Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2021

ΟΦΕΙΛΕΤΗΣ ΠΟΙΑΣ ΟΦΕΙΛΗΣ ΕΙΣΑΙ; Μακαριστού Γέροντος π. Αθανασίου Μυτιληναίου (Απομαγνητοφωνημένη Ομιλία που εκφωνήθηκε στις 11/8/91 στην Ιερά Κομνήνειο Μονή, Στόμιο Λαρίσης)

 


Σεβασμιώτατε, αγαπητοί μου αδελφοί, κάθε παραβολή του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που είναι μία όμορφη, μικρή ή μεγάλη ιστορία, γεμάτη από πλούσια διδάγματα, μοιάζει με έναν απέραντο αιγιαλό, που καθώς περπατάς βρίσκεις κοχυλάκια με μύρια σχήματα και χρώματα, που όταν τα πάρεις στα χέρια σου χαίρεσαι την αγάπη και τη σοφία του Θεού. Ένα τέτοιο κοχυλάκι ας σκύψουμε να πάρουμε σήμερα από τον αιγιαλό της παραβολής του χρεοφειλέτου δούλου.

«Εἶπεν ὁ Κύριος· ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὃς ἠθέλησε συνᾶραι λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ. Ἀρξαμένου δὲ αὐτοῦ συναίρειν προσηνέχθη αὐτῷ εἷς ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων…»1 και τα λοιπά.

Το κοχυλάκι που θα πάρουμε σήμερα από την παραβολή αυτή είναι η έννοια του οφειλέτου και της οφειλής. Αυτό θα δούμε, αγαπητοί μου, γιατί, όπως θα δείτε, έχει μία ευρεία έννοια ο οφειλέτης και η οφειλή, ο χρεώστης και το χρέος. Τι σημαίνει οφειλέτης; Αυτός που οφείλει, αυτός που χρωστά κάτι σε κάποιον. Εδώ η ευαγγελική διδασκαλία εμφανίζει τον άνθρωπο ως οφειλέτη απέναντι στον Θεό. Αλλά γιατί;

Στην εβραϊκή γραμματεία ως χρέος εμφανίζεται το ποσόν των αμαρτιών. Να σας πω ένα παράδειγμα, που είναι εκπληκτικό. Όταν δεν τήρησαν την εντολή της αργίας του Σαββάτου οι Εβραίοι, όπως και της αγραναπαύσεως κάθε επτά χρόνια, μετά από τον Νόμο που πήραν, τον 16ο αιώνα π.Χ., ο Θεός επιτρέπει να οδηγηθούν οι Εβραίοι του νοτίου βασιλείου αιχμάλωτοι στην Βαβυλώνα· εκεί είναι γνωστό ότι έμειναν εβδομήντα χρόνια. Ο Θεός εξηγεί: «Είναι τα χρόνια, που τα μάζεψα, όσο δουλεύατε τις αργίες και δεν τηρούσατε τις αγραναπαύσεις και τα λοιπά· όλα αυτά μαζεύονται εβδομήντα χρόνια. Εβδομήντα χρόνια θα καθήσετε στην αιχμαλωσία. Οπότε τα χωράφια σας θα δεχθούν την αγρανάπαυση, την ανάπαυση, όσο εσείς, χωρίς να λογαριάζετε την εντολή μου, τα καλλιεργούσατε». Είναι εκπληκτικό. Είναι πραγματικά εκπληκτικό, αν το σκεφθεί κανείς.

Λέμε στην κυριακή προσευχή: «καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν», και άφησε τα χρέη μας, τις οφειλές μας. Ερμηνεύει ο Ζηιγαβηνός: «ὀφείλημα γὰρ καὶ τὸ ἁμάρτημα, ὡς καὶ αὐτὸ ποιοῦν ὑπεύθυνον τὸν ἄνθρωπον, ὥσπερ καὶ τὸ χρέος». Δηλαδή: χρέος είναι και το αμάρτημα, που καθιστά υπεύθυνο τον άνθρωπο, όπως ακριβώς και το χρέος. Όλες οι παραβάσεις του καθήκοντος προς τον Θεό, αγαπητοί μου, είναι χρέη προς τον Θεό.

Θέλετε να δείτε το θέμα θεολογικότερα και βαθύτερα; Ο Θεός μας έδωσε κάτι να διαχειριστούμε, ένα κεφάλαιο· και τώρα του οφείλουμε όχι μόνο να επιστρέψουμε το κεφάλαιο, αλλά και τον τόκο του. Δανείστηκα την φράση από άλλη παραβολή του Κυρίου, την παραβολή των ταλάντων ή των δραχμών. Τι ακριβώς είναι στην πραγματικότητα; Ο Θεός μας δάνεισε το κατ’ εικόνα και μας ζητάει το καθ’ ομοίωσιν. Εάν λοιπόν το κατ’ εικόνα είναι τόσο βαρύ, μύρια τάλαντα, ένα υπέρογκο ποσό, δείχνει τι μας έδωσε ο Κύριος αλλά και τι ζητά. Θα το επαναλάβω: μας έδωσε το κατ’ εικόνα και ζητά το καθ’ ομοίωσιν, δηλαδή μας έδωσε τη δυνατότητα του αγιασμού και ζητάει την τελειότητα και τον αγιασμό.

Όταν μιλάμε όμως για καθήκον προς τον Θεό, αυτό είναι μιας δευτέρας ποιότητος αρετή προς τον Θεό. Το ακούσατε καλά; Δευτέρας ποιότητος είναι η επιτέλεση του καθήκοντος. Η πρώτης ποιότητος αρετή ως κίνητρο έχει την αγάπη. Αφού όμως η αγάπη του Θεού μέσα μας πάγωσε, κρύωσε, τότε κάθε σχέση μας με τον Θεό έγινε καθήκον, έγινε χρέος· δηλαδή ξεκίνησε από την αγάπη, και έγινε χρέος, ξέπεσε. Έστω όμως, και σαν χρέος να το πάρουμε, οφείλουμε να το αποδώσουμε, γιατί ανήκει στον Θεό. Ακούω να λένε: «Έχω χρέος να γηροκομήσω τους γονείς μου». Μα αυτό δεν είναι θέμα χρέους· είναι θέμα αγάπης. Από χρέος θα γηροκομήσουμε τους γονείς μας, ή από αγάπη προς αυτούς;… Εάντ ο πάρουμε ως χρέος, είναι δευτέρας ποιότητος αρετή· εάν το πάρουμε ως αγάπη, είναι πρώτης ποιότητος αρετή. Και το συναντάμε αυτό, όταν βλέπουμε ανθρώπους να λένε: «Εμένα δεν μου έγραψες το χωράφι εκείνο που έχεις. Γράψε μου το χωράφι, κι εγώ θα σε πάρω στο σπίτι μου, μάνα μου, πατέρα μου». Κατάντημα!... Για το χωράφι θα πάρεις τη μάνα σου και τον πατέρα σου να τους γηροκομήσεις, και όχι γιατί τους αγαπάς;…

Όταν από την αγάπη ξεπέφτουμε στο χρέος, όπως είδατε, σίγουρα πέφτουμε σε μία δεύτερης ποιότητος αρετή. Εν τούτοις ο Θεός το δέχεται και αυτό, δηλαδή δέχεται αυτή τη μίνιμουμ προσφορά, την ελάχιστη προσφορά. Μα αν και το καθήκον δεν εκπληρωθεί, αυτό το ελάχιστο δηλαδή που είπαμε ότι είναι δευτέρας ποιότητος, τότε δεν καθιστά τον άνθρωπο χρεοφειλέτη έναντι του Θεού;

Αυτή είναι η έννοια του χρεοφειλέτου, αγαπητοί μου, όπως μας την παρουσιάζει η παραβολή.

Και το χρέος, λέει η παραβολή, ανερχόταν στο ποσόν των μυρίων χρυσών ταλάντων. Για να πάρουμε μία ιδέα αυτού του ποσού, αρκεί να σας αναφέρω ότι η Γαλιλαία και η Περαία, δύο ολόκληρες επαρχίες, στην εποχή του Χριστού, πλήρωναν ετήσιο φόρο στον Αντίπα διακόσια τάλαντα. Εδώ όμως έχουμε μύρια τάλαντα, δηλαδή δέκα χιλιάδες χρυσά τάλαντα. Και το ένα τάλαντο, με τη σημερινή αξία, την πραγματική, ως χρυσός, όχι την αρχαιολογική, το ένα τάλαντο ισοδυναμεί με διακόσιες σαράντα χρυσές λίρες Αγγλίες· συνεπώς δέκα χιλιάδες τάλαντα είναι ισοδύναμα με δύο εκατομμύρια τετρακόσιες χιλιάδες (2.400.000) χρυσές λίρες! Όχι χαρτονομίσματα· χρυσές λίρες!

Η παραβολή θέλει να δείξει το χρέος των αμαρτιών μας έναντι του Θεού. Και αν θέλετε, θέλει να δείξει, όπως σας είπα, θεολογικά, πόσο μεγάλο πράγμα είναι το κατ’ εικόνα που μας έδωσε ο Θεός, αλλά και τι πρέπει να αποδώσουμε ως προς το καθ’ ομοίωσιν, δηλαδή να ομοιάσουμε του Θεού, αφού μας δίνει την δυνατότητα προς τούτο.

Αλλά, θα μου πείτε, είναι οι αμαρτίες μας τόσο πολλές; Ναι, πάρα πολλές. Είναι οι αμαρτίες των λογισμών, οι αμαρτίες των λόγων, οι αμαρτίες των πράξεων… κι αυτές κάθε στιγμή, κάθε ώρα, κάθε ημέρα, κάθε χρόνο, για μια ολόκληρη ζωή! Τι μαζεύεται!... Και μόνη μία αμαρτία, είναι βαρύτατη έναντι του Θεού.

Αν και δεν έχω χρόνο, θα σας δείξω πόσο βαρειά είναι η αμαρτία, λίγο σύντομα, μ’ ένα παράδειγμα που κι άλλες φορές σας το έχω πει. Αν κάποιο παιδάκι ενοχλεί, μπορώ να θυμώσω και να του δώσω ένα χαστούκι. Αυτό βάζει τα κλάματα, και τίποτε άλλο· η πράξη μου δεν θα έχει παρακάτω συνέπειες. Αν ένας από σας κύριος ενοχλεί, μπορώ να θυμώσω, να σηκωθώ και να του δώσω πάλι ένα χαστούκι. Αυτό όμως θα έχει κάποιες συνέπειες, αναμφισβήτητα. Αν πάω, παρακαλώ, στον Πρωθυπουργό ή στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και του δώσω ένα χαστούκι, το πράγμα διαφέρει· η πράξη μου θα έχει σοβαρές συνέπειες. Άρα οι συνέπειες της πράξεώς μου εξαρτώνται από την αξία του κάθε ανθρώπου, από το αξίωμά του. Εάν τώρα δώσω ένα χαστούκι στον Θεό, δηλαδή αμαρτήσω, τότε ποια είναι η αμαρτία μου απέναντί Του και ποιες οι συνέπειές της; Άπειρος ο Θεός, άπειρη και η αμαρτία, γι’ αυτό και αιώνια η Κόλαση. Λένε μερικοί: «Μα, μια στιγμή αμάρτησα· αιώνια θα τιμωρούμαι; Είναι δικαιοσύνη αυτή του Θεού;». Λέει ο ιερός Χρυσόστομος: «Ναι, αλλά δεν λογάριασες όμως ότι η αμαρτία σου είναι άπειρη μπροστά στον άπειρο Θεό».

Αλλά δεν είναι μόνο το χρέος της αμαρτίας, αγαπητοί μου, ως παραβάτες του θελήματος του Θεού· πρέπει να έχουμε και την αίσθηση του χρεώστου, του οφειλέτου, για κάθε τι. Είμαι χρεώστης. Είναι πολύ σπουδαίο αυτό, ξέρετε. Αν εγώ σας πω ότι είμαι χρεώστης απέναντί σας, τι θα λέγατε; Καμιά φορά, ας πούμε, μας φέρνετε ένα καρπούζι. Λέω στον μοναχό που είναι στην κουζίνα: «Δεν μου λες· ήταν υποχρεωμένος αυτός να μας φέρει το καρπούζι;». «Όχι» μου λέει. «Είδες;… Όχι!» Δηλαδή; Δηλαδή εμείς είμαστε χρεώστες, σ’ εσάς, σ’ όλη την οικουμένη, σ’ όλη την κτίση. Εμείς είμαστε χρεώστες. Εάν ο καθένας έτσι μιλά, τότε είναι πολύ σπουδαίο αυτό. Όταν σου δώσει ή ο Θεός ή ο άνθρωπος κάτι, εφόσον δεν είναι υποχρεωμένος κανείς να σου δώσει, τότε θα πρέπει να αισθανθείς μεγάλη την ευγνωμοσύνη, μεγάλη την ευεργεσία. Μην πεις ότι οι γονείς σου σε γέννησαν, σ’ έφεραν στον κόσμο, και είναι υποχρεωμένοι να σου δώσουν περιουσία. Εσύ είσαι υποχρεωμένος απέναντι στους γονείς σου, και όχι αυτοί σ’ εσένα. Έτσι πρέπει να αισθανόμαστε, ότι εμείς έχουμε το χρέος.

Μήπως αυθαιρετώ λέγοντας αυτά; Όχι. Να τι λέει ο Κύριος: «Τίς δὲ ἐξ ὑμῶν δοῦλον ἔχων ἀροτριῶντα ἢ ποιμαίνοντα, ὃς εἰσελθόντι ἐκ τοῦ ἀγροῦ ἐρεῖ, εὐθέως παρελθὼν ἀνάπεσε,ἀλλ᾿ οὐχὶ ἐρεῖ αὐτῷ· ἑτοίμασον τί δειπνήσω, καὶ περιζωσάμενος διακόνει μοι ἕως φάγω καὶ πίω, καὶ μετὰ ταῦτα φάγεσαι καὶ πίεσαι σύ;». ποιος, λέει, από σας έχει έναν δούλο που τον στέλνει στα χωράφια να οργώσει και κάνει δουλειές, όταν γυρίσει τον περιποιείται τον δούλο; Κανένας. Αλλά τι του λέει; Ετοίμασέ μου, βάλε την ποδιά σου, περίζωσε, ετοίμασέ μου να φάω και να πιω, εγώ το αφεντικό σου, και μετά από μένα θα φας και θα πιεις. «Μὴ χάριν ἔχει τῷ δούλῳ ἐκείνῳ ὅτι ἐποίησε τὰ διαταχθέντα;». Μήπως, λέει, το αφεντικό οφείλει χάρη στον δούλο εκείνον που εκπλήρωσε ό,τι του είχε παραγγείλει και διατάξει; «Οὐ δοκῶ», λέει ο Κύριος, δεν νομίζω. «Οὕτω καὶ ὑμεῖς, ὅταν ποιήσητε πάντα τὰ διαταχθέντα ὑμῖν, λέγετε ὅτι δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν, ὅτι ὃ ὠφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν»2. Κι εσείς, όταν τηρείτε τις εντολές, μην πείτε ότι ο Θεός σας χρωστά.

Ξέρετε, αγαπητοί μου, ότι ζούμε αυτό το κλίμα, αυτό το πνεύμα; Ξέρετε ότι οι περισσότεροι από τους χριστιανούς μας ζουν αυτό το κλίμα; Ποιο; Θα πάω να ανάψω ένα κεράκι, και θα υποχρεώνω τον Θεό να μου δώσει εκείνο που θέλω. Κάνω ένα τάμα, και υποχρεώνω τον Θεό να μου δώσει εκείνο που του ζήτησα. Όχι, λέει ο Κύριος, αλλά θα λες: «είμαστε αχρείοι δούλοι, κι εκείνο το οποίο οφείλαμε να κάνουμε το κάναμε».

Ώστε λοιπόν χρεώστες. Είναι μια ψυχολογία πολύ σπουδαία. Αν σταθούμε πάντοτε ως χρεώστες απέναντι στον Θεό, είναι μεγάλο πράγμα· πολύ μεγάλο πράγμα. Ναι, είμαστε δούλοι του Χριστού, και είμαστε χρεώστες. Ξέρετε γιατί; Όπως λέγει ο απόστολος Παύλος, «ἠγοράσθημεν γὰρ τιμῆς»3, γιατί αγοραστήκαμε κατόπιν αντιτίμου. Ποιο είναι το αντίτιμο; Η θυσία του Χριστού πάνω στον σταυρό. Ήμασταν δούλοι του Διαβόλου· αλλά ο Χριστός κατήργησε τον Διάβολο. Και το ρήμα καταργώ δεν θα πει τον εξαφανίζω· θα πει τον θέτω εκτός ενεργείας. Το καταργώ αυτό θα πει εδώ· ετυμολογήστε την λέξη, και θα το βρείτε. Και ο Χριστός μας εξαγοράζει στον σταυρό Του, και τώρα γινόμαστε δούλοι του Χριστού. Θυμάστε εκείνο το τροπάριο που λέει «Ἐξηγόρασας ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου τῷ τιμίῳ σου αἵματι…»4 και τα λοιπά; Και όπως γράφει στους Κολασσαείς ο Απόστολος, «χαρισάμενος ἡμῖν πάντα τὰ παραπτώματα, ἐξαλείψας τὸ καθ’ ἡμῶν χειρόγραφον τοῖς δόγμασιν ὃ ἦν ὑπεναντίον ἡμῖν, καὶ αὐτὸ ἦρεν ἐκ τοῦ μέσου, προσηλώσαν αὐτὸ τῷ σταυρῷ»5. Δηλαδή μας συγχώρησε όλες τις αμαρτίες μας, αφού μας ακύρωσε το εις βάρος μας χειρόγραφον, που είχε γίνει από τις διατάξεις του Νόμου. Ποιο είναι αυτό το χειρόγραφον; Είναι η συναλλαγματική, να το πω έτσι με μια σύγχρονη έκφραση. Υπογράφεις μια συναλλαγματική ότι οφείλεις στον τάδε χρόνο να πληρώσεις το τάδε ποσό· αυτό είναι το χειρόγραφον. Και αυτό το συμβόλαιο των χρεών μας και των οφειλών μας το κάρφωσε επάνω στον σταυρό Του ο Χριστός, πλήρωσε για μας6!

Τώρα όμως η δουλειά μας στον Χριστό ουσιαστικά είναι ελευθερία, όπως το είδαμε να το λέει εδώ ο απόστολος Παύλος7. Μας ελευθερώνει. Τώρα πλέον είμαστε χρεώστες, χρεοφειλέτες της αγάπης του Χριστού. Χρεοφειλέτες της αγάπης Του! Ο Παύλος ονομάζει τον εαυτό του δούλο Χριστού8. Γιατί; Γιατί αισθάνεται το μεγάλο χρέος έναντι της αγάπης του Χριστού, που τον απήλλαξε από τη δουλεία του Νόμου. Λυπάμαι που δεν έχω πιο πολύ χρόνο, να σας τα κάνω αυτά πιο λιανά.

Πράγματι είμαστε χρεώστες, χρεοφειλέτες της αγάπης του Χριστού. Όταν γνωρίζουμε τι εργάστηκε η αγάπη του Θεού σ’ εμάς, τότε ἐν ἐλευθερίᾳ βέβαια γινόμαστε χρεοφειλέτες της αγάπης Του. Ο Παύλος ελευθερώθηκε, αλλά και σκλαβώθηκε. Σε τι σκλαβώθηκε; Όπως ξέρετε, ο Παύλος δεν ήταν μισθωτός· δεν έγινε Απόστολος γιατί έπαιρνε χρήματα. Ο Παύλος εκφράζει την αγάπη του στον Χριστό, και την εκφράζει με την δούλωσή του σ’ Αυτόν. Πώς; Όταν ο Κύριος ρώτησε τον απόστολο Πέτρο «Σίμων Ἰωνᾶ, ἀγαπᾷς με πλείων τούτων;», δηλαδή Σίμων Ιωνά, με αγαπάς περισσότερο από όλους αυτούς, τους μαθητές μου; Ο Σίμων είπε καταφατικά: «Σε αγαπώ, Κύριε». Και ο Κύριος του απαντά: «ποίμαινε τὰ πρόβατά μου»· αν μ’ αγαπάς, τότε ποίμαινε τα πρόβατά μου, δηλαδή να ασκείς το ποιμαντικό έργο της σωτηρίας των ανθρώπων9.

Και ο Παύλος το ίδιο. Ο Παύλος καλείται από τον Χριστό, ελευθερώνεται από τη δουλεία του Νόμου, και τότε αγαπά. Κι επειδή αγαπά, στρέφεται στην διακονία του Ευαγγελίου για τη σωτηρία των ανθρώπων. Και θα τον ακούσουμε να γράφει στην Προς Ρωμαίους«Ἕλλησί τε καὶ βαρβάροις, σοφοῖς τε καὶ ἀνοήτοις, ὀφειλέτης εἰμί»· στους Έλληνες, που είναι πολιτισμένοι, και στους βαρβάρους, που είναι απολίτιστοι, στους σοφούς και στους μη σοφούς, είμαι χρεώστης. Τι χρεώστης; Να κηρύξω το Ευαγγέλιο. Και ξέρετε γιατί είμαι χρεώστης; Γιατί ο Κύριος με εξαγόρασε από τη δουλεία του Νόμου. Του χρεωστώ λοιπόν ευγνωμοσύνη, του χρεωστώ αγάπη· γι’ αυτό είμαι χρεοφειλέτης. Και αυτή η οφειλή -προσέξτε- δεν είναι καθηκοντολογική, δεν είναι χρέος, αλλά καρπός της αγάπης.

Έτσι έχουμε και μιας δευτέρας μορφής οφειλή· είναι η οφειλή της αγάπης. Όχι των χρεών των αμαρτιών, αλλά η οφειλή της αγάπης, που μας ελευθερώνει από την οφειλή του καθήκοντος, αλλά και του χρέους εκ των αμαρτιών. Με αυτό το πνεύμα ακούμε τον Κύριο και τους Αποστόλους να μας λένε: «Εἰ οὖν ἐγὼ ἔνιψα ὑμῶν τοὺς πόδας, ὁ Κύριος καὶ ὁ Διδάσκαλος, καὶ ὑμεῖς ὀφείλετε ἀλλήλων νίπτειν τοὺς πόδας»10. Εάν, λέει, εγώ ο Κύριος, ο Διδάσκαλος, ένιψα τα πόδια σας, κι εσείς -είδατε;- οφείλετε μεταξύ σας να νίπτετε τα πόδια, δηλαδή ο ένας να υπηρετεί τον άλλο.

«Ὀφείλομεν ἡμεῖς οἱ δυνατοί, λέει ο Απόστολος Παύλος, τὰ ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων βαστάζειν»11. Εμείς οι δυνατοί οφείλουμε να κρατάμε τις αδυναμίες των αδυνάτων. Ακόμη θα πει ο Παύλος: «ὀφείλουσιν οἱ ἄνδρες ἀγαπᾶν τὰς ἑαυτῶν γυναῖκας ὡς τὰ ἑαυτῶν σώματα»12. Αλλά, σ’ αυτή την παραγγελία του Παύλου, θα ήθελα να ρωτήσω το εξής: Αγαπάς τη γυναίκα σου, ω άνδρα, επειδή σου λέει ο Κύριος να την αγαπάς, ή γιατί την αγαπάς; Δηλαδή επειδή έχεις χρέος να την αγαπάς, ή γιατί πραγματικά την αγαπάς; Αν την αγαπάς από ένα χρέος, τότε είναι δευτέρας ποιότητος· αν όμως την αγαπάς από πραγματική αγάπη, τότε είναι πρώτης ποιότητος αρετή, πρώτης ποιότητος αγάπη.

Επίσης θα πει ο ευαγγελιστής Ιωάννης: «Ἐκεῖνος -ὁ Κύριος- ὑπὲρ ἡμῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἔθηκε· καὶ ἡμεῖς ὀφείλομεν ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν τὰς ψυχὰς τιθέναι»13. Εκείνος, λέει, για μας έδωσε τη ζωή Του· έτσι κι εμείς οφείλουμε για τους αδελφούς να θέσουμε τις ζωές μας. Και η οφειλή αυτή, θα το επαναλάβω άλλη μία φορά, δεν είναι καθήκον, αλλά αγάπη.

Σεβασμιώτατε και αγαπητοί μου αδελφοί, η παραβολή του Κυρίου μας εμφάνισε έναν δούλο οφειλέτη μυρίων ταλάντων, δηλαδή έναν πολύ αμαρτωλό, εφόσον οι αμαρτίες μας είναι χρέη και οφειλές στον Θεό. Όμως ποτέ μη βρεθούμε τέτοιοι οφειλέτες. Αν αμαρτάνουμε, να σπεύδουμε να ζητούμε συγγνώμη και συγχώρεση από τον Κύριο, αφού είναι αγαθός και ελεήμων και συγχωρητικός· αυτό άλλωστε είναι η διήκουσα γραμμή της παραβολής του χρεοφειλέτου δούλου, η έννοιά της. Το ίδιο και με τους αδελφούς· να ζητάμε απ’ αυτούς συγχώρεση, αλλά και εύκολα να τους συγχωρούμε όταν μας φταίνε. Τέτοιες οφειλές γρήγορα πρέπει να εξοφλούνται.

Μένει όμως μία οφειλή· η οφειλή της αγάπης προς τον Θεό και η οφειλή της αγάπης προς τον άλλο άνθρωπο. Κι η οφειλή αυτή οφείλει να αυξάνεται. Και θα αυξάνεται με τη βαθύτερη και όλο βαθύτερη επίγνωση του τι μας έδωσε ο Θεός. Η ενανθρώπηση, ο σταυρός, οι διαρκείς ευεργεσίες, υλικές και πνευματικές, η υιοθεσία, η αιώνια μακαριότητα, είναι εκείνα που όσο τα κατανοούμε, τόσο περισσότερο μεγαλώνει μέσα μας η αίσθηση της οφειλής. Όλα αυτά να βαθαίνουν μέσα μας και να αισθανόμαστε τι οφείλουμε στον Θεό. Το ίδιο και στους ανθρώπους πρέπει να κάνουμε, με την οφειλή της αγάπης. Γι’ αυτό και ο μέγας Παύλος έγραφε στους Ρωμαίους, κλείνοντας με τούτο τον λόγο μας: «μηδενὶ μηδὲν  ὀφείλετε εἰ μὴ τὸ ἀγαπᾶν ἀλλήλους»14, δηλαδή: σε κανέναν τίποτα να μη χρωστάτε, παρά μόνο το να αγαπάτε ο ένας τον άλλο, που είναι το χρέος της αγάπης!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου