρανίου. Ἐμεῖς παραθέσαμε τά πιό χαρακτηριστικά.

Ὁ Γ. Φλορόφσκυ[23] σημειώνει ὅτι γιά τόν Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, «ἡ ὕψιστη ἀλήθεια τῆς πίστεως μας εἶναι ἡ τριαδική φύση τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἀλήθεια αὐτή ἀποκαλύπτεται μόνο ἐν Χριστῳ καί διά τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή εἶναι ἡ οὐσιαστική καινότητα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Τριαδική ἀλήθεια εἶναι συγχρόνως ἕνα μυστήριο πού δέν μπορεῖ νά κατανοηθεῖ πλήρως, πού γίνεται ἀποδεκτό στήν πίστη καί διασαφηνίζεται μόνο ἐν μέρει μέ τίς ἀτελεῖς ἀναλογίες τῆς κτιστῆς φύσεως».

Ὁ ἀλεξανδρινός θεολόγος ἀναγκάζεται ὅμως νά ὑπερβεῖ τά παραδοσιακά πλαίσια μέ τήν ἐμφάνιση τοῦ Νεστοριανισμοῦ[24]. Ἀντίθετα ἀπό τόν Νεστοριανισμό, ὁ Κύριλλος προέβαλλε τήν ἕνωση καθ’ ὑπόστασιν, δηλαδή τήν οὐσιώδη[25], τήν ἕνωσιν κατά ἀλήθειαν[26], τήν κατά φύσιν ἕνωσιν[27] στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ἡ πίστη αὐτή, βέβαια, τῆς Ἐκκλησίας πού ὑπερασπιζόταν ὁ ἱερός Πατήρ εἶχε διατυπωθεῖ ἀπό τούς Καππαδόκες θεολόγους, ἰδίως ἀπό τόν Γρηγόριο τό Θεολόγο, τό Γρηγόριο Νύσσης καί τόν Ἀμφιλόχιο Ἰκονίου[28]. Ὁ Γρηγόριος Θεολόγος τόνιζε χαρακτηριστικά ὅτι «Θεός... ἀμφότερα τό τε προσλαβόν καί τό προσληφθέν. Δύο φύσεις εἰς ἕν συνδραμοῦσαι. Οὐχ Υἱοί δύο»[29].

Στή σκέψη τοῦ Κυρίλλου τό κέντρο ὅλων τῶν δογμάτων κατέχει τό χριστολογικό, τό ὁποῖο ἀπασχολοῦσε αὐτόν ἐξίσου καί πρό τῆς νεστοριανικῆς ἔριδος καί μετά ἀπό αὐτήν[30]. Ἡ θεία τοῦ Λόγου ἐνσάρκωση ἀποτελεῖ τό κύριο γεγονός τῆς ἀπολυτρώσεως[31]. Στή σάρκωση ὁ Λόγος προσλαμβάνει τήν πρωτόπλαστη ἀνθρώπινη φύση, πού δημιουργήθηκε κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, καί γι’ αὐτό ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἀποκαθίσταται καί πάλι στόν ἄνθρωπο[32]. Ἄν καί ἡ ὁρολογία του σχετικά μέ τό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας[33] διακρίνεται ἀπό κάποια ἀσάφεια ἀρχικά, ἀναγκάζεται τελικά νά γίνει πιό συγκεκριμένη καί μάλιστα ὕστερα ἀπό τό ξέσπασμα τῆς νεστοριανικῆς ἔριδας τό 429.

Ὁ Νεστόριος[34], ὅπως προαναφέρθηκε, δέν ἀποδεχόταν τήν πραγματική ἕνωση τῶν δύο φύσεων τοῦ ἐνανθρωπήσαντα Λόγου. Μιλοῦσε γιά τήν «κατ’ εὐδοκίαν» ἕνωση τῶν φύσεων. Τότε, ὅμως, μέ τήν ἁπλῆ, ἐξωτερική καί ἠθική ἕνωση τῶν δύο φύσεων καταστρεφόταν ἡ πραγματική ἕνωση τῶν δύο φύσεων στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, σέ βάρος βέβαια τῆς ἀνθρώπινης φύσεώς Του[35].

Ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας ἤθελε νά δείξει ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση ἑνώθηκε μέ τή θεότητα χωρίς καμμία ἀπό τίς δύο νά ἀλλοιωθεῖ. Ἔτσι ἔχουμε ἕνα πρόσωπο, τόν Ἰησοῦ Χριστό, μέ δύο φύσεις˙ χωρίς ὅμως οἱ φύσεις Του -θεία καί ἀνθρώπινη- νά ὑποστοῦν «κράσιν ἤ μίξιν»[36]. Ἐνῶ σέ ἄλλο ἔργο του ἀναφέρει: «Οὐκοῦν ἐκ δυοῖν μέν πραγμάτων ὁμολογουμένως Θεότητος καί ἀνθρωπότητος, ὁ Ἐμμανουήλ[37]. Πλήν εἷς Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, εἷς τέ καί ἀληθῶς Υἱός, Θεός τε ὁμοῦ καί ἄνθρωπος˙ οὐ θεοποιηθείς ἐν ἴσῳ τοῖς κατά χάριν, Θεός δέ μᾶλλον ἀληθινός ἐν ἀνθρωπείᾳ μορφῇ πεφηνώς δι’ ἡμᾶς»[38].

Ὁ ἀλεξανδρινός Πατήρ πρίν ἀπό τή θεολογική του σύγκρουση μέ τόν πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριο χρησιμοποιοῦσε, ὅπως προείπαμε, ἀσαφεῖς ἐκφράσεις γιά τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεανθρώπου. Μιλάει περί διαμονῆς καί ἐνοικήσεως τοῦ Λόγου στή σάρκα, περί τοῦ ἀνθρωπίνου στοιχείου ὡς οἴκου καί ναοῦ τοῦ Θεοῦ[39]. Ἔλεγε, ἐπίσης, ὅτι ὁ Λόγος «ἔλαβεν τόν ἄνθρωπον»[40]. Βέβαια εἶναι ἀπαραίτητο νά διευκρινιστεῖ ὅτι σέ ἀντίθεση μέ τόν Ἀπολινάριο[41] πού ὑποστήριζε ὅτι ὁ Λόγος καί Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔλαβε ἀνθρώπινη σάρκα καί πού θεωροῦσε τή σάρκα αὐτή χωρίς ψυχή καί λογικό νοῦ, ὁ ἱερός Πατήρ ἀναφέρει στά ἔργα του ὅτι «ἡ ἑνωθεῖσα τῇ θείᾳ ἀνθρωπίνη φύσις ἦτο τελεία, ἐκ σώματος καί ψυχῆς λογικῆς»[42].

Ὁ Κύριλλος εἶναι σαφής ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ προσέλαβε τέλεια τήν ἀνθρώπινη φύση, σῶμα καί ψυχή λογική, χωρίς φυσικά τήν ἁμαρτία[43]. Βέβαια ἡ σάρκα πού προσέλαβε ὁ Λόγος δέν ἦτανκάποια ξένη σάρκα, ἀλλά ἡ δική Του. Ἡ ἀνθρώπινη, δηλαδή φύση τοῦ Κυρίου δέν ὑπῆρξε ποτέ μόνη της ὥστε σέ κάποια στιγμή νά ἑνωθεῖ μέ τό Λόγο, ἀλλά δημιουργήθηκε μέσα στή μήτρα τῆς Παναγίας καί ἑνώθηκε ἀμέσως μέ αὐτήν ὁ Λόγος, ἐξ ἄκρας συλλήψεως[44].

Ὁ καθηγητής Φειδᾶς[45] παρατηρεῖ ὅτι γιά νά ἀποδείξει ὁ ἀλεξανδρινός Πατήρ τήν πραγματική «καθ' ὑπόστασιν» ἕνωση τῆς θεότητας καί τῆς ἀνθρωπότητας, ὅπως ἐπίσης καί τήν πραγματική ἑνότητα τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ ἀφαιροῦσε ἀπό τήν ἀνθρώπινη ὄχι βεβαίως ποσότητα, ὅπως ὁ Ἀπολινάριος, ἀλλά ἰδιότητα, ὑπόσταση ἤ πρόσωπο˙ γιατί ἄν δεχόταν τήν ἰδιαίτερη ὑπόσταση τῆς ἀνθρωπότητας, τότε θά κατέληγε στή νεστοριανική παραδοχή τῶν φυσικῶν ὑποστάσεων καί τῶν δύο φυσικῶν προσώπων. Ἡ ἀφαίρεση, ὅμως, ἰδιότητας ἤ ποιότητας ἀπό τήν ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ δέν ἀπομάκρυνε τόν Κύριλλο ἀπό τά πλαίσια τῆς προγενέστερης πατερικῆς παραδόσεως˙ γιατί, ἀντίθετα ἀπό τόν Ἀπολιναρισμό, προέβαλλε τήν πληρότητα τῆς ἀνθρωπότητος τοῦ Χριστοῦ, καί ἀντίθετα ἀπό τό Νεστοριανισμό, τόνιζε τήν πραγματική καθ' ὑπόστασιν ἕνωση στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ἔχοντας τέλεια ἀνθρώπινη φύση ὁ Χριστός εἶναι «ὁμοούσιος ἡμῖν»[46].

Ἕνα ἄλλο παράδειγμα, πού ὁ ἀλεξανδρινός Πατριάρχης χρησιμοποιεῖ γιά τήν ἕνωση τῶν δύο φύσεων, εἶναι ἡ ἕνωση ψυχῆς καί σώματος. Αὐτά ἀποτελοῦν μία ὀντότητα χωρίς ὅμως νά ἀλλοιώνονται μεταξύ τους[47]. Χρησιμοποιεῖ, ἐπίσης, τήν εἰκόνα τοῦ ζωντανοῦ κάρβουνου στό ὅραμα τοῦ προφήτη Ἠσαΐα[48]. Ὅταν τό ξυλοκάρβουνο διαπεράστηκε ἀπό τή φωτιά, κάθε στοιχεῖο διατήρησε τήν ταυτότητά του. Ἔτσι καί ὁ Λόγος παρέμεινε Θεός ἐνῶ ἑνώθηκε μέ τόν ἄνθρωπο. Ἡ ἀνθρώπινη φύση Του ἀπό τήν ἄλλη συνέχισε ἀναλλοίωτη νά ἔχει τή λειτουργία της, παρ' ὅτι ἡ θεία φύση ἦταν ἑνωμένη μέ αὐτήν[49], ἁπλῶς στό κατά σάρκα μυστήριο τοῦ Λόγου ἔχουμε ἀλλοίωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως πρός τό καλύτερο καί ἐξαφάνιση τῆς κακίας καί τῆς φθαρτότητας σέ αὐτήν. Ἡ ἀνθρώπινη λοιπόν φύση, ἀφοῦ ἑνώθηκε ἀσυγχύτως μέ τή θεία, ὑπέστη ἐκλάμπρυνση καί ἐξύψωση χωρίς αὐτό νά σημαίνει ἔξοδο ἀπό τή φυσική της ποιότητα[50].

Βέβαιο, ὅμως, εἶναι ὅτι ἡ ταύτιση, ἡ ἐναλλαγή δηλαδή στή χρήση τῶν ὅρων «φύσις», «ὑπόστασις», «πρόσωπον», δίνοντάς τους τό ἴδιο νόημα, συχνά δημιουργεῖ πρόβλημα στούς μελετητές τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Κυρίλλου. Ἄλλωστε δέν ἔχει παγιωθεῖ μέχρι τή συγκεκριμένη χρονική στιγμή τό ἀκριβές περιεχόμενο τῶν παραπάνω ὅρων. Χαρακτηριστική τῆς ταύτισης «φύσεως» καί «ὑποστάσεως» εἶναι ἡ φράση «Μία φύσις τοῦ Θεοῦ Λόγου σεσαρκωμένη»[51]. Ἡ φράση αὐτή, ἄν καί ὁ ἀλεξανδρινός Πατήρ θεωροῦσε ὅτι εἶχε ἀθανασιανή προέλευση, στήν πραγματικότητα ἦταν τοῦ Ἀπολιναρίου. Βρισκόταν στήν ὁμολογία πίστεως τοῦ Ἀπολιναρίου πρός τόν αὐτοκράτορα Ἰοβιανό, ἐνῶ εἶχε διαδοθεῖ σκόπιμα ψευδεπίγραφα μέ τό ὄνομα τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου. Ὅλα αὐτά ἔδιναν ἐρείσματα στούς ἀντιπάλους τοῦ Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας, γιά νά τόν κατηγορήσουν ὅτι ἀπολινάριζε. Ἐκεῖνος, ὅμως, ἑρμηνεύει ὀρθόδοξα τήν ἐπίμαχη φράση, ἀποφεύγοντας νά ὑποπέσει στίς δοξασίες τῶν διαφόρων αἱρετικῶν ὅπως τοῦ Ἀπολιναρίου. Μέ τή φράση αὐτή, ἡ ὁποία γιά ἀρκετό καιρό ἀποτέλεσε πρόβλημα γιά τούς ἀντιπάλους καί τούς ὑποστηρικτές τοῦ σημαντικοῦ αὐτοῦ θεολόγου, ὁ Κύριλλος ἐννοεῖ τόν ἕνα Θεό Λόγο πού προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση ἄνευ φυρμοῦ καί συγκράσεως καί ἄρα ἄνευ μειώσεως καί ὑποκλοπῆς αὐτῆς[52], «Ἠγνόησαν πάλιν οἱ τά ὀρθά διαστρέφοντες, ὅτι κατά ἀλήθειάν ἐστι μία φύσις τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη. Εἰ γάρ εἷς ἐστιν Υἱός, ὁ φύσει καί ἀληθῶς ὁ ἐκ Θεοῦ Πατρός Λόγος, ὁ ἀπορρήτως γεννηθείς, εἶτα κατά πρόσληψιν σαρκός, οὐκ ἀψύχου, ἀλλ’ ἐμψυχωμένης νοερῶς, προῆλθεν ἄνθρωπος ἐκ γυναικός, οὐκ εἰς δύο μερισθήσεται διά τοῦτο πρόσωπα καί υἱούς, ἀλλά μεμένηκεν εἷς, πλήν οὐκ ἄσαρκος, οὐδ’ ἔξω σώματος, ἀλλ’ ἴδιον ἔχων αὐτό καθ’ ἕνωσιν ἀδιάσπαστον. Ὁ δέ τοῦτο λέγων, οὐ φυρμόν, οὐ σύγχυσιν, οὐδ' ἕτερόν τι τῶν τοιούτων πάντῃ τε καί πάντως δηλοῖ οὔτε μήν ὡς ἐξ ἀναγκαίου τοῦ λόγου τοῦτο ἀκολουθήσει ποθέν. Εἰ γάρ καί εἷς λέγοιτο πρός ἡμῶν ὁ μονογενῆς Υἱός τοῦ Θεοῦ σεσαρκωμένος καί ἐνανθρωπήσας, οὐ πέφυρται διά τοῦτο, κατά τό ἐκείνοις δοκοῦν, οὔτε μήν εἰς τήν τῆς σαρκός φύσιν μεταπεφοίτηκεν ἡ τοῦ Λόγου φύσις, ἀλλ’ οὐδ’ ἡ τῆς σαρκός εἰς τήν αὐτοῦ˙ ἀλλ' ἐν ἰδιότητι τῇ κατά φύσιν ἑκατέρου μένοντός τε καί νοουμένου, κατά γε τόν ἀρτίως ἡμῖν ἀποδοθέντα λόγον, ἀρρήτως καί ἀφράστως ἑνωθείς, μίαν ἡμῖν ἔδειξεν Υἱοῦ φύσιν˙ πλήν, ὡς ἔφην, σεσαρκωμένην. Οὐ γάρ ἐπί μόνων τῶν ἁπλῶν κατά φύσιν τό ἕν ἀληθῶς λέγεται, ἀλλά καί ἐπί τῶν κατά σύνθεσιν συνηγμένων, ὁποῖόν τι χρῆμά ἐστιν «ὁ ἄνθρωπος, ὁ ἐκ ψυχῆς καί σώματος. Ἑτεροειδῆ μέν γάρ τά τοιαῦτα καί ἀλλήλοις οὐχ ὁμοούσια, ἑνωθέντα γε μήν. μίαν ἀνθρώπου φύσιν ἀποτέλεσαν, κἄν τοῖς τῆς συνθέσεως λόγοις ἐνυπάρχῃ τό διάφορον κατά τήν φύσιν τῶν εἰς ἑνότητα συγκεκομισμένων. Περιττολογοῦσι τοίνυν οἱ λέγοντες, ὡς εἴπερ μία φύσις τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη εἴη, πάντῃ τε καί πάντως ἔποιτο ἄν τό φυρμόν γενέσθαι καί σύγκρασιν, ὡς μειουμένης καί ὑποκλεπτομένης τῆς ἀνθρώπου φύσεως. Οὔτε γάρ μεμείωται, οὔτε, καθά φησιν, ὑποκλέπτεται˙ ἀρκεῖ γάρ πρός δήλωσην τήν τελειοτάτην τοῦ ὅτι γέγονεν ἄνθρωπος, τό λέγειν ὅτι σεσάρκωται. Εἰ μέν γάρ τοῦτο σεσίγητο παρ’ ἡμῶν, ἔσχεν ἄν τινα χώραν αὐτοῖς ἡ συκοφαντία. Ἐπειδή δέ ἀναγκαίως προσεπενήκεται τό ὅτι σεσάρκωται, ποῦ τῆς μειώσεως ἤτοι κλοπῆς ὁ τρόπος;»[53]. Ἀπό τά παραπάνω γίνεται ἀντιληπτό ὅτι ὁ Κύριλλος ἑρμηνεύει τήν ἐπίμαχη φράση ὀρθόδοξα. Ἀφοῦ ὁ Λόγος σεσάρκωται ἔχει δύο φύσεις ὑποστατικά ἑνωμένες, τή θεία καί τήν ἀνθρώπινη, πού ἦταν τέλειες καί ἀποτελοῦσαν τό πρόσωπο τοῦ Σωτῆρα μας, Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἄλλωστε, ὅπως πολύ καλά σημειώνει ὁ Κύριλλος σέ ἄλλο ἔργο του γιά τό Χριστό, «συγκεῖσθαι ἔκ τε τῆς καθ’ ἡμᾶς ἀνθρωπότητος, τελείως ἐχούσης κατά τόν ἴδιον λόγον, καί ἐκ τοῦ πεφηνότος ἐκ Θεοῦ κατά φύσιν Υἱοῦ, τοῦ Μονογενοῦς»[54].

Τό συμπέρασμα στό ὁποῖο καταλήγει ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας εἶναι ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἕνας καί ἔχει δύο φύσεις «ἐν δύο φύσεσιν». Ἡ θεία φύση Του ὑπῆρχε προαιωνίως, ὅμως, «ἐν χρόνῳ» ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ προσέλαβε ὁλόκληρη τήν ἀνθρώπινη φύση, μέ ἀποτέλεσμα ἡ προαιώνια θεία φύση νά ἑνωθεῖ μέ τήν «ἐν χρόνῳ» ἀνθρώπινη. Ἡ τελευταία δέ, ἡ ἐν ἀτόμῳ δηλαδή θεωρουμένη ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ δημιουργήθηκε θαυματουργικά καί ὑπερφυσικά καί ἑνώθηκε μέ τή θεία «ἐξ αὐτῆς τῆς συλλήψεως»[55] στή μήτρα τῆς Παρθένου[56]. Γι' αὐτό χαρακτηρίζεται ὁ Κύριος ἀπό τόν ἅγιο Κύριλλο ὡς «εἷς σεσαρκωμένος καί ἐνανθρωπήσας ἐκ Θεοῦ Πατρός Λόγος»[57], «εἷς τε καί ὁ αὐτός πρό μέν τῆς σαρκώσεως γυμνός ἔτι ὁ Λόγος, μετά δέ γε τήν ἀπότεξιν τήν ἐκ τῆς Ἁγίας Παρθένου σεσαρκωμένος καί ἐνανθρωπήσας»[58], «εἷς Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ μονογενής τοῦ Θεοῦ Λόγος, ἐνανθρωπήσας καί σεσαρκωμένος»[59], τά ὁποῖα ἰσοδυναμοῦν πρός τήν δογματική ρήτρα «μία φύσις τοῦ Θεοῦ Λόγου σεσαρκωμένη»[60].

Ἄξιον παρατηρήσεως εἶναι ὅτι ἡ Χριστολογία τοῦ ἱεροῦ Πατρός δέν εἶναι ἡ μόνη πού δημιούργησε προβλήματα στούς μελετητές. Ἕνα ἄλλο σημεῖο πού δέν ἔχει ἀναπτυχθεῖ ἐπαρκῶς στή διδασκαλία τοῦ Κυρίλλου εἶναι οἱ ἀπόψεις του σχετικά μέ τήν ἐκπόρευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Σχετικά μέ τήν ἐκπόρευση τοῦ τρίτου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδας χρησιμοποιεῖ ἄλλοτε τήν ἔκφραση «διά τοῦ Υἱοῦ» καί ἄλλοτε προτιμᾶ τήν «ἐκ τοῦ Υἱοῦ». Ἡ τελευταία γίνεται βάση γιά νά δικαιολογήσουν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί τή μετέπειτα διδασκαλία τους γιά τό filioque.

Ὅλα αὐτά, πού προαναφέραμε συνοπτικά γιά τή θεολογική διδασκαλία τοῦ πατριάρχη Ἀλεξανδρείας, μᾶς βοηθᾶνε νά κατανοήσουμε περισσότερο, τόσο τά ἔργα[61] τοῦ Κυρίλλου τά ὁποῖα θά μᾶς ἀπασχολήσουν, ὅσο καί τήν προσωπικότητα τοῦ ἴδιου τοῦ Πατρός.




----------------------------
[1] Π. Κ. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, Δ΄, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 365.

[2] «Ὑπό τοῦ Ἀναστασίου Σιναΐτου καλεῖται «σφραγίς τῶν πατέρων» καί ὑπό τοῦ Εὐλογίου Ἀλεξανδρείας «γνώμων τῆς ἀκριβείας». Ἡ Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδος (553) ἀπεκάλεσεν αὐτόν «τῆς ὀρθῆς καί ἀμωμήτου πίστεως συνήγορον», οἱ δέ ὑμνογράφοι «φωστῆρα τοῦ κόσμου», «λύραν θεωριῶν ἐνθέων» καί τά τοιαῦτα. Εἰς τήν Δυτικήν Ἐκκλησίαν, ἀφοῦ ἤδη ὑπό τοῦ Πάπα Καιλεστίνου εἶχεν ἀποκληθῆ «bonus fidei catholicae defensor», ἀνεκηρύχθη τό 1882 «doctor Ecclesiae». Π. Κ. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, Δ΄, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 365.

[3] Μέ ἀθανασιανούς λόγους ὁ Κύριλλος περιγράφει τά ἀποτελέσματα τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως στόν ἄνθρωπο: «γεγόναμεν κατ’ Αὐτόν ἡμεῖς, ἐπειδή γέγονεν καθ’ ἡμᾶς Αὐτός», Κυρίλλου, Ὑπόμνημα εἰς τό Ματθαῖον εὐαγγέλιον 24, 36. PG 72, 444Ε.

[4] Παντελεήμονος Χρυσοφάκη, (μητρ. Θεσσαλονίκης) «Ἡ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας», Πρακτικά ΙΘ΄ Θεολογικοῦ Συνεδρίου μέ θέμα «Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ», Θεσσαλονίκη 1999, σ.30.

[5] Βλ. Ἰ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Α΄, Ἀθῆναι 1992, σ. 598.

[6] Κυρίλλου, Ἐπιστολή 4η – Κατά Νεστορίου, PG 77, 45Β.

[7] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. 17 – Ἐπιστολή 3η πρός Νεστόριον, ACO, τ. 1, Ι, 1, σ. 3622 (=PG 77, 112C). Συναφῶς τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς, SC 97, 71318-20 (=PG 75, 1253Α): «Πανταχόθεν οὖν ἄρα συνωθούμενοι πρὸς ἀλήθειαν, καὶ τὸ τοῖς ἱεροῖς Γράμμασι δοκοῦν ἰχνηλατεῖν εὖ μάλα σπουδάζοντες, καὶ ταῖς τῶν πατέρων ἑπόμενοι δόξαις». Τοῦ ἰδίου, Ὅτι εἷς ὁ Χριστός, SC 97, 7782 (=PG 75, 1361B): «εἰ τὸν ἀπλανῆ τῆς πίστεως ὀρθοτομοῦμεν λόγον, καὶ τῶν τῆς ἀληθείας δογμάτων ἐσμὲν ἐρασταί, καὶ τὴν τῶν ἁγίων πατέρων ἰχνηλατοῦμεν πίστιν».

[8] H. du Manoir, «Cyrille d’ Alexandrie», dictionnaire de spiritualité, ascétique et mystique, doctrine et histoire, t. II, Paris 1953, col. 2673-2674.

[9] Γ. Φλορόφσκυ, Οἱ Βυζαντινοί πατέρες τοῦ 5ου αἰῶνα, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 485.

[10] Αὐτόθι, σ.486.

[11] Ἐπιθυμοῦσε μέ πάθος σέ ὅλη του τή ζωή νά μοιάσει στό Μ. Ἀθανάσιο. Θεολογικά κατόρθωσε νά φτάσει τό ὕψος τῶν ἐπιτευγμάτων τοῦ ἁγίου πατρός καί νά ἀναγκαστεῖ νά περάσει τίς σκληρές δοκιμασίες πού ὑπέστη ἐκεῖνος ἀπό τούς ἀντιπάλους του. Πρβλ. SC 97, p.32-33.

[12] Ὁ Εἰρηναῖος Λουγδούνου εἶναι μεγάλος θεολόγος τοῦ τέλους τοῦ 2ου αἰῶνα (130/140- 192/195). Θεωρήθηκε θεολόγος τῆς παραδόσεως. Καταπολεμεῖ τούς ἐχθρούς τῆς Ἐκκλησίας (π.χ. γνωστικούς) μέ ὅπλα τῆς Ἐκκλησίας. Περισσότερο βασίζεται ἀποκλειστικά στή θεολογική σκέψη, διότι πίστευε ὅτι ἡ ἀλήθεια πού ὑπάρχει μόνο στήν Ἐκκλησία εἶναι τό πλέον ἀληθινό καί ἀποτελεσματικό ὅπλο. Διδάσκει τήν ἀανακεφαλαίωση τῶν πάντων στό Θεανθρώπινο Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, πού μέ τήν ἐνανθρώπησή Του ἀναδημιουργεῖ τόν πεσόντα κόσμο καί ἀνακαινίζει αὐτόν βάσει τοῦ ἑαυτοῦ Του, παρέχοντας τόν ἑαυτό Του πρός μετοχή καί ὡς πρότυπο. Τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ γι’ αὐτόν, ἀπάντηση στήν ἄτυχη προσπάθεια τοῦ Ἀδάμ. Ὅπου ἀπέτυχε ὁ πρῶτος Ἀδάμ, ἔπρεπε νά πετύχει ὁ νέος Ἀδάμ χάριν τῆς σωτηρίας τῶν ἐπιγόνων τοῦ πρώτου Ἀδάμ καί τῆς ἀποκαταλλαγῆς τους πρός τό Θεό. Ἡ ἄλλη σπουδαία καί δημιουργική ὄψη τῆς εἰρηναϊκῆς σκέψεως εἶναι ἡ θεολογία τῆς παραδόσεως καί ἡ θεολογία τῆς αὐξήσεως. Σπουδαία ἔργα του ὑπῆρξαν Ἔλεγχος καί ἀνατροπή τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, Ἐπίδειξις τοῦ ἀποστολικοῦ κηρύγματος. Πρβλ. Στ. Γ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Α΄, Ἀθήνα 1991, σ. 294 - 309.

[13] Κυρίλλου, Εἰς Ἰωάννην, V, B’, Pusey, vol. Ι, σ. 69420-23 (=PG 73, 756B). Αὐτόθι, I, Θ’, vol. Ι, σ. 1418-11 (=PG 73, 161C): «ἐν δὲ τῷ δευτέρῳ (=Ἀδάμ), τουτέστι τῷ Χριστῷ͵ πρὸς ἀρχὴν ἐπάνεισι δευτέραν ἀνασκευαζόμενον πρὸς καινότητα ζωῆς, καὶ εἰς τὴν τῆς ἀφθαρσίας ἐπαναδρομήν (=οἱ ἄνθρωποι)». «Ἔσχατος Ἀδάμ οὐ τά τοῦ πρώτου νοσεῖν ἀανεχόμενος, ἀπαλλάτων δέ μᾶλλον ὡς ἐν ἑαυτῷ τέ καί πρώτῳ τήν ἀνθρώπου φύσιν τῶν ἐκ παραβάσεως ἀαρχαίας ἐκείνης αἰτιαμάτων... κρείττων ἁμαρτίας ὑπάρχων ὡς Θεός». Τοῦ ἰδίου, Κατά τῶν Νεστορίου Δυσφημιῶν, ΙΙΙ, ΣΤ, ACO, τ. 1, Ι, 6, σ. 7532-33 (=PG 76, 168Β)

[14] Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τήν πρός Ρωμαίους, Pusey, vol. III, σ. 1876-7 (=PG 74, 789Β).

[15] Τοῦ ἰδίου, Εἰς πρός Ρωμαίους, V, IE΄, Pusey, vol. III, σ. 18415-20 (=PG 74, 785C).

[16] Πρβλ. τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἰωάννην, ΙΧ, Pusey, vol. ΙΙ, σσ. 48111-31, 4821-13 (=PG 74, 276BCD) Πρβλ. Ἀ. Θεοδώρου, Ἡ περί θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλία τῶν Ἑλλήνων πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μέχρις Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, διατριβή ἐπί ὑφηγεσίᾳ, Ἀθῆναι 1956, σ. 85.

[17] Κυρίλλου, Ἑόρτιος ἐπιστολή, XXVIII, A΄, PG 77, 941C.

[18] Χαρακτηριστικά ἀναφέρουμε μερικά χωρία ἀπό ἔργα τοῦ Κυρίλλου, πού κάνουν λόγο γιά τό Χριστό ὡς Δεύτερο Ἀδάμ: «δεύτερος Ἀδάμ χρηματίσας, καί ἀρχή τοῦ γένους ἡμῶν δευτέρα μετά τήν πρώτην, εἰς ἀφθαρσίαν ἡμᾶς ἀνεμόρφωσεν, προσλαβών τῷ θανάτῳ ... καί λέλυται τῆς ἀρχαίας ἀρᾷς ἡ δύναμις ἐν αὐτῷ». Τοῦ ἰδίου, Κατά ἀνθρωπομορφιτῶν - Ἐπιστ. Πρός Καλοσύριον, Β΄, Pusey, vol. ΙΙΙ, σ. 5586-19 (=PG 76, 1092Β).

«Καθίκετο (ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ) ἐξ οὐρανοῦ ... μεταχαλκεύων ὡς Θεός τήν ἀνθρωπίνην φύσιν εἰς ἀφθαρσίαν, καί ἀνακομίζων εἰς τό ἀπ’ ἀρχῆς. Καινή γάρ κτίσις τά ἐν Χριστῷ, ὅτι καί ῥίζα τέθειται καινή. Γέγονε γάρ δεύτερος Ἀδάμ, καί ὥσπερ ἐκεῖνος... δι’ ἁγιασμοῦ τε καί ἀφθαρσίας καί τῆς ἐν πίστει δικαιοσύνης... κατακεκρίμεθα τῷ θανάτῳ διά τῆς ἐν Ἀδάμ παραβάσεως, ὅλης τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦτο παθούσης ἐν αὐτῷ καί γάρ ἦν ἀπαρχή τοῦ γένους ... τῇ τῶν φθασάντων σκαιότητι τήν ἰσομοιροῦσαν ἡμῖνν εἰσκομίζοντος χάριν», Κυρίλλου, Εἰς πρός Ρωμαίους, V, IE΄, Pusey, vol. III, σ. 18415-20 (=PG 74, 785C).

[19] Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς, SC 97, 70441 (=PG 75, 1237C).

[20] Τοῦ ἰδίου, Ἑόρτιος ἐπιστολή, XXVIII, A΄, PG 77, 941C.

[21] «Ἐξώσθη μέν ἐκεῖνος τοῦ παραδείσου διά τήν ἀπείθειαν, εἰσέλθετε ὑμεῖς διά τῆς εὐπειθείας» Τοῦ ἰδίου, Ὁμιλία, ΙΒ΄ –Εἰς τήν Ὑπαπαντήν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, PG 77, 1020Α. καί «Ὑπακοή εἰς ἅπαν καί ἀμώμητος» Τοῦ ἰδίου, Κατά ἀνθρωπομορφιτῶν - Ἐπιστ. πρός Καλοσύριον, ΙΗ΄, Pusey, vol. III, σ. 5812-3 (=PG 76, 1120B).

[22] Εἰρηναίου Λουγδούνου, Contra Haereses – Ἀπόσπασμα 83, III, 18, 1 καί V, 1, 3 καί V, 16, 3: «ut quod perdideramus in Adam, id est secundum imaginem et similitudinem esse Dei, hoc in Christo Jesu reciperemus».

[23] Γ. Φλορόφσκυ, Οἱ βυζαντινοί πατέρες τοῦ 5ου αἰῶνα, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 488.

[24] Βλ. Ἰ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α΄, Ἀθήνα 1992, σ. 599.

[25] Κυρίλλου, Β΄ Προσφωνητικός ταῖς εὐσεβεστάταις βασιλίσσαις, ACO, τ. 1, Ι, 5, σ. 275-6 (=PG 76, 1340A). Πρβλ. Α΄ Κορ. 8, 5. Κυρίλλου, Κατά τῶν Νεστορίου δυσφημιῶν, Β΄, PG 76, 65D, 89Α. Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. 39 (34)- Πρός Ἰωάννην Ἀντιοχείας, ACO, τ. 1, Ι, 4, σ. 1925-26 (=PG 77, 181A). Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. 40, PG 77, 192B-D.

[26] Τοῦ ἰδίου, Κατά τῶν Νεστορίου δυσφημιῶν, Β΄, PG 76, 65A, 172CD.

[27] Αὐτόθι, PG 76, 65A.Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. 17 – Ἐπιστολή 3η πρός Νεστόριον, ACO, τ. 1, Ι, 1, σ. 3622 (=PG 77, 112C).

[28] Χρ. Κρικώνη, «Κύριλλος Ἀλεξανδρείας καί ἡ Χριστολογική του διδασκαλία», Πρακτικά ΙΘ΄ Θεολογικοῦ Συνεδρίου μέ θέμα «Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ», Ἱερά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 272.

[29] Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, Λόγος ΛΖ΄ - Εἰς τὸ ῥητὸν τοῦ Εὐαγγελίου· Ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς λόγους τούτους͵ καὶ τὰ ἑξῆς, Β΄, PG 36, 285A.

[30] Π. Κ. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, Δ΄, σ. 368.

[31] Ἀ. Θεοδώρου, Ἡ περί θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλία τῶν ἐλλήνων πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μέχρις Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, διατριβή ἐπί ὑφηγεσίᾳ, Ἀθῆναι 1956, σ. 82.

[32] Γ. Φλορόφσκυ, Δημιουργία καί ἀπολύτρωση, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1983, σ 110.

[33] Ὁ ὅρος «Οἰκονομία» χρησιμοποιεῖται συχνά στό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Πρῶτος τόν χρησιμοποιεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Ἄλλωστε οἱ Πατέρες ὅταν ἀναφέρονται στίς σχέσεις τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδας χρησιμοποιοῦν τόν ὅρο «Θεολογία».

[34] Ὁ Νεστόριος συνέδεε τόν ὅρο «ὑπόστασις»πρός τόν ὅρο «οὐσία» καί «φύσις» κατά διαφορετικό, ὅμως, τρόπο ἀπό τόν καθιερωμένο γιά τήν Ἁγία Τριάδα, ἀφοῦ ἡ θεότητα καί ἡ ἀνθρωπότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ὁμοούσια, ὅπως τά τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας. Ἡ ἐν Χριστῷ ἕνωση τῶν δύο φύσεων ἔγινε ὄχι σέ μία οὐσία, ἀλλά σέ διαφορετικές οὐσίες, δηλαδή τῆς θεότητας καί τῆς ἀνθρωπότητας˙ γι’ αὐτό καί ἡ διάκριση οὐσίας καί ὑποστάσεως προσδιορίζει τήν ἰδιαιτερότητα κάθε μιᾶς ἀπό τίς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ. Πρβλ. Β. Ἰ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α΄, Ἀθῆναι 1992, σ. 594, 595.

[35] C. Dratselas, «Questions of Christology of Saint Cyril of Alexandria», reprinted from Abba Salama, a review of the Association on Ethio- Hellenic Studies, vol. VI, Athens 1974, p. 4.

[36] Κυρίλλου, Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς, SC 97, 69426-27, 31-32 (=PG 75, 1220AB). Πρβλ. Ψαλμ. 117, 27. Βαρ. 3, 38. Λουκ. 1, 79: «Θεός οὖν ὑπάρχων καί τῶν ὅλων Κύριος, κατά τάς Γραφάς ὁ Μονογενής, ἐπέφανεν ἡμῖν. Ὤφθη γάρ ἐπί γῆς, καί ἐπέλαμψε τοῖς ἐν σκότῳ γενόμενος ἄνθρωπος, οὐ δοκήσει, μή γένοιτο˙ μανία γάρ τοῦτο φρονεῖν ἤ λέγειν˙ οὔτε μήν εἰς σάρκα παρενεχθείς κατά μετάστασιν καί τροπήν˙ ἀναλλοίωτος γάρ καί ἀεί κατά τά αὐτά καί ὡσαύτως ἔχων ὁ ἐκ τοῦ Θεοῦ Λόγος˙ ἀλλ' οὐδέ ὁμόχρονον τῇ σαρκί τήν ὕπαρξιν ἔχων˙ αὐτός γάρ ἐστι τῶν αἰώνων ὁ ποιητής. Αὐτός γάρ ἐστιν ὁ ζωή πεφυκώς ἐκ ζωῆς τοῦ Θεοῦ καί Πατρός ὄντος τε καί νοουμένου κατ’ ἰδίαν ὑπόστασιν˙ ἀλλ' οὐδέ ἠμπέσχετο σάρκα ψυχῆς ἐρήμην τῆς λογικῆς, γεγένηται δέ κατά ἀλήθειαν ἐκ γυναικός, καί πέφηνεν ἄνθρωπος ὁ ζῶν καί ὑπάρχων, καί συναΐδιος τῷ Θεῷ καί Πατρί Θεός Λόγος, μορφήν λαβών καί ἔστιν ὥσπερ ἐν Θεότητι τέλειος, οὕτω καί ἐν ἀνθρωπότητι τέλειος, οὐκ ἐκ μόνης Θεότητος καί σαρκός εἰς ἕνα Χριστόν καί Κύριον καί Υἱόν συγκείμενος, ἀλλ' ἐκ δυοῖν τελείοιν, ἀνθρωπότητος δή λέγω καί Θεότητος, εἰς ἕνα καί τόν αὐτόν παραδόξως συνδούμενος».

[37] «Τό ἑβραϊκόν ὄνομα Ἐμμανουήλ (IMMANUEL) σημαίνει «μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός». Ἡ Καινή Διαθήκη ἐννοεῖ ὑπό τόν Ἐμμανουήλ αὐτόν τοῦτο τόν Χριστόν, βλέπει δέ ἐκπληρουμένην τήν προφητεία τοῦ Ἠσαΐα ἐν τῇ ἐκ Παρθένου γεννήσει τοῦ Ἰησοῦ. Ὑπό πολλῶν πατέρων, ἰδίᾳ τῆς ἐποχῆς τῶν Χριστολογικῶν ἐρίδων, θεωρεῖται ὅτι ὁ τίτλος Ἐμμανουήλ ἐμπερικλείει τήν διδασκαλίαν περί τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ, τῆς τε ἀνθρωπίνης (μεθ’ ἡμῶν) καί τῆς θείας (ὁ Θεός). Ὄντως ὁ Θεός ἐγένετο μεθ’ ἡμῶν, διά τῆς ὑπό τοῦ Χριστοῦ κοινωνίας τῆς σαρκός καί τοῦ αἵματος ἡμῶν (Ἑβρ. 2, 14), ἤτοι τῆς οἰκειώσεως τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ἐν τῇ φράσει «μεθ' ἡμῶν ὁ Θεός» δύναται κάλλιστα νά στηριχθῇ τό δόγμα τῆς ἑνώσεως τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων, ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀχωρίστως, ἀαδιαιρέτως, κατά τά δογματισθέντα ὑπό τῆς Δ΄ ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἄνευ συμμίξεως τοῦ κτιστοῦ καί τοῦ ἀκτίστου. Οὕτω τό ὄνομα Ἐμμανουήλ καθίσταται ταυτόσημον πρός τό Θεάνθρωπος». Γ. Ἀντ. Γαλίτη, Ἑρμηνευτικά τῆς Καινῆς Διαθήκης. Πανεπιστημιακαί Παραδόσεις, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 19847, σ. 277 - 279.

[38] Κυρίλλου, Ἐπιστ 1: Πρεσβυτέροις καί διακόνοις, Πατράσι μοναχοῖς καί τοῖς σύν ὑμῖν τόν μονήρη βίον ἀσκοῦσι, PG 77, 28D.

[39] Τοῦ ἰδίου, Θησαυρός Α΄, PG 75, 23D, 24CD, 25A, 28A.

[40] Αὐτόθι.

[41] ῾Ο Ἀπολινάριος Λαοδικείας ὑποστήριζε ὅτι ὁ Λόγος ἔγινε «σάρκα» χωρίς νά ἀναλάβει «νοῦν ἀνθρώπινον». Στήριξε τή διδασκαλία του περί ἐνσαρκώσεως, πού ὁδηγεῖ στή μία φύση τοῦ Χριστοῦ, καταφεύγοντας στό φιλοσοφικό χῶρο, συγκεκριμένα στόν Ἀριστοτέλη πού ἀκολουθώντας τό Δημόκριτο δίδασκε ὅτι «ἀδύνατον γάρ εἶναι ἐκ δύο (= οὐσιῶν μέ ἐντελέχεια) ἕν ἤ ἐξ ἑνός δύο γενέσθαι» (Μεταφυσικά, 1039α 9-10). Ἔτσι ἔλεγε ὅτι κατά τήν ἐνσαρκωσή Του ὁ Λόγος ἦταν τέλειος, ἀλλά ἡ ἀνθρώπινη φύση πού προσέλαβε δέν εἶχε λογικό νοῦ, ψυχή, τή θέση τῆς ὁποίας κατέλαβε ὁ θεῖος Λόγος. Ἀδύνατον γάρ δύο νοερά καί θελητικά ἐν τῷ ἅμα κατοικεῖν, ἵνα μή τό ἕτερον κατά τοῦ ἑτέρου ἀντιστρατεύηται διά τῆς οἰκείας θελήσεως καί ἐνεργείας. Οὐκοῦν οὐ ψυχῆς ἀνθρωπίνης ἐπελάβετο ὁ Λόγος, ἀλλά μόνον σπέρματος ἀβραάμ˙ τόν γάρ τοῦ σώματος Ἰησοῦ˙ ναόν προδιέγραψεν ὁ ἄψυχος καί ἄνους καί ἀθελής τοῦ Σολομῶντος ναός, ( Περί ἑνώσεως: fragment 2), Σ. Γ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β΄, Ἀθήνα 1990, σ. 530 - 547.

[42] Κυρίλλου, Ἑόρτιος ἐπιστολή, VIII, ΣΤ΄, SC 392, 57242-44 (=PG 77, 572D).

[43] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. 4η - Ἐπιστολή δευτέρα πρός Νεστόριον, ACO, τ. 1, Ι, 1, σ. 26 6-19 (=PG 77, 45AC). Πρβλ. Β΄ Κορ. 13, 5. «σάρκα ἐμψυχωμένην ψυχῇ λογικῇ ἑνώσας ὁ Λόγος ἑαυτῷ καθ’ ὑπόστασιν, ἀφράστως τε καί ἀπερινοήτως γέγονεν ἄνθρωπος, καί κεχρημάτικεν Υἱός ἄνθρώπου, οὐ κατά θέλησιν μόνην ἤ εὐδοκία˙ ἀλλ’ οὐδέ ὡς ἐν προσλήψει προσώπου μόνου˙ καί ...διάφορος μέν αἱ πρός ἑνότητα τήν ἀληθινήν συναχθεῖσαι φύσεις˙ εἷς δέ ἐξ ἀμφοτέρων Χριστός καί Υἱός˙ οὐχ ὡς τῆς τῶν φύσεων διαφορᾶς ἀνῃρημένης διά τήν ἕνωσιν».

[44] Ἀ. Θεοδώρου, Ἡ Χριστολογική ὁρολογία καί διδασκαλία Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί Θεοδωρήτου Κύρου, Ἀθῆναι 1955, σ.48.

[45] Β. Ἰ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α΄, Ἀθῆναι 1992, σ. 601.

[46] Κυρίλλου, Θησαυρός, ΙΔ΄, PG 75, 136C.

[47] Τοῦ ἰδίου, Σχόλια περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς, Η΄, PG 75, 1376D- 1377C.

[48]Αὐτόθι, Θ΄, PG 75, 1377D - 1380C. Πρβλ. Ἠσ. 6, 6-8.

[49] Κυρίλλου, Ὅτι εἷς ὁ Χριστός, SC 97, 7361-40 (= PG75, 1292ABC).

[50] Ἀ. Θεοδώρου, Ἡ οὐσία τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἀθήνα 19982, ἐκδ. Παρουσία, σ. 88.

[51] Ἡ φράση αὐτή θά γίνει ἡ αἰτία νά κατηγορηθεῖ ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας ὡς μονοφυσίτης. Ὁ Κύριλλος, θεωρώντας ὅτι ἡ ἐπίμαχη φράση ἀνῆκε στό Μ. Ἀθανάσιο -ἐνῶ στην πραγματικότητα εἶχε εἰπωθεῖ ἀπό τόν αἱρεσιεράρχη Ἀπολλινάριο- τή χρησιμοποιοῦσε συχνά. Τόνιζε, ὅμως, ὅτι μέ τή φράση αὐτή ἐννοεῖται ὅτι ἡ θεία φύση τοῦ Χριστοῦ προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη τέλεια καί πλήρη «ἄνευ ὅμως ὑποστάσεως», ἡ ὁποία ἑνώθηκε στήν ὑπόσταση τοῦ θείου Λόγου, «ἐκ τελείας ὑποστάσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ μὴν ἐξ ἀνθρωπότητος τελείως ἐχούσης κατὰ τὸν ἴδιον λόγον εἷς Χριστός, ὁ αὐτὸς ὑπάρχων ἐν ταυτῷ Θεός τε ὁμοῦ καὶ ἄνθρωπος», Κυρίλλου, Σχόλια περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς Η΄, PG 75, 1377Β. Γιά τή φράση «μία φύσις τοῦ Θεοῦ Λόγου σεσαρκωμένη» βλ. σχετικά Ἰω. Καρμίρη, Εἰσηγήσεις ἐνώπιον τῶν Διασκέψεων Ὀρθοδόξων καί Ἀντιχαλκιδονίων Θεολόγων, Ἀθῆναι 1970, σ. 22. Συναφῶς τοῦ ἰδίου, «Unification on the basis of Cyril’s formula», The Greek Orthodox Theological Review X (1964) 64. Βλ. J. McGuckin, St Cyril of Alexandria the Christological controversy. Its history, theology and texts, New York 1994, p. 212. G. Florovsky, Οἱ Βυζαντινοί πατέρες τοῦ 5ου αἰώνα, Θεσσαλονίκη 1992, σσ. 517, 518. Χ. Κρικώνη, «Κύριλλος Ἀλεξανδρείας καί ἡ Χριστολογική διδασκαλία του», Πρακτικά ΙΘ΄ Θεολογικοῦ Συνεδρίου μέ θέμα «Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ», Θεσσαλονίκη 1999, σσ. 268-274. Πρβλ. Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστως, ΙΙΙ, ΙΑ΄, PG 94, 1024BC: «Αὐτὸς μὲν οὖν ὁ μακάριος Κύριλλος ἐν τῇ πρὸς Σούκενσον δευτέρᾳ ἐπιστολῇ ἑρμηνεύων τὸ μίαν φύσιν τοῦ θεοῦ λόγου σεσαρκωμένην οὕτω φησίν· Εἰ μὲν γὰρ μίαν εἰπόντες τοῦ λόγου φύσιν σεσιγήκαμεν, οὐκ ἐπενεγκόντες τὸ σεσαρκωμένην, ἀλλ᾽ οἷον ἔξω τιθέντες τὴν οἰκονομίαν, ἦν αὐτοῖς τάχα που καὶ οὐκ ἀπίθανος ὁ λόγος προσποιουμένοις ἐρωτᾶν· Εἰ μία φύσις τὸ ὅλον, ποῦ τὸ τέλειον ἐν ἀνθρωπότητι; ῍Η πῶς ὑφέστηκεν ἡ καθ᾽ ἡμᾶς οὐσία; Ἐπειδὴ δὲ καὶ ἡ ἐν ἀνθρωπότητι τελειότης καὶ τῆς καθ᾽ ἡμᾶς οὐσίας ἡ δήλωσις εἰσκεκόμισται διὰ τοῦ λέγειν σεσαρκωμένην, παυσάσθωσαν καλαμίνην ῥάβδον ἑαυτοῖς ὑποστήσαντες. Ἐνταῦθα μὲν οὖν τὴν φύσιν τοῦ λόγου ἐπὶ τῆς φύσεως ἔταξεν. Εἰ γὰρ ἀντὶ ὑποστάσεως τὴν φύσιν παρείληφεν, οὐκ ἄτοπον ἦν, καὶ δίχα τοῦ σεσαρκωμένην τοῦτο εἰπεῖν· μίαν γὰρ ὑπόστασιν τοῦ θεοῦ λόγου ἀπολύτως λέγοντες οὐ σφαλλόμεθα. Ὁμοίως δὲ καὶ Λεόντιος ὁ Βυζάντιος ἐπὶ τῆς φύσεως τὸ ῥητὸν ἐνόησεν, οὐκ ἀντὶ τῆς ὑποστάσεως. Ἐν δὲ τῇ πρὸς τὰς Θεοδωρήτου μέμψεις τοῦ δευτέρου ἀναθεματισμοῦ οὕτως φησὶν ὁ μακάριος Κύριλλος· Ἡ φύσις τοῦ λόγου ἤγουν ἡ ὑπόστασις, ὅ ἐστιν αὐτὸς ὁ λόγος. Ὥστε τὸ εἰπεῖν φύσιν τοῦ λόγου οὔτε τὴν ὑπόστασιν μόνην σημαίνει οὔτε τὸ κοινὸν τῶν ὑποστάσεων, ἀλλὰ τὴν κοινὴν φύσιν ἐν τῇ τοῦ λόγου ὑποστάσει ὁλικῶς θεωρουμένην».

[52]Ἰω. Ν. Καρμίρη, Εἰσηγήσεις ἐνώπιον τῶν διασκέψεων Ὀρθοδόξων καί Ἀντιχαλκηδονίων θεολόγων, Ἀθῆναι 1970, σ. 32.

[53] Κυρίλλου, Ἐπιστολή 46 – Πρός Σούκενσον, ACO, τ. 1, Ι, 6, σσ. 15912-16, 1622-10 (=PG 77, 241Α, 245Α).

[54] Τοῦ ἰδίου, Πρός τόν εὐσεβέστατον βασιλέα Θεοδόσιον. Λόγος Προσφωνητικός, περί τῆς ὀρθῆς πίστεως τῆς εἰς τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ACO, τ. 1, Ι, 1, σ. 5312-30 (=PG 76, 1157Α).

[55] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστολήν - Πρός Ἰωάννην Ἀντιοχείας, PG 77, 177Α.

[56] Ἰω. Ν. Καρμίρη, Εἰσηγήσεις ἐνώπιον τῶν διασκέψεων Ὀρθοδόξων καί Ἀντιχαλκηδονίων θεολόγων, Ἀθῆναι 1970, σ. 34.

[57] Κυρίλλου, Ἐπιστολή 46η – Πρός Σούκενσον, ACO, τ. 1, Ι, 6, σσ. 15912-16, 1622-10 (=PG 77, 241Α, 245Α).

[58] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστολή 50η, PG 77, 308ΑΒ.

[59] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστολή 41η, PG 77, 217Β.

[60]Ἰω. Ν. Καρμίρη, Εἰσηγήσεις ἐνώπιον τῶν διασκέψεων Ὀρθοδόξων καί Ἀντιχαλκηδονίων θεολόγων, Ἀθῆναι 1970, σ. 34.

[61] Κυρίλλου, Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς, SC 97, 678-714 (=PG75, 1189B-1253B). Συναφῶς τοῦ ἰδίου, Ὅτι εἷς ὁ Χριστός, SC 97, 714-778 (=PG75, 1253A-1361C).





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου