Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2014

Ο Κύριος της Δόξας και οι Οικουμενικοί Σύνοδοι

 

 

. Ο Κύριος της Δόξας και οι Οικουμενικοί Σύνοδοι

Για τον Χριστό και τους αποστόλους η Αγία Γραφή είναι η Παλαιά Διαθήκη στην οποία προστέθηκε η Καινή Διαθήκη. Τα ευαγγέλια του Ματθαίου, Μάρκου και Λουκά συντάχθηκαν ως οδηγοί στην κάθαρση του εσωτερικού ανθρώπου, δηλαδή του πνεύματός του (νοός) στην καρδιά, και τα πρώτα στάδια του φωτισμού πριν το βάπτισμα με το νερό. Σε αυτά ο Χριστός αποκαλύπεται ως ο ενσαρκωθείς Κύριος της δόξας στο βάπτισμά του και την μεταμόρφωσή του, όταν φανερώνεται ως η κατά φύσιν πηγή της ακτίστου δόξας, βασιλείας και θεότητας του Πατρός. Το ευαγγέλιο του Ιωάννου συντάχθηκε για τους ήδη βαπτισθέντες με νερό ως οδηγός στο βάπτισμα του Πνεύματος, δηλαδή τον φωτισμόν και την προκοπή της καρδιάς (ιδίως Ιων. 13:31-17) για να φτάσει η  ανιδιοτελής αγάπη στον δοξασμό (Ιων. 17) μέσω του οποίου θεωρεί τον Κύριον της δόξας με σάρκα να δοξάζεται μέσω του Πατρός και ο Πατέρας μέσω  Αυτού με  το μυστήριο του σταυρού (Ιων. 13:31;18-21). Για τον λόγο αυτό το ευαγγέλιο του Ιωάννου ονομάζεται το "πνευματικό ευαγγέλιο".[7]
Οι από τους αποστόλους, προφήτες και πατέρες μυημένοι στο σώμα του Χριστού ουδέποτε έμαθαν περί ενσαρκώσεως, βαπτίσματος, μεταμορφώσεως, σταυρώσεως, ταφής, αναλήψεως, γλωσσών όπως για την φωτιά την Πεντηκοστή όταν η Εκκλησία έγινε το Σώμα του Χριστού, με απλή μελέτη της Αγίας Γραφής. Την μελέτησαν ως μέρος αναπόσπαστο της μυήσεως στην κάθαρση και τον φωτισμό της καρδιάς και την ετοιμασία για τον δοξασμό της Παλαιάς Διαθήκης υπό του Κυρίου της δόξας η οποία  γεννήθηκε από την σάρκα της Θεοτόκου.
Μέσα στα πλαίσια του δοξασμού αυτού των αποστόλων και προφητών ταύτισε η αρχαία εκκλησία τον Χριστό με τον Άγγελο της Μεγάλης Βουλής  και την Σοφία του Θεού, για τον Οποίο έκτισε ο Θεός τον κόσμο, δόξασε τους φίλους Του τους προφήτες και μέσω αυτών οδήγησε τον περιούσιο λαό του στην ενσάρκωση αυτού του Κυρίου της δόξας προερχόμενης από την Θεοτόκο για να καταργήσει το κράτος του Θανάτου επί των μελών της Εκκλησίας της Παλαιάς Διαθήκης (Ματθ. 16:18). Παρ' ότι δοξάσθηκαν, ο "Αβραάμ απέθανεν και οι προφήται" (Ιων. 8:53). "...εάν τις τον εμόν λόγον τηρήση, θάνατον ου μη θεωρήση εις τον αιώνα" (Ιων. 8:53). Για αυτό υπάρχει η πρώτη ανάσταση της ψυχής (Αποκ. 20:5) και η δεύτερη ανάσταση του σώματος (Αποκ. 20:6), όπως επίσης υπάρχει πρώτος θάνατος της ψυχής (1 Τιμ. 5:6; Αποκ. 20:14) και ο δεύτερος Θάνατος του σώματος (Αποκ. 20:14).
Ακόμη και αυτοί οι αιρετικοί Αρειανοί και Ευνομιανοί που δικάσθηκαν από τις Οικουμενικές Συνόδους δέχονταν την ταύτιση αυτή του Χριστού με τον Κύριο της δόξας και Μεγάλης Βουλής Άγγελο της Παλαιάς Διαθήκης ως ουσιαστικό μέρος της αποστολικής παραδόσεως. Αλλά λόγω κοινών φιλοσοφικών αρχών, τις οποίες κληρονόμησαν αυτοί και οι Νεστοριανοί από τον Παύλο Σαμοσατέα, που περιέγραψα αλλού[8], οι Αρειανοί ισχυρίζονταν ότι ο Άγγελος και Κύριος της δόξας είναι το πρώτο εκ του μη όντος δημιούργημα της βουλής του Θεού πριν τον χρόνο και τους αιώνες και γι' αυτό δεν είναι όμοιο είδος και ομοούσιος με το Θεό.
Μεταξύ άλλων χρησιμοποίησαν οι Αρειανοί και Ευνομιανοί τον ισχυρισμό, ότι ο Άγγελος της δόξας έγινε ορατός στους προφήτες για να αποδείξουν, ότι είναι κτιστός. Έμοιαζε η διδασκαλία τους με αυτή των Γνωστικών που ταύτιζαν τον εν λόγω Άγγελο της Παλαιάς Διαθήκης με τον κατώτερο ορατό θεό, ή και τον σατανά, ο οποίος δήθεν από άγνοια του καλού θεού έκτισε τον τάχα κακό τούτο υλικό κόσμο και παραπλάνησε μέσω της σωματικής οράσεως τους προφήτες των Εβραίων.
Οι Αρειανοί και Ευνομιανοί ή αγνοούσαν ή απέρριπταν την αποκάλυψη, ότι οι θεούμενοι βρίσκονταν σε θεοπτία γενόμενοι κατά χάρη θεοί και μόνο μέσω του Θεού έβλεπαν την εν τω Κυρίω της δόξας πριν και μετά την ενσάρκωσή Του άκτιστη βασιλεία και θεότητα του Θεού. Πρόσβαλαν το βασικό δόγμα της παραδόσεως των προφητών, ότι ο Θεός αποκαλύπτει εαυτόν στους φίλους Του μόνον μέσω του ακτίστου Αγγέλου της Μεγάλης Βουλής και της ανθρώπινης φύσεώς Του αφού έγινε σάρκα. Η χάρη και βασιλεία του φωτισμού και της δόξας, στην οποία κοινωνεί ο Λόγος του Θεού μέσω της ανθρώπινης φύσεώς Του στα μέλη του σώματός Του είναι άκτιστη. Η διδασκαλία των Φραγκο-Λατίνων, ότι η Χάρη στην οποία κοινωνεί η ανθρώπινη φύση του Χριστού είναι κτιστή καμία θέση δεν έχει στην παράδοση των Οικουμενικών Συνόδων.
Ο λόγος γιατί οι θεοφάνειες του Λόγου στην Παλαιά Διαθήκη απουσιάζουν από τα δοκίμια της ιστορίας των δογμάτων και της δογματικής των Λατίνων και Προτεσταντών, ακόμα και από αυτά των Ορθοδόξων από την εποχή του Πέτρου του Μεγάλου και του Νεο-Ελληνισμού, είναι το γεγονός ότι ο Αυγουστίνος απέρριψε την αποστολική και πατερική αυτή παράδοση. Η παρερμηνεία του Αυγουστίνου περί των Θεοφανειών αποτέλεσε την μόνη παράδοση των Φράγκων, διότι ουσιαστικά μόνο αυτό γνώριζαν κάπως καλά μέχρι τον 11ο αιώνα. Τα σπάνια δοκίμια που αναφέρουν την αρχαία αυτή παράδοση ισχυρίζονται ότι εγκαταλείφθηκε ως θέση που ευνοούσε τους Αρειανούς.
 Αντιθέτως όμως η παράδοση αυτή συνεχίζει να αποτελεί την ουσία της Ορθόδοξης παραδόσεως, η οποία διαποτίζει την μυστηριακή, τελετουργική και εικονογραφική ζωή της Εκκλησίας. Μάλιστα αποτελεί το απαραίτητο πλαίσιο μέσα στο οποίο οι Πατέρες χρησιμοποιούν τους όρους τρεις υποστάσεις, μία ουσία και το ομοούσιο του Λόγου για τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα. Αποτελούν όμως ανοησία, όχι μόνο μέσα στα  πλαίσια της θεολογίας του Αυγουστίνου των Φραγκολατίνων, αλλά και της Φραγκολατινοποιημένης θεολογίας "ορθοδόξων" οι οποίοι κατά παράδοση πλέον δανείζονται από δοκίμια ετεροδόξων όταν γράφουν για θέματα δογματικής, ιστορίας δογμάτων και Αγίας Γραφής. 
Ο Αυγουστίνος πίστευσε[9]  ότι μόνο οι Αρειανοί ταύτιζαν τον Λόγο με τον Άγγελο της δόξας για να αποδείξουν ότι είναι κτιστός, αφού είναι δήθεν ορατός στα μάτια των προφητών. Παρ' ότι ισχυρίζεται ότι ο Μεδιολάνων Αμβρόσιος άλλαξε την πρότερη Μανιχαϊκή θέση του επί της Παλαιάς Διαθήκης, αγνοεί πλήρως τα κατά των Αρειανών επιχειρήματα με τα οποία αυτός που τον βάπτισε αποδεικνύει το άκτιστο του Αγγέλου της Μεγάλης Βουλής, Λόγου, της Σοφίας του Θεού και το ομοούσιο Αυτού τω Πατρί.
Επειδή ο Αυγουστίνος είχε μπερδέψει τον φωτισμό και τη θέωση με τον Νεο-Πλατωνικό φωτισμό και έκσταση, συμφώνησε με τους εν λόγω φιλοσόφους και αιρετικούς ότι δεν μετέχει το σώμα στην θεωρία Θεού. Ταύτισε τον δοξασμό ή την θέωση με την ικανοποίηση της δίψας για ευδαιμονία και με την μετά Θάνατον Ζωή. Για αυτό ούτε στην Παλαιά ούτε και στην Καινή Διαθήκη κατανόησε τον δοξασμό του Κυρίου της δόξας. Δηλαδή δεν διέφερε ουσιαστικά από τους Αρειανούς. Επέλυσε το πρόβλημα που έθεσαν οι Αρειανοί για τα Θεοφάνεια πριν και μετά την ενσάρκωση με την πρωτότυπη θεωρία ότι οι προφήτες έβλεπαν και άκουγαν τον Θεό μέσω των όσων κτισμάτων γίνονταν από το μηδέν και ξαναγύριζαν στο μηδέν κατά βούληση του Θεού, όπως π.χ. η καιγόμενη και άφλεκτη βάτος, η στήλη πυρός και νεφέλη, η δόξα και νεφέλη, και ακόμη ο Άγγελος της δόξας. Ο Θεός γίνεται μονίμως ορατός μέσω της ενσαρκώσεως του Λόγου του μέσω του οποίου μεταβιβάζει τα ρητά και νοήματά Του. Αλλά συνεχίζει να χρησιμοποιεί τα όσα γίνονται από το μηδέν μηνύματα και οράματα και τα οποία στο μηδέν καταλήγουν, όπως οι γλώσσες πυρός της Πεντηκοστής, της νεφέλης της αναλήψεως, της βασιλείας, δόξας, νεφέλης, φωτός και εξ ουρανού φωνής της Μεταμορφώσεως, της εξ ουρανού φωνής και περιστεράς της βαπτίσεως του Χριστού, και το πυρ της κολάσεως, κ.τ.λ. Είναι η καταδικασθείσα το 1341 διδασκαλία του Βαρλαάμ. Οι πατέρες της Συνόδου δεν υποψιάσθηκαν ούτε την πηγή της εν λόγω αιρέσεως και ούτε το γεγονός ότι ήταν η μόνη παράδοση των Φραγκο-Λατίνων. Το αποτέλεσμα των ανωτέρω ήταν ότι τα λεκτικά σύμβολα, μέσω των οποίων η Παλαιά και Καινή Διαθήκη εξέφραζε τις εμπειρίες του φωτισμού και της θεώσεως υποβιβάσθηκαν σε γενόμενα και απογενόμενα κτίσματα και απίστευτα θαύματα. Περίεργο αποτέλεσμα των εν λόγω παρερμηνειών είναι ότι όχι μόνο το όνομα "βασίλειο" κυριαρχεί στις μεταφράσεις της Καινής Διαθήκης παρ' ότι ούτε μία φορά απαντάται στο ελληνικό πρωτότυπο. Αλλά περιέργως επικράτησε στα Βιβλικά και λειτουργικά κείμενα των Ορθοδόξων μεταναστών στην Ευρώπη, Αμερική, Αυστραλία και Ασία. Η βασιλεία του Θεού είναι η άκτιστη ενέργεια και δόξα μέσω της οποίας ο Θεός βασιλεύει τον κόσμο και στην οποία μετέχουν τα καθαιρόμενα, φωτιζόμενα και δοξαζόμενα μέλη της Εκκλησίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου