Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

Η μονολόγιστη ευχή ως δρόμος προς την αληθινή θεολογία ή θεογνωσία

+Ιερομονάχου Ευσεβίου Βίττη

Πηγή: Δύο δρόμοι προς την αληθινή θεολογία, Εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη.
http://eusebiosvittis.pblogs.gr
Δεν είναι βέβαια δυνατόν να δούμε εν πλάτει όλα όσα θαυμάσια μας λένε, στον περιορισμένο χώρο αυτής της σύντομης παρουσιάσεως αυτού του μεγάλου θέματος. Στο παρόν κείμενο θα χρειαστεί να επικεντρώσουμε τη προσοχή μας σε θέμα, το οποίο είναι, πιστεύουμε, σημαντικό ως εισαγωγική πρόσβαση στο χώρο της θεολογίας, όπου κατά τη πατερική διδαχή θεολογία είναι η ανάβαση του ανθρώπου προς το Θεό. Και ως οδός, αλλά και ως «χώρος» της αληθινής θεολογίας ορίζεται η προσευχή, η οποία αποτελεί «ανάβασιν νου προς Θεόν» (Νείλος ο Ασκητής, Λόγος περί προσευχής) . Και η προσευχή αυτή είναι η λεγόμενη μονολόγιστη προσευχή.

Στον περίφημο Περί προσευχής λόγο του Νείλου του Ασκητού, που περιλαμβάνεται στη γνωστή μας Φιλοκαλία (οι ειδικοί τον αποδίδουν στον Ευάγριο τον Ποντικό, ασκητικό συγγραφέα) σημειώνεται η σημαντικότατη για το θέμα μας φράση:
«Eι θεολόγος ει, προσεύξη αληθώς? και ει αληθώς προσεύχη, θεολόγος ει». Με άλλα λόγια: «Αν είσαι θεολόγος, θα προσευχηθείς. Και αν προσεύχεσαι αληθινά, είσαι θεολόγος».
Και σε άλλο σημείο λέει:  «Αν προσεύχεσαι, αληθινά και σωστά, θα βρεις πολλή εσωτερική πληροφορία. Και θα έρθουν μαζί σου άγγελοι, όπως και στον Δανιήλ, και θα σε φωτίσουν για να κατανόησης τους λόγους των πραγμάτων».
Με τους λόγους αυτούς και μόνο υπογραμμίζεται ιδιαίτερα η σημασία της προσευχής ως σημαντικότατου μέσου για την είσοδό μας στο χώρο της θεολογίας. Μερικά ουσιώδη στοιχεία της θα επιχειρήσουμε να δούμε στη συνέχεια.
* * *
Η μονολόγιστη προσευχή, που οφείλει το όνομα της στη χαρακτηριστική συντομία της, λέγεται: προσευχή του Ιησού, νοερά προσευχή, καρδιακή προσευχή, καθαρά προσευχή κλπ. Η προσευχή αυτή ταιριάζει προ πάντων στο σημερινό πολυάσχολο άνθρωπο, όποια κι αν είναι η κύρια απασχόλησή του και τυχόν άλλες δευτερεύουσες. Είναι η προσευχή, που μπορεί να πραγματοποιείται πάντοτε από το καθένα μας και να προσαρμόζεται σε κάθε τόπο και τρόπο.
Όλες οι θείες ενέργειες αποτελούν τη ρίζα και τη πηγή των όντων και πραγμάτων. Για τον άνθρωπο όμως υπάρχει κάτι βαθύτερο και καταπληκτικότερο. Πρέπει ο άνθρωπος να γίνει μέχρι και αυτή τη δομή και το ρυθμό του σώματός του, μέχρι την τελευταία του ίνα, ναός του Παναγίου Πνεύματος. «Ουκ οίδατε ότι το σώμα υμών ναός του εν υμίν Αγίου Πνεύματος έστιν, ου έχετε από Θεού και ουκ έστε εαυτών; Δοξάσατε δη τον Θεόν εν τω σώματι υμών και εν τω πνεύματι υμών, ατινά έστι του Θεού»(Α Κορ. ς' 19, 20).
Για το θέμα μας έχουν βασική σημασία ο ρυθμός της αναπνοής μας και η καρδιά μας. Και καλούνται να παίξουν σημαντικότατο ρόλο για τη διάχυση της χάριτος σε όλη μας την ύπαρξη.
Υπάρχει μια πραγματική αντιστοιχία ανάμεσα στην αναπνοή μας καιστην πνοή του Θεού.
Η ανθρώπινη αναπνοή αποτελεί σύμβολο και όχημα της θείας πνοής.
Η ίδια αντιστοιχία υπάρχει ανάμεσα στη καρδιά μας και τον Ιησού Χριστό.
Η καρδιά αποτελεί το κέντρο της υπάρξεώς μας. Και λέγοντας καρδιά δεν πρέπει να εννοούμε μόνο τη σωματική καρδιά, αλλά και την πνευματική, που είναι έδρα και κέντρο του πνεύματός μας. Η καρδιά μας φωτίζει όλη την ύπαρξη και χάρις σ' αυτήν λειτουργεί και σωματικά και πνευματικά.
Αντίστοιχα ο Ιησούς Χριστός είναι το κέντρο του πνευματικού του Σώματος που λέγεται Εκκλησία. Από αυτό το κέντρο αναβλύζουν ως από αενάως ακένωτη πηγή το φως και η χάρη στην Εκκλησία, αλλά και σε ολόκληρο το σύμπαν, αφού «πάντα δι' αυτού εγένετο και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονε» (Ιω. α' 3).
Με την καρδιά συνάπτεται το αίμα. Και το αίμα αντιστοιχεί προς τοαρχέγονον ύδωρ, που διαποτίζεται από το πυρ του Αγίου Πνεύματος. «Και Πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω του ύδατος» (Γεν. α' 2). Επίσης το αίμα είναι κόκκινο σαν τη φωτιά και θερμό. Και, όπως είναι γνωστό, στην Εκκλησία μας κοινωνούμε το θερμό αίμα του Κυρίου. Γι' αυτό μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων προστίθεται στο άγιο Ποτήριο το ζέον ύδωρ, που συμβολίζει τη «ζέσιν Πνεύματος Αγίου».
Έτσι βλέπουμε να καθορίζεται στην ορθόδοξη πνευματικότητα η σχέση πνοής - καρδιάς και Πνεύματος Αγίου.
Δεν χρειάζεται όμως να ζητούμε στα ζητήματα αυτά μια επεξήγηση ή κατανόηση σύμφωνα με την οριζόντια ανθρώπινη επιστήμη, που ασχολείται με αίτια και αιτιατά. Τα θέματα αυτά αποτελούν αντικείμενο γνώσεως άλλου επιπέδου και άλλης κατευθύνσεως. Αυτά τα κατανοεί κανένας στο βαθμό, που μπορεί να τα χωρέσει η περιορισμένη ανθρώπινη φύση μας κατά γνώση πνευματική, κάθετο και υπερφυή, που έχει τους δικούς της νόμους και τη δική της λογική. Και αυτό οπωσδήποτε με τη βοήθεια του θείου φωτός εν Πνεύματι Αγίω.
Με την καρδιά συνάπτεται ο νους και η διάνοια μας. Κατά την πατερική αντίληψη έδρα του νου είναι η καρδιά, και ο νους δεν είναι μόνο η λογική ενέργεια, αλλά και η βουλητική και συναισθηματική με έδρα πάντα την καρδιά.
Ο νους ενεργεί προς τα έξω, διαχέεται και διασκορπίζεται. Στη φυσική του δε κατάσταση θα βρίσκεται μόνο με την επιστροφή του στο κέντρο του, στην καρδιά του, οπότε μεταπηδά από το παρά φύσιν, στο οποίο τώρα βρίσκεται, στο κατά φύσιν του.
Όταν ο νους επιστρέψει πίσω στην καρδιά και ενωθεί μαζί της, τότε και η καρδιά γίνεται το κατάλληλο όργανο για ολοκληρωμένη υπαρξιακή γνώση, γνώση ολοτελή και παμμερή. Γι' αυτό και δεν είναι γνώση ξερή, διανοητική, ξένη ως προς το γινωσκόμενο, αλλά γνώση αγαπητική. Γιατί μόνον η αγάπη αποτελεί την αποκλειστική γνωστική δύναμη, την ενοποιό και συνδέουσα γνωστικό υποκείμενο και γινωσκόμενο αντι(ή υπο-)κείμενο. Και αυτό σημαίνει μεταφορά του όλου ανθρώπου μέσα στο φως της θεϊκής γνώσεως εν Πνεύματι Αγίω.
Ο Θεός με τη θεία του πνοή, δηλαδή το Άγιο Πνεύμα, έδωσε ζωή στο άψυχο ανθρώπινο σώμα του ανθρώπου. Το ίδιο επαναλαμβάνεται πνευματικά και τώρα. Όταν αφυπνισθεί ο άνθρωπος και αντιληφθεί «πόθεν έρχεται και πού υπάγει», αισθάνεται, ότι μόνο με τη ζωοποιό χάρη του Αγίου Πνεύματος μπορεί να μεταμορφωθεί το «ψυχικόν σώμα» του σε «πνευματικόν σώμα» (Α' Κορ. ιε',44) ήδη από τη παρούσα ζωή.
Αφετηριακή ενέργεια του Θεού ως προς τον άνθρωπο στο σημείο αυτό είναι το ότι πλάσθηκε «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν» του Θεού. Με την πτώση του όμως «αχρειώθη» το «κατ' εικόνα» στον άνθρωπο. Αυτή δε η εικόνα αποκαταστάθηκε διά του Ιησού Χριστού. Η σπουδαιότητα και η μοναδικότητά της έγκειται στο γεγονός της συνειδητοποιήσεως εκ μέρους μας της ενσωματώσεως μας σ' Αυτόν, που ξανανοίγει για μας την θεανδρική οδό του αγιασμού και της τελειώσεώς μας. Και η επίκληση είναι: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέ ησον με τον αμαρτωλόν». Καιρός να επιχειρήσουμε μια πολύ σύντομη θεολογική ανάλυσή της.
Σε όλες τις θρησκείες η επίκληση του ονόματος του Θεού παρουσιάζεται να έχει ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα και σημασία, γιατί το όνομα είναι φορέας μιας ζωντανής και δρώσης παρουσίας. Λίγο διαφορετικότερα έχουν τα πράγματα στο χώρο της Παλαιάς Διαθήκης (Π.Δ.). Η Π.Δ. αποκαλύπτει τον ζώντα Θεό στην καταναλίσκουσα απροσιτότητα και υπερβατικότητά του. Αποτελεί φοβερότατο μυστήριο το όνομά του. Στην Π.Δ. δεν έχουμε οικειοποίηση του Ονομαζόμενου, αλλά καθιέρωση του ονομάζοντος και επικαλουμένου. Οι Εβραίοι δεν έχουν δικαίωμα να προφέρουν το όνομα του Θεού. Μόνον ο μέγας Αρχιερέας, και αυτός μόνο μια φορά το χρόνο, μπορούσε να προφέρει το φοβερό όνομα του Θεού κατά την εορτή του Εξιλασμού. Γι' αυτό και είχε αντικατασταθεί το όνομα του Θεού με το όνομα Αδωναΐ, Κύριος. Και για τους Εβραίους ο αγιασμός του ονόματος του Θεού σήμαινε το μαρτύριο.
Ο πέρα από κάθε όνομα Κύριος, που είναι ο Ων, έγινε από άπειρη αγάπη για το πλάσμα του άνθρωπος. Και ως άνθρωπος ονομάσθηκε Ιησούς, που σημαίνει πως ο αιώνιος σώζει, ελευθερώνει, τοποθετεί εν ευρυχώρω τον μέχρι χθες συνθλιβόμενο άνθρωπο.
Η επίκληση του ονόματος του Ιησού Χριστού είναι υπόμνηση της ζωοποιού παρουσίας του και προσφέρεται στην Εκκλησία του ως μυστήριο του Αναστάντος. «Και ιδού εγώ μεθ' ημών είμι πάσας τας ημέρας, έως της συ ντελείας του αιώνος» (Ματθ. κη', 20). Η επίκληση του ονόματος του Κυρίου Ιησού Χρίστου ως προσευχή πια καρδιακή, «ως προσευχή του Ιησού», διαμορφώθηκε τελικά κατά τον 13ο αιώνα στον Άθω και έχει
α) δοξολογικό χαρακτήρα και
β) χαρακτήρα επικλήσεως εν μετάνοια.
α. Ο δοξολογικός χαρακτήρας της καρδιακής προσευχής
 «Κύριε». Η λέξη «Κύριος» υπογραμμίζει τη Θεότητα του Ιησού Χριστού και την αναγνωρίζει ως κυρίαρχο ολόκληρης της κτίσεως. «Εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης» (Ματθ. κη' 18). Με την δοξολογική αυτή επίκληση εξορκίζεται κάθε δύναμη στον κόσμο αυτόν και σχετικοποιείται.
«Ιησού Χριστέ». Ο τίτλος του Ιησού είναι «Χριστός», δηλαδή Μεσσίας. «Ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν, ειμή εν Πνεύματι Αγίω». (Α' Κορ. ιβ' 3). Η αναγνώριση της κυριότητος του Ιησού, το ότι είναι Μεσσίας, δεν είναι καρπός της γνωστικής δυνάμεως του ανθρώπου, άλλα αποκαλύψεως Αγιοπνευματικής.
Έτσι στην Επίκληση αυτή έχουμε την παρουσία όλης της Αγίας Τριάδος και βίωση του μυστηρίου της Χριστολογικά και σωτηριολογικά. Τέλος η φράση:
«Υιέ του Θεού». Οι λέξεις αυτές της επικλήσεως μας παραπέμπουν στον ουράνιο Πατέρα, που είναι η πηγή και η ρίζα της Θεότητος.
β. «Ελέησόν με τον (την) αμαρτωλόν (-ην)».
Η ικεσία αυτή συνάπτεται με τη μετάνοια του προσευχομένου, που ζητάει το έλεος του Κυρίου και την αποκατάσταση της διαταραγμένης από κάθε προσβολή αγάπης του Κυρίου με τον όλο του βίο.
Σύμφωνα με όσα μας λένε οι μεγάλοι δάσκαλοι της προσευχής αυτής, παλιοί και νέοι, μπορεί η προσευχή αυτή να συντομευθεί στην επίκληση μόνο του ονόματος του Ιησού υπονοώντας όλα τα άλλα. Τότε ακριβώς είναι ουσιαστικά «μονολόγιστη» προσευχή, αφού αποτελείται από μια και μόνο λέξη. Το πολύ μπορεί να γίνει η μορφή της «Ιησού μου», με δυό μόνο λέξεις.
* * *
Η ευχή έχει σκοπό να ενεργοποιήσει μέσα μας τη βαπτισματική χάρη.
Η αιώνιος ζωή αρχίζει από τη στιγμή, που ο άνθρωπος δέχεται τη «δεύτερη γέννηση», την «παλιγγενεσίαν», την «μικράν ανάστασιν», δηλαδή το Άγιο Βάπτισμα.
Όταν βαπτιζόμαστε καταδυόμαστε στο αγιασμένο νερό και έτσι κατεβαίνουμε ως άμορφη και ακατέργαστη ύλη και αναδυόμαστε αποκτώντας μορφή όλη ωραιότητα, έκπαγλη και υπερφυσική. Ανασταινόμαστε και αφυπνιζόμαστε ύστερα από θάνατο.
Όμως ο φωτισμός και ο αγιασμός και η εξανάσταση αυτή κατακρύπτεται στα βάθη του ασυνειδήτου, που παύει πια να είναι ό,τι ήταν, γιατί κρύβει μέσα του την παρουσία του Θεού, η οποία ανορθώνει και ενοποιεί το πρόσωπο. Και όπως παρατηρεί ο άγιος Διάδοχος ο Φωτικής, πριν από το Βάπτισμα κρύβεται στα βάθη της καρδιάς του ανθρώπου ο σατανάς, ενώ έξω από αυτήν παραμένει ο Θεός. Με το Βάπτισμα διώχνεται από την καρδιά ο διάβολος και εγκαθίσταται σ' αυτήν ο Θεός. (Διαδόχου Φωτικής, Λόγος ασκητικός).
Ο αγιασμός όμως αυτός απαιτεί πάντοτε μια όλο και πιό συνειδητή μετοχή στο θάνατο και στην ανάσταση του Ιησού Χριστού, γιατί και στα δυο αυτά στοιχεία βα πτισθήκαμε ως μέτοχοι τους «ίνα, ώσπερ ηγέρθη Χρι στός εκ νεκρών διά της δόξης του Πατρός, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν. Ει γαρ σύμφυτοι γεγόναμεν τω ομοιώματι του θανάτου αυτού, αλλά και της αναστάσεως εσόμεθα» (Ρωμ. ς', 4-5).
Η αγιότητα δεν είναι ψηλή νοητική συνειδητότητα, αλλά ανάσταση και μεταμόρφωση εν Χριστώ Ιησού αναστάντι. Και χριστιανική ζωή σημαίνει τελικά πρόσκτηση Πνεύματος Αγίου. Γι' αυτό το άγιο Βάπτισμα είναι αχώριστα συνδεδεμένο με το Μυστήριο του Χρίσματος. Χριόμενος ο βαπτιζόμενος σε διάφορα σημεία του σώματός του καθίσταται καταγώγιο και κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος ενεργοποιούμενος με τη χάρη του και μεταμορφωνόμενος εις Χριστόν Ιησούν.
Όλα όμως συμπληρώνονται με τη μετοχή μας και στη Θεία Ευχαριστία. Με το μυστήριο αυτό, που ανανεώνει στα βάθη της υπάρξεώς μας το σπόρο της θεώσεώς μας, γιατί μας ενσωματώνει στον Ιησού Χριστό κάνο ντας μας ένα μαζί του, ζούμε μια αιώνια Πεντηκοστή ...; «Είδομεν το φως το αληθινόν, ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον ...;» ψάλλουμε μετά τη θεία Κοινωνία στη θ. Λειτουργία. Και η θ. Κοινωνία έγινε «εις Πνεύματος Αγίου κοινωνίαν».
Η προσευχή λοιπόν του Ιησού αποτελεί μια βιωματική αναθεώρηση και αναβίωση κάθε φορά του όλου μυστηρίου της σωτηρίας μας. Γι' αυτό και οι καρποί της είναι πολλαπλοί. Όταν η προσευχή αυτή ασκείται, όπως πρέπει, και γίνει ένα με τη ψυχή, τότε ανακαλύπτει ο προσευχόμενος
-«Τον κρυπτόν της καρδίας άνθρωπον» (Α' Πέτ. γ'4).
 -Την «εν Πνεύματι και αληθεία» προσκύνηση και λατρεία του Θεού» (Ίω. δ' 23).
-Την «εντός ημών βασιλείαν του Θεού» (Λουκά ιζ'21).
-Τη συναντίληψη του Άγ. Πνεύματος? «το Πνεύμα συναντιλαμβάνεται ταις ασθενείαις ημών? το γαρ τι προσευξόμεθα ουκ οίδαμεν, αλλ' αυτό το Πνεύμα υπερεντυγχάνει υπέρ ημών στεναγμοίς αλαλήτοις» (Ρωμ. η'26). -Την (παρα)μονήν του Ιησού στην καρδιά μας κατά τη διαβεβαίωση του? «μείνατε εν εμοί καγώ εν υμίν (Ιω. ιε'4).
-Την παράδοση της καρδιάς στο Θεό? «υιέ μου, δος μοι σην καρδίαν» (Παροιμ. κγ'26).
-Το «ενδύσασθαι τον Χριστόν» (Ρωμ. ιγ' 14).
«Η προσευχή του Ιησού» ή η «καρδιακή προσευχή» βιωνόμενη οδηγεί τη ψυχή σε «κατάστασιν εξ Ιησού συνεστώσαν», όπως τονίζουν με έμφαση και από προσωπική πείρα οι Νηπτικοί Πατέρες.
«Από την αδιάκοπη μνήμη και επίκληση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, δημιουργείται μία σταθερή κατάσταση στο νου μας, αν δεν παραμελούμε την ακατάπαυστη νοερή δέηση, τη συχνή νήψη και το έργο της προσοχής. Όμως ας έχουμε ως συνεχές έργο μας την επίκληση του Κυρίου μας Ιησού κάνοντας την με καρδιά, που πυρωμένη κράζει, ώστε κυριολεκτικά να μεταλάβει το όνομα Ιησούς» (Ησυχίου προς Θεόδουλον).
Και άλλου προσθέτει:
«Είναι πραγματικά μακάριος όποιος έχει κολλήσει έτσι με τη διάνοιά του στην ευχή του Ιησού και του μι λάει αδιάκοπα με δυνατή φωνή στη καρδιά του, όπως έχει ενωθεί ο αέρας με τα σώματά μας ή όπως είναι ενωμένη η φλόγα με το κερί. Ο υλικός ήλιος περνώντας πάνω από τη γη κάνει να γίνεται ημέρα. Το άγιο και σεβάσμιο όνομα του Κυρίου λάμποντας συνεχώς στη διάνοια γεννά αναρίθμητα σαν τον ήλιο φωτεινά νοήματα».
 «Όταν σκορπίσουν τα σύννεφα, φαίνεται καθαρή η ατμόσφαιρα. Και όταν σκορπίσει τις φαντασίες και τις παραστάσεις των παθών ο ήλιος της δικαιοσύνης Ιησούς Χριστός, είναι φυσικό να γεννιούνται πάντα στην καρδιά ολόφωτα και αστερόμορφα νοήματα, γιατί η ατμόσφαιρα της φωτίσθηκε διά μέσου του Ιησού».
«Με αδιάκοπη ευχή καθαρίζει η ατμόσφαιρα της διάνοιας από σκοτεινά νέφη, από ανέμους των πονηρών πνευμάτων. Όταν δε καθαρίζει η ατμόσφαιρα της καρδιάς, είναι αδύνατο να μη λάμπει σ' αυτήν το θεϊκό φως του Ιησού».
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της εποχής μας είναι η τρομακτική επίδραση, που ασκεί το κοινωνικό περιβάλλον στο καθένα μας. Γνωστά τα μέσα αυτής της επιδράσεως. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη μνεία τους. Μας ενδιαφέρει το γεγονός, ότι αυτή η επίδραση εξασκείται και στο πιστό της εποχής μας με ιδιαίτερες επιπτώσεις στη πνευματικότητά του και στον όλο του βίο. Και δεν είναι περίεργο γι' αυτό το ότι διαπιστώνουμε μια έντονη πνευματική σύγχυση, μια ληθαργώδη κατάσταση, που προκαλεί σοβαρότατη ανησυχία σε όποιο πνευματικό άνθρωπο πονά από ό,τι διαπιστώνει.
Δεν είναι όμως η εξωτερική επίδραση, που αναφέρουμε πιό πάνω, η μόνη αιτία της φθαρτικής αλλοιώσεως και του εκφυλισμού του εσωτερικού φρονήματος των πιστών μας σήμερα. Έχουμε και εσωτερικά αίτιά της. Και αυτά προ πάντων συντελούν σε μια αναβίωση του παλαιού μέσα μας ανθρώπου, ο οποίος ζητάει με βιαιότητα και πάθος ασυγκράτητο χαμένα «δικαιώματα».
Πόσοι, αλήθεια, από μας δε θρηνούμε την εσωτερική έκπτωση, που διαπιστώνουμε στον εαυτό μας και δεν νοσταλγούμε ημέρες αρχαίες, γεμάτες ιερό ζήλο και άγιες αποφάσεις, που για την εκπλήρωσή τους θα δίναμε τότε χωρίς καθόλου να διστάσουμε και την ίδια τη ζωή μας με το χειρότερο ακόμη μαρτύριο! Και τώρα; Τώρα φυτοζωούμε, για να μην πω πως γίναμε -ας μου επιτραπεί ο χαρακτηρισμός, που τον εφαρμόζω πρώτα στον εαυτό μου- βοσκηματώδεις, χοιρώδεις, γεώδεις και ζωώδεις, «παρασυμβεβλημένοι τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ομοιωθέντες αυτοίς» ετσι ή αλλιώς! (πρβλ. Ψαλμ. 48, 13).
Αυστηρή η διαπίστωση αυτή ή οι σκληροί αυτοί χαρακτηρισμοί; Ας μου συγχωρηθεί η τόλμη αυτή, που δεν είναι προσωπική, αλλά γενική για τους πιό πολλούς δυστυχώς από εμάς. Όποιος βρίσκει πως του ταιριάζει, αυτός ας βγάλει τις συνέπειες από τη διαπίστωση αυτή για τον εαυτό του. Γιατί κάποιες συνέπειες προκύπτουν από αυτή την αυτοαναγνώριση. Και μια συνέπεια, που θα μπορούσε να προκύψει είναι κι ετούτη:
Πώς θα μπορούσαμε να αντιδράσουμε διαπιστώνοντας αυτή τη φθορά στον μέσα μας ή και στον έξω μας άνθρωπο;
Ποιά άλλη αντίδραση θα ήταν πιό ενδεδειγμένη από το τίναγμα από πάνω μας αυτού του πνευματικού λήθαργου, από τη βίαιη εξανάσταση εναντίον του και από την ενεργό προσπάθεια εγρηγόρσεως; Και η αντίδραση αυτή στην αγιογραφική και πατερική πνευματική γλώσσα λέγεται νήψη, η οποία κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο χαρακτηρίζεται ως «γρηγόρσεως επίτασις», δηλαδή πολύ έντονη και εντατική εγρήγορση και άγρυπνη προσοχή.
Πολλές και έντονες παραγγελίες μας απευθύνει η Θεία Γραφή για το θέμα αυτό καθώς και η Εκκλησία μας, που τις μετουσιώνει σε θερμή ικεσία και προσευχή. Εδώ θα αρκεστούμε σε μια εύγλωττη διαπίστωση-προτροπή του αγίου αποστόλου Παύλου:
«Εσείς, αδελφοί μου, λέει ο άγιος Απόστολος, δεν βρισκόσαστε στο σκοτάδι για να σας καταλάβει ξαφνικά η ημέρα της παρουσίας του Κυρίου. Όλοι σας είστε παιδιά του φωτός και της ημέρας. Δεν βρισκόμαστε και δεν ανήκουμε στη νύχτα ούτε στο σκοτάδι. Συνεπώς, ας μη κοιμόμαστε τον ύπνο της αμέλειας και ραθυμίας, όπως εκείνοι που, μακριά από το Χριστό, ζουν σ' αυτή τη κατάσταση. Αντίθετα, ας είμαστε άγρυπνοι και προσεκτικοί. Αυτοί, που κοιμούνται, κοιμούνται τη νύχτα και όσοι μεθούν, τη νύχτα μεθούν. Εμείς όμως, που είμαστε παιδιά της ημέρας, ας είμαστε άγρυπνα προσεκτικοί».
Τη ζωτικότατη σημασία της νήψεως τονίζει πολυτρόπως και η λειτουργική προσευχή. Αρκεί, για να το διαπιστώσει κανένας, να φυλλομετρήσει απλώς το λειτουργικό βιβλίο που λέγεται Παρακλητική. Ακριβώς δε μετά το καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων η Εκκλησία ανάμεσα στα άλλα βασικά και απαραίτητα πνευματικά στοιχεία, που ζητάει για τη ζωή των μετόχων του Ποτηρίου της Ζωής παρακαλεί να αποβεί γι' αυτούς η θεία Κοινωνία «εις νήψιν ψυχής».
Επειδή το περί νήψεως θέμα είναι ένα από τα κεφαλαιοδέστερα της ορθόδοξης πνευματικότητος, είναι πολύ επίκαιρο πάντα και ιδιαίτερα για το καθένα από μας, που διαπιστώνουμε την έλλειψη του στην πνευματική μας ζωή, να βλέπαμε το θέμα αυτό με όση προσοχή χρειάζεται. Βέβαια δεν είναι δυνατή η, σε ανάλογη με τη σημασία του θέματος αυτού έκταση, παρουσίαση του στα περιορισμένα όρια του σύντομου αυτού κειμένου. Μερικές επόψεις του μόνο θα αναφερθούν εδώ και επομένως όχι ολοκληρωμένα. Ελπίζουμε όμως να το παρουσιάσουμε εν καιρώ, αν ο Κύριος ευδοκήσει, με μια πολύ ευρύτερη και λεπτομερέστερη ανάλυσή του, που σχεδιάζουμε.
Για τη θεώρηση του θέματος αυτού νομίσαμε πως καταλληλότατος χειραγωγός μας για τη κατανόησή του είναι μια οσιακή πατερική μορφή, ο Όσιος Ησύχιος ο Πρεσβύτερος ο Ιεροσολυμίτης, που στη γνωστή μας Φιλοκαλία, περιλαμβάνεται μια δική του θαυμάσια διαπραγμάτευση του θέματος αυτού. Αυτής της διαπραγματεύσεως απόψεις θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε στη συνέχεια.

1. Τί είναι η νήψη;
Πρέπει να τονίσουμε ευθύς εξ αρχής πως δεν είναι εύκολος ο ορισμός της λεκτικά, αφοί είναι κυρίως ζωή. Και η ζωή, το ξέρουμε, δεν ορίζεται με λόγο ούτε στο σύνολο της ούτε στα επί μέρους της. Αυτό φυσικά το γνωρίζει ο Όσιος Ησύχιος, γι' αυτό και προσπαθεί να μας παρουσιάσει τη νήψη από διάφορες πλευρές της, ώστε κάπως να τη κατανοήσουμε. Όμως, ας το ξέρουμε, δεν πρόκειται ποτέ να κατανοήσουμε σωστά και σε έκταση και σε βάθος, «το γε εφ' ημίν», όσο δηλαδή μπορούμε, αν η νήψη, όπως βέβαια και κάθε άλλο πνευματικό θέμα, δεν αποτελέσει αντικείμενο ζωτικού και πρακτικού πνευματικού ενδιαφέροντος μας, δηλαδή, αν δεν επιδιώξουμε να τη γευτούμε και εμπειρικά, στην πράξη με άλλα λόγια. Αυτό είναι κανόνας απαράβατος για όλα τα θέματα της πνευματικότητος εν Χριστώ.
Να, λοιπόν, τι μας λέει ο όσιος Ησύχιος για τη νήψη: «Η Νήψη είναι μέθοδος πνευματική». Αυτή είναι ή γενικότατη θεώρησή της. Καθορίζοντας περισσότερο συγκεκριμένα το περιεχόμενο της λέει: «Η νήψη είναι κυρίως η καθαρότητα της καρδιάς, που εξαιτίας του μεγαλείου της και της πνευματικής ομορφιάς της ή, για να μιλήσω κυριολεκτικά, λόγω της αμέλειάς μας σήμερα είναι σπάνια».
Φαντασθείτε, τί θα έλεγε σήμερα για μας ο Όσιος! Και συνεχίζει: «Η νήψη είναι δρόμος για την απόκτηση κάθε αρετής και εντολής του Θεού. Η νήψη λέγεται και καρδιακή ησυχία».
Καθορίζοντας το νόημα της καρδιακής ησυχίας ο Όσιος συνεχίζει:
«Η καρδιακή ησυχία λέγεται και προσοχή. Και αρνητικά μεν σημαίνει διαρκή και αδιάκοπη ηρεμία και έλλειψη ενοχλήσεως της καρδίας από λογισμούς κάθε είδους. Θετικά δε είναι μόνιμη κατάσταση της ψυχής, που τη χαρακτηρίζει η ένωση με τον Ιησού. Στη κατάσταση αυτή η ψυχή πάντα και χωρίς καμιά διακοπή μόνον Αυτόν αναπνέει, Αυτόν επικαλείται, Αυτόν περιπτύσσεται πνευματικά συνεχώς με μυστική στα βάθη της καρδιάς επίκληση του Ονόματός του, γιατί Αυτός γνωρίζει τις καρδιές ως τα κατάβαθα τους».
Αλλά και αυτά τα στοιχεία είναι λίγα. Γι' αυτό και συνεχίζει ο Όσιος: «Νήψη είναι επίσης μόνιμη και σταθερή κατάσταση του λογισμού και στάση του στη πύλη της καρδίας, ένα είδος δηλαδή φρουράς σ' αυτήν, για να γίνεται έλεγχος των λογισμών εκείνων, που έρχονται με σκοπό να κλέψουν ό,τι πολύτιμο μέσα της και για να εξακριβώνει με ποιό τρόπο χαράζουν οι πνευματικοί εχθροί παραστάσεις στη φαντασία μας».
Το ίδιο διατυπώνει με μια λιτή φράση: «Νήψη είναι η τέλεια φύλαξη του νου».
Η πρόσκληση σε νήψη δεν είναι αυθαίρετη, όπως αναφέραμε ήδη. Αποτελεί ρητή αγιογραφική εντολή. Ο Όσιος μας τη στηρίζει σε ειδική εντολή της Παλαιάς Διαθήκης: «Πρόσεχε σεαυτώ, μήποτε γένηται ρήμα κρυπτόν εν τη καρδία σου ανόμημα» (Δευτ. ιε' 9).
«Επειδή η λέξη ρήμα σημαίνει εδώ επίμονη παράσταση στο νου κάποιου κακού πράγματος, το όποιο αποστρέφεται και δεν θέλει με κανένα τρόπο ο Θεός και το οποίο προσβάλλει τη καρδιά υπό μορφή κακών λογισμών και τήν οδηγεί σε μολυσμένο πνευματικά διάλογο, η εντολή σημαίνει: Πρόσεχε μέσα σου, μήπως κάποια επίμονη παράσταση μέσα σου κακού πράγματος μεταβληθεί σε αμαρτία».
Η νήψη σύμφωνα με αυτά έχει δυό γενικά χαρακτηριστικά στοιχεία, ένα στατικό και ένα κινητικό - δυναμικό σε μια αέναη εναλλαγή τους.
2. Επί μέρους χαρακτηριστικά της νήψεως, που εξαίρουν τη σημασία και σπουδαιότητά της
Η νήψη κατά τον Όσιο μας είναι άμεμπτος (αψεγάδιαστη), καθαρά, περιεκτική (τέτοια που περιλαμβάνει μέσα της και άλλες αρετές), υψοποιός (ικανή να ανεβάζει στα ύψη αυτόν που την ασκεί), αγαθή, τερπνή (ευχάριστη),νοητή ηδύτης (πνευματική ευχαρίστηση),καρδιακή γλυκεία ησυχία (γλυκεία ησυχία της καρδιάς),ωραία και πάγκαλος αρετή (πανέμορφη αρετή) θαυμαστή εργασία (αξιοθαύμαστη πνευματική εργασία),αγλαοφανής (λαμπρή), φωτοτόκος (φωτογεννήτρα),αστραπητόκος(αστραπογεννήτρα),φωτοβόλος(τέτοια, που σκορπάει γύρω της φως),πυρφόρος (όλη φωτιά και θέρμη πνευματική),αφάνταστος(ελεύθερη από παραστάσεις και εικόνες της φαντασίας κακές), μακαρία της ψυχής κατάστασις, και όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, για να μιλήσουμε σύμφωνα με τη πραγματικότητα γι' αυτήν, την κάνουν να ξεπερνά αναρίθμητες αρετές, που έχουν σωματικό χαρακτήρα, αλλά και πολλές άλλες πειραματικότερου χαρακτήρα αρετές.
3. Η αναγκαιότητα της νήψεως
Πολλές φορές, και με ιδιαίτερη έμφαση κάθε φορά, τονίζει ο άγιος Πατήρ, την αναγκαιότητα της νήψεως για μια σωστή και αληθινή πνευματικότητα. Τονίζει γι' αυτό, ότι
α. Η νήψη είναι τόσο αναγκαία για την πνευματική μας ζωή, όσο αναγκαία είναι για τη σωματική μας ζωή η τροφή και το νερό. «Όπως είναι αδύνατο να ζει κανένας στο κόσμο αυτό χωρίς να φάει και να πιει, έτσι είναι αδύνατο να ζήσει κανένας πνευματικά χωρίς τη φύλαξη του νου και τη καθαρότητα της καρδιάς, με άλλα λόγια χωρίς τη νήψη. Χωρίς αυτή την αρετή δεν μπορεί να πραγματοποιήσει η ψυχή ό,τι πνευματικό και αρεστό στο Θεό ή να ελευθερωθεί από την αμαρτία, που γίνεται με τη σκέψη στο νου, έστω κι αν ασκεί κανένας βία πάνω στον εαυτό του, για να μην αμαρτήσει, από φόβο να μην πάει στη κόλαση».
β. Η νήψη αποτελεί εσωτερική αφετηρία για την ολοτελή και πλήρη εφαρμογή του θείου θελήματος.
«Εβουλήθην το θέλημα σου και τον νόμον σου ποιήσαι εν μέσω της κοιλίας μου», λέει ο προφητάναξ Δαβίδ. (Ψαλμ. 39, 2). Και επεξηγεί ο άγιος:
« Εάν ο άνθρωπος δεν τηρήσει το θέλημα του Θεού και τον Νόμο του μέσα στην καρδιά του, ούτε πρακτικά μπορεί να τον εφαρμόσει» και· «Δεν βγαίνει το υποζύγιο από τον κύκλο του δεμένο στη μυλόπετρα για άλεσμα. Το ίδιο και ο νους. Δεν προχωρεί σε αρετή, που τελειοποιεί, αν δεν διόρθωσει το εσωτερικό του. Και αυτό, γιατί έχει πάντα τυφλά τα εσωτερικά του μάτια. Γι' αυτό και δεν μπορεί να βλέπει την αρετή και τον Ιησού, που αστράφτει από φως».

4. Απόκτηση νήψεως
Η νήψη, όπως και κάθε άλλη αρετή, δεν είναι ούτε πρέπει να αποτελεί αντικείμενο θεωρητικής απασχολήσεως μας. Είναι, παρά το απροσδιόριστο πνευματικό της βάθος, πρακτική αρετή με κατεύθυνση και προς τα μέσα και προς τα έξω. Είναι ανάγκη γι' αυτό να ιδούμε πως θα μπορούσε να γίνει και δικό μας χαρακτηριστικό. Βέβαια δεν πρέπει να αγνοήσουμε την ιδιοτυπία της μοναχικής ζωής, που προσφέρεται για ένα τέτοιον αγώνα. Όμως η νήψη, όπως και κάθε άλλο αντίστοιχο πνευματικό επίτευγμα, δεν αποτελεί και δεν πρέπει να αποτελεί κατόρθωμα μόνο των μοναχών, γιατί ένα είναι το θέλημα του Θεού για όλους μας και μια η πνευματική καρποφορία, που ζητιέται από όλους μας. Ας ιδούμε ποιούς τρόπους, άμεσους και έμμεσους, για την απόκτηση της νήψεως μας συνιστά ο όσιος Ησύχιος.
α. «Πρέπει να γίνεται συχνός έλεγχος και παρακολούθηση της φαντασίας. Και αυτό σημαίνει παρακολούθηση της προσβολής, δηλαδή της εμφανίσεως μιας εικόνας στη φαντασία, γιατί ο σατανάς δεν μπορεί να δημιουργήσει λογισμούς χωρίς τη χρησιμοποίηση της φαντασίας. Με το τρόπο αυτό δείχνει στο νου τέτοιες εικόνες για να εξαπατήσει το νου. Με τον πυκνό όμως έλεγχο βλέπει ο πνευματικός αγωνιστής με διεισδυτικό και έντονο βλέμμα, ώστε να κατανοεί την ποιότητα αυτών, που μπαίνουν στο νου του. Προσπάθησε να ασκείς συνεχώς την αρετή της προσοχής όσο γίνεται πιο πολύ. Αυτή η προσπάθεια είναι αυτό, που λέμε φύλαξη του νου, δηλαδή τήρηση και τελειοποίηση του νου, και επομένως και της γλυκείας ησυχίας και ηρεμίας της καρδιάς».
β. «Σιωπή των σωματικών και πνευματικών χειλέων. Και αυτό σημαίνει να έχει κανένας συνεχώς πολύ σιωπηλή την καρδιά, ήρεμη και ελεύθερη από κάθε λογισμό».
γ. «Να έχει εσωτερικά αδιάλειπτη μνήμη θανάτου». Η μνήμη του θανάτου βοηθάει όχι μόνο στη συναίσθηση της ευτέλειας και παροδικότητάς μας, άλλα και στον αγώνα κατά του εχθρού, γιατί ενισχύει το ταπεινό φρόνημα. «Καλός και χρήσιμος παιδαγωγός και του σώματος και της ψυχής είναι η συνεχής και διαρκής στο νου μνήμη του θανάτου, Με τη μνήμη του θανάτου πετυχαίνει κανένας να βάζει στην άκρη τις φροντίδες και όλες τις ματαιότητες, οπότε γεννιέται μέσα μας η φύλαξη του νου. Η μνήμη του θανάτου περιλαμβάνει μέσα της πολλές αρετές, είναι βρύση συνεχούς ετοιμότητας του πνεύματος στον αγώνα μαζί με διάκριση και νήψη».
δ. «Στο νου μας πραγματοποιείται μια θεϊκή κατάσταση από τη συνεχή μνήμη και επίκληση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Ας έχουμε λοιπόν το έργο αυτό της επικλήσεως κράζοντας με πυρωμένη και ολόθερμη την καρδιά, ώστε να «μεταλαβαίνουμε» κυριολεκτικά το άγιο όνομα του Ιησού».
Όλα αυτά πρέπει να χαρακτηρίζουν μεταξύ των άλλων και τα εξής γνωρίσματα:
1. Η προθυμία, η θερμή προθυμία, η πρόθυμος όδευσις.
2. Η επιστημοσύνη.
3. Η φρόνηση.
4. Η πάση δυνάμει προσπάθεια.
5. Η πολλή ένταση.
6. Η αποφασιστικότητα. « Μόλις καταλάβεις πως μπήκαν στη σκέψη σου κακοί λογισμοί, χωρίς να χάσεις καιρό, αμέσως να προβάλεις τις αντιρρήσεις σου και την αντίθεσή σου σ' αυτούς, να τσακίσεις το κεφάλι του φιδιού».
7. Το ανύστακτο. «Δεν είναι δυνατόν, αδελφοί, να το ρίχνει στον ύπνο, όποιος θέλει να μένει για πάντα απλήγωτος».
8. Η ταπείνωση. «Ας φροντίζουμε να βλέπουμε τις αμαρτίες μας και την προηγούμενη ζωή μας, ώστε να νιώθουμε συντριβή καθώς θα θυμόμαστε τις αμαρτίες μας. Και ταπεινωνόμενοι με το τρόπο αυτό θα έχουμε τη βοήθεια του Ιησού Χριστού σε πόλεμο, που είναι αόρατος.
9. Η συνέχεια. Η νήψη πρέπει να είναι «χρονίζουσα», διαρκής και ακατάπαυστη, χωρίς διακοπές. «Πρέπει να μένουμε διαρκώς με οπλισμένο το νου, γιατί ο εχθρός μας στέκει πάντα έτοιμος για πόλεμο με την παράταξή του. Η συνέχεια δε στη προσοχή και νήψη καταλήγει σε μόνιμη συνήθεια. Έτσι αποκτιέται μια φυσική πυκνότητα νήψεως, γιατί η νήψη είναι αποκρυστάλλωση του λογισμού και στάση του φρουρητική στη πύλη της καρδιάς».
10. Η με επιμέλεια επιδίωξη της νήψεως με τη καλλιέργεια στη ψυχή του θεϊκού έρωτα. «Τότε δεν θα βαδίζουμε πρόθυμα για κάτι άλλο με την καρδιακή ησυχία, παρά από τη γλυκεία ευχαρίστηση και τέρψη της ψυχής και από την απέραντη αγάπη της και για τον εγκάρδιο θείο έρωτά της προς το πρόσωπό Του».
5. Καρποί της νήψεως
Η αξία και η σπουδαιότητα της νήψεως φαίνεται προ πάντων από τους καρπούς και τα επιτεύγματα, που πραγματοποιούνται με την πιστή βίωση της σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά της εργασίας για την απόκτησή της, που αναφέρθηκαν πιό πάνω. Πιό συγκεκριμένα ανάμεσα στους άλλους καρπούς της νήψεως θα μπορούσαν να αναφερθούν κάποιοι από αυτούς.
1. Η νήψη γίνεται οδηγός ορθού και θεάρεστου βίου.
«Η νήψη βοηθάει στην εφαρμογή κάθε εντολής του Θεού, που υπάρχει στη Παλαιά και στη Καινή Διαθήκη. Αυτή παρέχει στον άνθρωπο, που θα την αποκτήσει, και κάθε αγαθό της μέλλουσας ζωής. Η νήψη θα σε διδάξει με τη βοήθεια του Θεού αυτά, που δεν ήξερες, και θα σε βοηθήσει να μάθεις, θα σε φωτίσει και θα σε κάνει ικανό να αποκτήσεις πνεύμα μαθητείας για να βάλεις στο νου σου αυτά, που προηγουμένως αδυνατούσες να ξέρεις, επειδή ζούσες και πορευόσουν στο σκοτάδι των παθών και των σκοτεινών έργων, καθώς σε σκέπαζε η άβυσσος της λήθης και της συγχύσεως». «Η νήψη απαλλάσσει με τη βοήθεια του Θεού τελείως από νοήματα των διαφόρων παθών και από πονηρά έργα, γιατί αποτρέπει και απομακρύνει από μας κάθε κακό, π.χ. την πολυλογία, την υβριστική συμπεριφορά και κακολογία, την κατάκριση καθώς και όλο το πλήθος των αισθητών κακών, γιατί ο νους δεν ανέχεται ούτε για λίγο να στερηθεί εξαιτίας τους τη γλυκύτητα, που νιώθει. Προ πάντων όμως, γιατί όποιος φροντίζει με επιμέλεια να τηρεί την καθαρότητα της καρδιάς, θα έχει δάσκαλο του τον νομοθέτη της Χριστό, ο οποίος του μιλεί και του λέει μυστικά το θέλημα του Θεού».
2. Η νήψη ισορροπεί τη ψυχή
«Η νήψη μας διδάσκει να κινούμε ισόρροπα τα τρία μέρη της ψυχής και επίσης να κινούμε σωστά και με κάθε ασφάλεια και τις τέσσερες γενικές αρετές, δηλαδή τη φρόνηση, που αναφέρεται στο θυμικό της ψυχής, τη σοφία, που αναφέρεται στο νοητικό ή νοητικό της ψυχής, τη δικαιοσύνη, που αναφέρεται στο επιθυμητικό της ψυχής και την ανδρεία, που αναφέρεται στις σωματικές αισθήσεις. Τις αρετές αυτές τις αυξάνει κάθε μέρα, εφόσον την έχουμε κάνει κτήμα μας».
Ειδικότερα βοηθά η νήψη:
α. Το θυμικό της ψυχής, «για τη διεξαγωγή μέσω αυτού της εσωτερικής μάχης και για αυτοέλεγχο και αυτομεμψία».
β. Το λογιστικό της ψυχής «για να αποκτήσει το λογικό μέρος της ψυχής τη νήψη και την πνευματική Θεωρία».
γ. Το επιθυμητικό, να κατευθύνει τη βούληση προς την αρετή και το Θεό.
δ. Τις πέντε αισθήσεις. «Η νήψη βοηθάει τις αισθήσεις να κυβερνούνται, για να μη μολύνεται δια μέσου τους ο εσωτερικός άνθρωπος, δηλαδή η καρδιά, και ο εξωτερικός άνθρωπος, δηλαδή το σώμα».
«Ο νους, που δεν αμελεί την κρυφή εσωτερική εργασία και τα υπόλοιπα πνευματικά αγαθά, τα οποία θα επιτύχει με την αδιάκοπη εργασία της προσοχής, θα πετύχει να έχει και τις πέντε αισθήσεις σε κατάσταση τέτοια, που να μην ενεργούν τα εξωτερικά κακά. Έχοντας δηλαδή στραμμένη τη προσοχή του στην αρετή και θέλοντας να εντρυφά και να απολαμβάνει τα καλά νοήματα, δεν ανέχεται να ξεκλέβεται και να παρασύρεται από τους υλικούς και μάταιους λογισμούς δια των αισθήσεων. Αντίθετα, ξέροντας πόσο απατηλοί είναι, τις συγκρατεί συνήθως μέσα του».
Γενικότερα πλεονεκτήματα από τη νήψη.
1. «Οι διάφορες θάλασσες έχουν πολύ νερό. Και η έκταση και το δυνάμωμα της νήψεως και της καταστάσεως του ανθρώπου, που τη βιώνει, και η βαθειά ησυχία, είναι άβυσσος πνευματικών θεωριών εξαίρετων και ανείπωτων, ταπεινώσεως με πλήρη αυτεπίγνωση ευθύτητας και αγάπης».
2. «Η νήψη απλώνει τα κλήματα της μέχρι την άβυσσο των ιερών θεωριών και μέχρι τους ποταμούς τερπνών και θείων μυστηρίων τις παραφυάδες της και ποτίζει δροσίζοντας τον νου, πού επί πολύ χρόνο έχει υποστεί την αρνητική επίδραση πνευματικού καύσωνα».
3. «Όποιος ζει συνεχώς την εσωτερική ζωή και ασχολείται με τα θέματα του εσωτερικού του, ζει με σωφροσύνη, και όχι μόνο, αλλά βιώνει και πνευματικές θεωρίες και ασχολείται με τα θεία, προσεύχεται και νιώθει ευχαρίστηση θεϊκή και πνευματικά και σωματικά. Ακόμη τον γλυκαίνει με το βαθύ αίσθημα κάποιας γλυκύτητας και μακάριας αγαλλιάσεως. Ο άνθρωπος φωτίζεται για να κατανοεί βαθιά πνευματικά μυστήρια από τον ίδιο το Χριστό, στον οποίο είναι κρυμμένοι οι θησαυροί της σοφίας. Και αυτό, γιατί θα νιώσει από την ενέργεια αυτή του Ιησού, ότι το Άγιο Πνεύμα ήρθε στη ψυχή του. Το Άγιο Πνεύμα φωτίζει το νου του ανθρώπου φανερά. Και τον πλουτίζει με θεία γνώση και τον φωτίζει το μακάριο φως της Θεότητος, όταν απαλλαγεί από όλα και ελεύθερος από αυτά μένει ασχημάτιστος και ανεικόνιστος. Και πορεύεται από τη μια βαθμίδα πρακτικής φιλοσοφίας - καθόσον αρνείται τον εαυτό του, σε ανώτερη βαθμίδα, και τον ικανώνει να βιώνει άρρητες πνευματικές αρετές. Ο νους αυτός δεχόμενος μέσα του βάθος πνευματικών εννοιών του απείρου, θα έχει την ευλογία να του φανερωθεί ο Ύψιστος Θεός στο βαθμό, που ο ίδιος αντέχει. Κατάπληκτος ο νους από τέτοιες ευλογίες δοξάζει αγαπητικιά το Θεό, ο οποίος βλέπεται και βλέπει και προσφέρει τη σωτηρία σ' αυτόν που τον βλέπει με αυτό το τρόπο.
Αυτοί, που πετυχαίνουν τη βίωση της νήψεως, αφού αποκτήσουν το δώρο των θείων θεωριών, πλέουν στο καθαρότατο αυτό φώς, το αγγίζουν άρρητα και απερίγραπτα και μαζί με το φώς αυτό ζουν σε κατάσταση μόνιμη, με αυτό ζουν και πολιτεύονται. Γιατί προκόβοντας σε νήψη θα βρουν σ' αυτή την ίδια την επουράνια Ιερουσαλήμ και θα δουν νοερά και καθαρά το Βασιλέα των πνευματικών δυνάμεων του αληθινού Ισραήλ, με άλλα λόγια το Χριστό, μαζί με τον ομοούσιο Γεννήτορα του, τον Ουράνιο Πατέρα, και το προσκυνητό Πανάγιο Πνεύμα».

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Θέλω νά γίνω ἅγιος. Μιχαὴλ Ε. Μιχαηλίδη, Θεολόγου

Θέλω νά γίνω ἅγιος. Μιχαὴλ Ε. Μιχαηλίδη, Θεολόγου


«Θέλω νά γίνω ἅγιος»
Μιχαὴλ Ε. Μιχαηλίδη, Θεολόγου

Τόν τελευταῖο καιρό ἔχει κυκλοφορήσει ἕνας ὡραῖος δίσκος (C.D.) μέ τραγούδια τῶν ὁμάδων τῶν "χελιδονιῶν" – μαθητῶν τῶν μεγάλων τάξεων τοῦ Δημοτικοῦ, καί μέ τίτλο "Ἀγγέλων Συντροφιά". Ἕνα, λοιπόν, ἀπ᾽ τά τραγούδια αὐτά – ἴσως καί τό πιό ἀγαπητό, ἄν κρίνω ἀπ᾽ τίς δυναμικές φωνές τῶν παιδιῶν τῆς χορωδίας – εἶναι αὐτό: «Θέλω νά γίνω ἅγιος, Χριστέ μου, γιατί σ᾽ ἀγαπῶ… Θέλω νά γίνω ἅγιος, κοντά Σου μιά μέρα νά ᾽ρθῶ... Θέλω νά γίνω ἅγιος, μαζί Σου αἰώνια νά ζῶ"…
Ἡ ἁγιότητα δέν εἶναι κάτι τό ἄπιαστο καί ἀκατόρθωτο, οὔτε μόνο γιά νά τό τραγουδοῦν τά παιδιά. Εἶν᾽ ἀλήθεια πώς τά παιδιά διακρίνονται γιά τήν ἁγνότητα καί τήν ἀθωότητά τους. Καί καλά κάνουν, πού μᾶς τό ὑπενθυμίζουν μέ τό τραγούδι τους.
Ἡ ἁγιότητα εἶναι τό κλειδί τοῦ παραδείσου. Μόνο μέ τήν ἁγιότητα θά ἰδοῦμε πρόσωπο Θεοῦ, διότι, "μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται" (Ματθ. Ε´ 8). Σ᾽ ἐποχές δύσκολες, κρίσιμες, αἰσχρές καί διεστραμμένες, ἔχει πάντοτε ὁ Θεός τούς δικούς Του ἀνθρώπους. Ψυχές ἁγνές, καθαρές, φλογερές καί ἡρωϊκές. Ψυχές, πού πολεμοῦν καί νικοῦν.
Κι ὅταν τό κακό φουντώνει, οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ γίνονται σάλπιγγες, πού ξυπνοῦν ἀπό τόν λήθαργο, τούς ἀποστάτες καί φωνάζουν: "Τάδε λέγει Κύριος: Φυλάσσεσθε" (Ἡσ. ΝΣΤ´ 1), ἤ "Τάδε λέγει Κύριος... Διορθώσατε τάς ὁδούς ὑμῶν" (Ἰερ. Ζ´ 3). Τῆς Πίστεως οἱ ἥρωες καί τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ οἱ προσκυνητές, ὅπως τούς περιγράφει ὁ θεῖος Παῦλος στό 11ο κεφάλαιο τῆς πρός Ἑβραίους ἐπιστολῆς του, μέ τή δύναμη τῆς Πίστης καί τήν ἁγιότητα τῆς ζωῆς τους, πέτυχαν τ᾽ ἀκατόρθωτα.
Κάποιος ἀναρωτιόταν καί ἔλεγε: "Δέ μπορῶ νά καταλάβω, πῶς εἶναι δυνατό νά ὀνομαστεῖ πιστός καί ἅγιος, ἐκεῖνος πού τήν ἁμαρτία δέν τή βλέπει σάν τό μεγαλύτερο φορτίο, τή μεγαλύτερη λύπη καί τή μεγαλύτερη ἀνησυχία"! Ἡ ἁγιότητα εἶναι μιά προοδευτική ἐργασία. Δέν ἐπιτυγχάνεται, οὔτε ὁλοκληρώνεται σέ μιά μέρα ἤ ἕνα μῆνα ἤ ἕνα χρόνο. Εἶναι ἔργο ζωῆς. Τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ γιά τή δική μας ἁγιότητα, τή βρίσκουμε καί στήν Παλαιά καί στήν Καινή Διαθήκη: (Λευιτ. Κ΄ 7, 26 – Α΄ Πέτρ. Α΄ 15-16).
Ὁ δέ μέγας Παῦλος, μέ μιά συνοπτική διατύπωση, μᾶς διδάσκει ὅτι, "τοῦτό ἐστι θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἁγια- σμός ὑμῶν" (Α΄ Θεσ. δ΄ 3). Πρέπει νά γίνουμε ἅγιοι. Ἡ Ἑλλάδα μας περνάει μιά σπάνια ἤ καί πρωτοφανῆ οἰκονομική κρίση. Κανένας δέν ἀμφισβητεῖ τό θλιβερό γεγονός μέ τίς τρομακτικές γιά ὅλους, συνέπειες.
Παρ᾽ ὅλα αὐτά, ποῦ μετάνοια; Ποῦ ἀρετή; Ποῦ ἁγιότητα; Ποῦ καταφυγή στό Θεό, στήν Ἐκκλησία, στήν προσευχή, στήν ἐξομολόγηση, στή νηστεία, στήν ἀγρυπνία; Ὡστόσο, ἐπίκαιρος ὁ λόγος τῆς Ἀποκάλυψης: "Ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι, καί ὁ ρυπαρός ρυπαρευθήτω ἔτι, καί ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι, καί ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι" (Ἀποκ. ΚΒ΄ 11). Ὁ καθένας, ὑπεύθυνος ἀπέναντι Θεοῦ καί ἀνθρώπων.

 Ὀρθόδοξος Τύπος ἀρ. φύλ. 2001 6 Δεκεμβρίου 2013

Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί Παπισμός. Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίου

Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί Παπισμός. Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίου


Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί Παπισμός (Εἰσαγωγικό)
Οἱ «ἑνωτικοί» καί ἡ «θεωρία τῶν κλάδων»

Μητροπολίτης Γόρτυνος Ἰερεμίας

1. Λόγω τῆς σοβαρότητος τοῦ θέματος, ἀδελφοί μου χριστιανοί, τά κυριακάτικα κηρύγματά μας θά ἀναφέρονται στό ἑξῆς, γιά ἕνα μακρύ διάστημα, στήν πίστη μας, τήν ὀρθόδοξη πίστη μας, σέ διαφορά πρός τήν πλάνη καί αἵρεση τῶν Παπικῶν. Παρακαλῶ νά τά προσέχετε ἰδιαίτερα.
Τό σοβαρώτερο ἀπό ὅλα εἶναι ἡ πίστη μας καί γι᾽ αὐτήν ἀξίζει καί τήν ζωή μας νά δώσουμε, καί τό αἷμα μας, ἄν μᾶς ἀξιώσει ὁ Χριστός, νά χύσουμε. – Ἀνήκουμε, ἀγαπητοί ἀδελφοί, στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, σ᾽ Αὐτήν πού ἵδρυσε ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἐδῶ κάτω στήν γῆ πού ἦρθε. Αὐτή εἶναι ἡ ΜΙΑ, ΑΓΙΑ, ΚΑΘΟΛΙΚΗ καί ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ.
Οἱ ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία αὐτή ὀνομάζονται «αἱρετικοί». Τό περίεργο ὅμως εἶναι ὅτι αὐτοί, ἄν καί κόπηκαν ἀπό τήν μία καί ἀληθινή Ἐκκλησία, λέγουν καί ὑποστηρίζουν ὅτι καί αὐτοί ἀποτελοῦν Ἐκκλησία.
 Ἔτσι ἀκοῦμε τίς ἐκφράσεις: «Καθολική Ἐκκλησία», «Προτεσταντική Ἐκκλησία», κ.ἄ.
Στήν σειρά τῶν κηρυγμάτων μας ἐδῶ θά ἀποδείξουμε καί θά τό καταλάβετε, ἀδελφοί μου, ὅτι, ὄχι!, αὐτοί, οἱ ἔξω ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εὑρισκόμενοι, ἄν καί δέχονται τόν ἐρχομό τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο καί πιστεύουν σ᾽ Αὐτόν, καί γι᾽ αὐτό λέγονται καί αὐτοί «χριστιανοί», ὅμως αὐτοί δέν ἀποτελοῦν Ἐκκλησία. – Ἀλλά ἄλλο εἶναι τό θέμα στό σημερινό μας κήρυγμα. Τό θέμα μας εἶναι, ποιά πρέπει νά εἶναι ἡ σχέση μας μέ τούς αἱρετικούς, μ᾽ αὐτούς πού εἶναι ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία μας; Μ᾽ αὐτούς, ἀγαπητοί μου, δέν πρέπει νά ἔχουμε κοινωνία στά ἱερά Μυστήρια καί μάλιστα στό κύριο Μυστήριο, τήν Θεία Εὐχαριστία. Μᾶς τό ἀπαγορεύουν αὐτό οἱ Κανόνες τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας.1 Δέν ἐπιτρέπεται δηλαδή ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι νά συλλειτουργοῦμε καί νά συμπροσευχόμαστε μαζί τους. Ὅποιος τό κάνει αὐτό κοινωνεῖ μέ τήν αἵρεση τῶν αἱρετικῶν καί θεωρεῖται καί αὐτός αἱρετικός.

2. Ὅμως, καί σήμερα, ὅπως καί παλαιότερα, ἀκούονται φωνές. Οἱ φωνές αὐτές λέγουν νά ἑνωθοῦμε μέ τούς αἱρετικούς καί ἰδιαίτερα μέ τούς Καθολικούς καί νά συλλειτουργοῦμε καί νά συμπροσευχόμαστε μαζί τους. Αὐτούς, πού λέγουν αὐτά, τούς ὀνομάζουμε μέ μία λέξη «ἑνωτικούς». Οἱ «ἑνωτικοί» ὡς βάση τῶν λόγων τους καί τῶν συνθημάτων τους ἔχουν τρία πράγματα.
Σᾶς τά λέγω: Πρῶτον, λέγουν ὅτι καμμιά «ἐκκλησία» δέν ἔχει τήν πλήρη ἀλήθεια, ἀλλά οἱ ἀκουόμενες ὡς «ἐκκλησίες» (Ὀρθόδοξη, Καθολική, Προτεσταντική κ.ἄ.) ἔχουν μέρος μόνον τῆς ἀλήθειας. Γι᾽ αὐτό, λέγουν, καί πρέπει νά γίνει ἕνωση ὅλων τῶν ἐπί μέρους «ἐκκλησιῶν», γιά νά ἔχουμε τήν μεγαλύτερη καί ὅσο τό δυνατόν πλήρη ἀλήθεια. Δεύτερον, οἱ «ἑνωτικοί» λέγουν ὅτι δέν ὑπάρχουν οὐσιώδεις διαφορές μεταξύ τῶν ἐπί μέρους χριστιανικῶν «ἐκκλησιῶν», ἀλλά καί ἄν ὑπάρχουν, οἱ διαφορές δέν εἶναι τέτοιες, ὥστε νά ἀποκλείουν τήν ἕνωση μεταξύ τους.
Καί, τρίτον, οἱ «ἑνωτικοί» λέγουν ὅτι τά μυστήρια τῶν ἑτεροδόξων εἶναι καί αὐτά ἔγκυρα. Στό σημερινό μου κήρυγμα, πού εἶναι γενικό στήν νέα σειρά τῶν κηρυγμάτων μας, θά ἀπαντήσω γενικά καί σύντομα στό πρῶτο ἀπό αὐτά τά τρία.

3. Τό πρῶτο πού λέγουν οἱ «ἑνωτικοί» ὅτι καμμιά «ἐκκλησία» δέν ἔχει ὁλόκληρη τήν ἀλήθεια, γι᾽ αὐτό καί πρέπει ὅλες νά ἑνωθοῦν, γιά νά ἐκφράσουν στό σύνολό τους τήν ἀλήθεια, αὐτό, ἀγαπητοί μου, εἶναι μία μεγάλη πλάνη καί αἵρεση. Αὐτό εἶναι ἡ λεγομένη «θεωρία τῶν κλάδων».
Κατά τήν θεωρία αὐτή δέν ἔχουμε ὅλο τό δένδρο τῆς ἀλήθειας, ἀλλά κλάδους μόνο, κομμάτια μόνο, καί ἐμεῖς πρέπει ὅλα αὐτά νά τά συνενώσουμε, γιά νά φτιάξουμε, ἐμεῖς νά φτιάξουμε, τό δένδρο τῆς ἀλήθειας. Τήν θεωρία αὐτή, πού εἶναι ἐφεύρημα τῶν Προτεσταντῶν, τήν εἶπα μεγάλη αἵρεση καί ἐξηγῶ γιατί:
(α) Κατά τήν πίστη ἡμῶν τῶν Ὀρθοδόξων, ἀγαπητοί μου, καί κατά τήν πίστη ὅλων τῶν χριστιανῶν, ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἦλθε στήν γῆ καί κήρυξε ὅλη τήν ἀλήθεια καί τήν παρέδωσε στήν Ἐκκλησία Του. Μᾶς εἶπε μάλιστα ὁ Χριστός μας «γνώσεσθε τήν ἀλήθειαν καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» (Ἰω. 8,32).
Ἀλλά ἄν, κατά τήν προτεσταντική «θεωρία τῶν κλάδων», ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ χάθηκε καί εἶναι σκορπισμένη σέ διάφορες παρατάξεις, τότε, ἄς μᾶς ποῦν οἱ ὀπαδοί τῆς θεωρίας αὐτῆς, ποῦ θά καταφύγει ὁ σημερινός ἄνθρωπος γιά νά μάθει τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ καί νά σωθεῖ; Ὄχι!
Ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, ἀδελφοί μου, δέν εἶναι κομματιασμένη σέ διάφορες παρατάξεις, ἀλλά βρίσκεται ὁλόκληρη καί καθαρή στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας. Γι᾽ αὐτό ἡ Ἐκκλησία μας δέν μπορεῖ νά δεχθεῖ τήν ἕνωση μέ τίς ἄλλες «ἐκκλησίες», πού πιστεύουν τήν «θεωρία τῶν κλάδων», ἀφοῦ μόνοι τους οἱ ὀπαδοί τῆς θεωρίας αὐτῆς ὁμολογοῦν ὅτι δέν ἔχουν τήν ἀλήθεια, τήν πλήρη ἀλήθεια.
(β) Ἡ πλανεμένη «θεωρία τῶν κλάδων» εἶναι ἐνάντια σ᾽ αὐτό πού λέμε «καθολική» Ἐκκλησία. Ξέρετε, ἀδελφοί μου, γιατί ἡ Ἐκκλησία μας λέγεται «καθολική»; Εἶναι πολύ σοβαρό καί ἀναγκαῖο γιά τήν σωτηρία μας νά τό μάθουμε αὐτό. Λέγεται ἡ Ἐκκλησία μας «καθολική», γιατί ἔχει τήν «καθ᾽ ὅλου», τήν ὅλη δηλαδή ἀλήθεια, ἐνῶ οἱ αἱρέσεις δέν τήν ἔχουν. Σᾶς τό ἐξηγῶ καλύτερα αὐτό μέ μιά εἰκόνα: Φανταστεῖτε ὅλη τήν πίστη μας σάν ἕνα ταψί μέ ἐκλεκτό φαγητό.
Αὐτήν τήν τροφή, τήν θεία τροφή τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νά τήν δεχθοῦμε ΟΛΗ. Οἱ αἱρετικοί δέχονται κομμάτια μόνο ἀπό αὐτό τό ταψί, αὐτά πού τούς ἀρέσουν. Ἕνα κομμάτι ἀπό δῶ καί ἕνα κομμάτι ἀπό ᾽κεῖ. Δηλαδή, δέν δέχονται ὅλη τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἀποστόλων, ἀλλά δέχονται ὅ,τι αὐτοί προτιμοῦν.
Τό ρῆμα «προτιμῶ»  στήν ἀρχαία γλώσσα λέγεται «αἱρέομαι - αἱροῦμαι» (= ἐκλέγω, προτιμῶ). Ἀπό τό ρῆμα αὐτό ἔχουμε τήν λέξη «αἱρετικός», πού δηλώνει ἀκριβῶς ἐκεῖνον πού δέν δέχεται τήν ὅλη ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά δέχεται ἐκείνη μόνο, τήν κατά τήν γνώμη του σωστή. Ἡ «θεωρία τῶν κλάδων», γιά τήν ὁποία μιλᾶμε, εἶναι αἵρεση καί οἱ ὀπαδοί της εἶναι αἱρετικοί, γιατί καταργοῦν τήν «καθολικότητα» τῆς Ἐκκλησίας γιατί δέν δέχονται, ὅπως εἴπαμε, ὅτι στήν γῆ ὑπάρχει ἡ μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, πού ἔχει τήν πλήρη ἀλήθεια, ἀλλά δέχονται ὅτι ἡ ἀλήθεια εἶναι σκορπισμένη σέ διάφορες χριστιανικές ὁμολογίες.
 Φοβερή ἡ αἵρεση αὐτή, χριστιανοί μου, καί θά τό ἐννοήσετε καί μόνοι σας πόσο φοβερή εἶναι, ἄν τό καλοσκεφτεῖτε. Εἶναι ἀνατροπή ὅλου τοῦ θεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι «ἐκκλησιομαχία», ὅπως μοῦ τήν χαρακτήρισε ἕνας εὐσεβής ὀρθόδοξος ἀδελφός. Οἱ Παπικοί, αὐτούς πού λέμε «Καθολικούς» καί «Ρωμαιοκαθολικούς», δέν δέχονται τήν «θεωρία τῶν κλάδων», γιατί πιστεύουν ὅτι ἡ «ἐκκλησία» τους ἔχει τήν πλήρη ἀλήθεια.
Ὅτι ἡ κοινότητά τους εἶναι ἡ «Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία», ὅπως μέ πυγμή τό ἰσχυρίστηκε ὁ «ἀρχιεπίσκοπος» τῶν Καθολικῶν Νάξου καί Τήνου σέ ἐπιστολή του πρός τόν ἰδικόν μας ὁμολογητήν καί ἀγωνιστήν τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Πειραιῶς καί Φαλήρου κ. Σεραφείμ. Στήν σειρά τῶν ἐδῶ κηρυγμάτων μας θά ἀποδείξουμε, ἀδελφοί μου, ὅτι οἱ Παπικοί εἶναι ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὅτι δέν εἶναι Ἐκκλησία καί ὅτι ἔχουν φρικτές αἱρέσεις. Καί θά ἀρχίσουμε νά τό κάνουμε αὐτό ἤδη ἀπό τό ἑπόμενο κήρυγμά μας μέ τήν Εὐχή τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας μας.

Μέ πολλές εὐχές,
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας


1. Γιά παράδειγμα βλ. ΜΕ´, ΜΣΤ´, Ι´, ΞΕ´ Αποστολικοί Κανόνες. ΛΖ´ Κανόνας τῆς Λαοδικείας. Β´ Ἀντιοχείας.

Αλήθεια είναι ότι γεννήθηκε Θεός από Θεό, αλήθεια είναι και ότι γεννήθηκε άνθρωπος από παρθένα.

Αλήθεια είναι ότι γεννήθηκε Θεός από Θεό, αλήθεια είναι και ότι γεννήθηκε άνθρωπος από παρθένα.

efxes
Παιδί βλέπω τον προαιώνιο Θεό!
Σε φάτνη αναπαύεται, Αυτός πού έχει θρόνο τον ουρανό!
Χέρια ανθρώπινα αγγίζουν τον απρόσιτο κι ασώματο!
Με σπάργανα είναι σφιχτοδεμένος, Αυτός πού σπάει τα δεσμά της αμαρτίας!
Όμως… τούτο είναι το θέλημά Του:
Την ατιμία να μεταβάλει σε τιμή• με δόξα να ντύσει την ευτέλεια και την προσβολή σ’ αρετή να μεταπλάσει.
Πήρε το σώμα μου. Μου προσφέρει το Πνεύμα Του. 
 Μου χαρίζει το θησαυρό της αιώνιας ζωής, παίρνοντας αλλά και δίνοντάς μου:
Παίρνει τη σάρκα μου για να με αγιάσει μου δίνει το Πνεύμα Του για να με σώσει.
«Να, η παρθένος θα μείνει έγκυος» (Ησ. 7:14).
Τα λόγια είναι της συναγωγής, μα το απόκτημα της Εκκλησίας.
Η συναγωγή έθαψε το νήμα Η Εκκλησία φόρεσε τη βασιλική στολή.
Η Ιουδαία Τον γέννησε η οικουμένη Τον υποδέχτηκε.
Η συναγωγή Τον θήλασε και Τον έθρεψε, η Εκκλησία Τον παρέλαβε και ωφελήθηκε.
 Στη συναγωγή βλάστησε το κλήμα εμείς όμως απολαμβάνουμε τα σταφύλια της αλήθειας.
Η συναγωγή τρύγησε τα σταφύλια οι ειδωλολάτρες όμως πίνουν το μυστικό πιοτό.
Εκείνη έσπειρε στην Ιουδαία το σπόρο• οι ειδωλολάτρες όμως θέρισαν το στάχυ με το δρεπάνι της πίστεως.
Αυτοί έκοψαν με σεβασμό το ρόδο, και στους Ιουδαίους έμεινε το αγκάθι της απιστίας.
Το πουλάκι πέταξε, κι αυτοί οι ανόητοι κάθονται και φυλάνε ακόμα τη φωλιά.
Οι Ιουδαίοι πασχίζουν να ερμηνεύσουν το βιβλίο του γράμματος, 
και οι ειδωλολάτρες τρυγούν τον καρπό του Πνεύματος.
«Να, η παρθένος θα μείνει έγκυος».
Πες μου, Ιουδαίε, πες μου λοιπόν, ποιόν γέννησε;
Δείξε, σε παρακαλώ, θάρρος, έστω και σαν εκείνο που έδειξες μπροστά στον Ηρώδη. Αλλά δεν έχεις θάρρος. Και ξέρω γιατί. Γιατί είσαι επίβουλος. Στον Ηρώδη μίλησες για να Τον εξολοθρεύσει και σ’ εμένα δεν μιλάς για να μην Τον προσκυνήσω.
Ποιόν λοιπόν γέννησε; Ποιόν;
Το Δημιουργό της κτίσεως. Κι αν εσύ σωπαίνεις, η φύση το βροντοφωνάζει. Τον γέννησε λοιπόν με τον τρόπο πού ο ίδιος θέλησε να γεννηθεί. Στη φύση δεν υπήρχε η δυνατότητα μιας τέτοιας γεννήσεως. Εκείνος όμως, ως κύριος της φύσεως, επινόησε τρόπο γεννήσεως παράδοξο. Κι έδειξε έτσι ότι, και άνθρωπος πού έγινε, δεν γεννήθηκε σαν άνθρωπος, μα όπως μόνο σε Θεό ταιριάζει.

ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΕΝΝΑΤΑΙ

ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΤΟΙΜΟΙ; – Του «ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ» απολογητικα


ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΤΟΙΜΟΙ; – Του «ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ»


xristougenna-23
ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΤΟΙΜΟΙ;
               Πόσο γρήγορα κυλούν οι αιώνες! Η νεωτερικότητα, δηλαδή η αμφισβήτηση αρχικά και απόρριψη της θείας αυθεντίας στον χριστιανικό λεγόμενο κόσμο δεν διήρκεσε ούτε δύο αιώνες. Ήδη έχουμε εισέλθει, κατά τους φιλοσόφους και φιλοσοφούντες, στην εποχή της μετανεωτερικότητας. Μακρύς ο όρος και αναρωτούμαι ποιόν θα χρησιμοποιήσουν προς υποκατάστασή του, καθώς δεν θεωρώ πως θα διαρκέσει πολύ αυτή η εποχή.
Η νεωτερικότητα εξήλθε νικήτρια σε πόλεμο, τον οποίο έδωσε κατά σκιώδους αντιπάλου! Θριαμβολόγησε για τη νίκη εκείνη, η οποία έληξε με την απόρριψη του Μεσσία, ο οποίος με τη διδασκαλία του έφερε, κατά τους οπαδούς της, τον σκοταδισμό στον ελληνορωμαϊκό κόσμο! Αυτά λίγο πολύ λέγονται και διδάσκονται στα σχολεία του δυτικού κόσμου. Ποιος όμως ήταν ο σκιώδης αντίπαλος και γιατί η καύχηση είναι κενή; Σκιώδης αντίπαλος ήσαν οι «χριστιανοί» οι πορευόμενοι με ολοένα αποκλίνουσα πορεία από τον δρόμο που χάραξε ο Μεσσίας-Χριστός, οι έχοντες απορρίψει τον ευαγγελικό λόγο πολύ πριν από τους έκδηλους εχθρούς του Χριστού. Πρέπει να επισημάνουμε ότι οι οπαδοί του αθέου «διαφωτισμού» δεν ασχολήθηκαν με τον Χριστό, τον οποίο αγνόησαν ή περιφρόνησαν. Ασχολήθηκαν με τις αστοχίες των «χριστιανών», που υπήρξαν πάμπολλες και βαρύτατες. Και ήταν άκρως ευνοϊκό να δώσουν την μάχη κατά των «προλήψεων» και «δεισιδαιμονιών», όπως αποκαλούσαν την πίστη, στο πεδίο των ανθρωπίνων αδυναμιών. Το άκρως σημαντικό είναι ότι ως κριτήριο για την καταδίκη του ξεπεσμένου «χριστιανικού» κόσμου χρησιμοποίησαν το Ευαγγέλιο, το μόνο που μπορεί να κρίνει και ενδοκοσμικά τις πράξεις και τις παραλείψεις όλων των ανθρώπων και όχι μόνο των χριστιανών ή «χριστιανών».
Η ελευθερία συνιστά το υπέρτατο αγαθό των ανθρώπων χωρίς Θεό. Στο όνομα αυτής απορρίπτεται κάθε αυθεντία επί γης, αρχικά, και ο Θεός, στη συνέχεια, με την ακραία εκτίναξη του φιλοσοφικού στοχασμού! Τι όμως γνώριζαν και γνωρίζουν και σήμερα από ελευθερία οι αρνητές του Θεού; Αναλίσκονται στο να συνθέτουν ωραίους ορισμούς αυτής και να τους προβάλλουν στους θαυμαστές τους, που αρέσκονται ναρκισσευόμενοι να σέρνουν ξοπίσω τους. «Δεν πιστεύω τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι λεύτερος» αποτελεί σκέψη του Καζαντζάκη, την οποία αναμασούν οι, μετά από μισό αιώνα δόξας, μάλλον φθίνοντες θαυμαστές του. Ποιος ασχολήθηκε άραγε με τη ζωή του, για να διαπιστώσει αν ο διαπρεπής συγγραφέας μας υπήρξε πράγματι ελεύθερος; Εμβάθυνση στα του βίου του αποδεικνύει τον ενδόμυχο φόβο του, τον τόσο στερητικό της ελευθερίας, τον φόβο, τον οποίο μόνον η αγάπη μπορεί να εκδιώξει, η αγάπη του Χριστού και όχι του συγχρόνου κόσμου, στον οποίο επιχειρείται άκρως εμπαθής ταύτιση αγάπης και ηδονής! Αν διαβάζαμε τους βίους των αθέων ή αθρήσκων, όπως οι ευσεβείς τα συναξάρια των αγίων, θα καταλαμβανόμασταν από τρομερή και άκρως δυσάρεστη έκπληξη εκ της ανακολουθίας λόγων και έργων. Πόσο ελεύθερος είναι ο άθεος Σάρτρ, όταν διακηρύσσει ότι «ο άλλος είναι η κόλασή του»; Πόσο δεσμευμένος και ανελεύθερος ήταν, στον αντίποδα, ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ, που χαιρετούσε τον κάθε επισκέπτη του με τον παιάνα «Χριστός ανέστη, χαρά μου»;
Ο κόσμος, την εποχή που ο Θεός αποφάσισε να επισκεφθεί το πλάσμα του, ήταν βυθισμένος σε πάθη ατιμίας, όπως χαρακτηριστικά περιγράφει ο απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή του. Ο ευτελισμός του ανθρωπίνου προσώπου, το οποίο οι κρατούντες είχαν υποβιβάσει σε πράγμα (δούλοι, γυναίκες και παιδιά) συνιστά το μέτρο της κατάπτωσης του αρχαίου κόσμου. Ο διαρκής εμπλουτισμός του πανθέου με νέες θεότητες μαρτυρεί το υπαρξιακό κενό των ανθρώπων, που βίωναν έντονη την παρακμή και επιδίωκαν με διασκεδάσεις επί διασκεδάσεων και όργια επί οργίων να απολαύσουν κάποια φευγαλέα ευχαρίστηση! Άραγε ο σύγχρονος κόσμος, ο χωρίς Θεό πλέον, διαφέρει ουσιωδώς από τον κόσμο κατά την εποχή που ο Θεός έγινε άνθρωπος; Πληθώρα συνανθρώπων μας μειδιούν μελαγχολικά, όταν γίνεται λόγος για ανθρώπινα δικαιώματα. Πανίσχυροι άνθρωποι του κεφαλαίου οδηγούν καθημερινά στην απόγνωση και στον θάνατο εκατομμύρια συνανθρώπων μας μέσω των αθλίων «παιχνιδιών» τους, οικονομικών και πολεμικών. Και οι λεγόμενοι πολιτισμένοι, βυθισμένοι στο τρομακτικό υπαρξιακό κενό, αναζητούν τη «λύτρωση» σε πάθη ατιμίας, τα οποία γίνονται κυρίαρχο θέμα στη μετανεωτερική Δύση, την εγγύς του αφανισμού.
Νίκησαν οι οπαδοί του «διαφωτισμού» τους κήρυκες της ανελευθερίας εκπροσώπους της αιρετικής δυτικής χριστιανοσύνης. Ο Χριστός όμως απευθύνει ακόμη και σήμερα το ερώτημα: «Τις ελέγχει με περί αμαρτίας»; Τι θα μπορούσαν να του προσάψουν όλοι αυτοί, που όρισαν στη ζωή τους να υπηρετούν τη φθορά; Συνήθως αντιπαρέρχονται την πρόκληση. Και αν κάποιοι κοντοστέκονται, για να αναμετρηθούν περιορίζονται να προσάψουν την κατηγορία για διασπορά προσδοκιών (μεσσιανικές τις χαρακτηρίζουν), που απονευρώνουν τον άνθρωπο από κάθε αγωνιστική και διεκδικητική διάθεση (μαρξιστική κριτική). Αλλά ποιοι υπήρξαν οι μεγαλύτεροι πλάνοι στην ιστορία; Πρώτοι εκείνοι, που προέβαλλαν την επιστήμη ως το μέσο για την επίλυση όλων των βιολογικών μας προβλημάτων (άλλου είδους προβλήματα δεν αναγνώριζαν στο όνομα δήθεν της επιστήμης, της νέας θεάς τους!). Έπειτα οι άλλοι που απαίτησαν από τους ανθρώπους να αποθέσουν την ελευθερία στα πόδια τους με αντάλλαγμα ομόλογο κοινωνικής δικαιοσύνης χωρίς χρόνο εξόφλησης!
Σήμερα η απληστία για πλούτο έχει σαρώσει κάθε ανθρώπινη προσδοκία. Η πολιτική, το «αριστούργημα» της νεωτερικότητας, αποτελεί το κύριο μέσο καταλήστευσης των «ελευθέρων» ατόμων (πρόσωπα δεν υπάρχουν εκτός Εκκλησίας). Η επιστήμη φαντάζει ανήμπορη να αποκριθεί στις εκκλήσεις δισεκατομμυρίων συνανθρώπων μας για ένα εμβόλιο, για ένα ποτήρι γάλα, ακόμη και για ένα ποτήρι καθαρό νερό! Και οι πολλοί ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα πορεύονται πίσω από δημαγωγούς σταυρωτήδες τους ή καταρρέουν χωρίς όραμα χωρίς ελπίδα! Δεν ελπίζουν πλέον, μήπως είναι ελεύθεροι;
Αν δεν καθήσουμε αυτές τις ημέρες να κατανοήσουμε το μήνυμα της φάτνης, θα μας φανούν δυσνόητα και τα άλλα του σταυρού και της ανάστασης του Χριστού. Ο στάβλος, το αχούρι επί το λαϊκότερο, προβάλλει το μήνυμα της ταπείνωσης, το άκρως αποκρουστικό στους κύκλους της μεταφυσικής εξέγερσης. Η υπερηφάνεια και η αλαζονεία αποτέλεσαν τα κύρια όπλα καταπολέμησης του Χριστού, που κατά το πάθος του δίδαξε ως μάθημα για προχωρημένους την άκρα ταπείνωση. Ζήτησε από μας να άρουμε τον σταυρό μας, πριν ακόμη άρει Αυτός τον δικό του σταυρό. Το πάθος του απέδειξε την πλήρη ταύτιση λόγων και έργων, σε αντίθεση με τους παντοίους δημαγωγούς, που επιλέγουν να θυσιάζουν τους λαούς.
Αν δεν υπήρχε ο Θεός, ο κόσμος θα ήταν αδικαίωτος. Οι φτωχοί και καταφρονεμένοι που αίρουν τον σταυρό τους, που πεινούν και διψούν, που γυμνητεύουν και σφαδάζουν στο κρεββάτι του πόνου, που διώκονται, συλλαμβάνονται, βιάζονται, εξορίζονται, που γεύονται τη φρίκη του πολέμου και τη στέρηση της ελευθερίας, καθώς και οι άλλοι που πόθησαν στη ζωή τους έναν κόσμο ειρήνης, δικαιοσύνης, ελευθερίας και αγάπης και υπέστησαν γι’ αυτό το μαρτύριο, θα παρέμεναν αδικαίωτοι στο όνομα δήθεν της ελευθερίας από κάθε αυθεντία.
Συνειδητοποιούμε την τραγωδία του ανθρώπου, που βιώνει το υπαρξιακό κενό; Μήπως είναι καιρός να αναπτερώσουμε τις χαμένες μας ελπίδες; «Χριστός γεννάται την πριν πεσούσαν αναστήσων εικόνα».
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ - ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΚΑΙΡΟΥΣ ΔΙΑΣΤΡΕΒΛΩΣΕΙΣ ΤΟΥΣ

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ - ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΚΑΙΡΟΥΣ ΔΙΑΣΤΡΕΒΛΩΣΕΙΣ ΤΟΥΣ



Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΚΑΙΡΟΥΣ ΔΙΑΣΤΡΕΒΛΩΣΕΙΣ ΤΟΥΣ
Ιερεύς Σωτήριος Ο. Αθανασούλιας

Το πρόσωπο του Χριστού στο επίκεντρο αμφισβητήσεων
 Η ιστορικότητα του Ιησού Χριστού είναι κάτι αυτονόητο για κάθε Χριστιανό, αλλά και για κάθε καλοπροαίρετο άνθρωπο. Σύμφωνα με τη σαφέστατη μαρτυρία της Αγ. Γραφής, ο Ιησούς είναι ένα ιστορικό πρόσωπο, που γεννήθηκε στην Βηθλεέμ της Ιουδαίας, «επί Καίσαρος Αυγούστου», δίδαξε τον Λαό, έκανε θαύματα, σταυρώθηκε «επί Ποντίου Πιλάτου» και αναστήθηκε «τη τρίτη ημέρα». Αλλά και η επιστημονική έρευνα επιβεβαιώνει, όχι βέβαια όλα, αλλά αρκετά από τα στοιχεία του ιστορικού βίου του Ιησού, τα οποία γνωρίζουμε από τα Ευαγγέλια. Ωστόσο, από χώρους εχθρικούς προς τον Χριστιανισμό, είτε «επιστημονικούς» είτε χώρους ιδεολογικά φορτισμένους, εγείρονται κατά καιρούς αμφισβητήσεις της ιστορικότητας του Χριστού και επιστρατεύονται «επιστημονικά» επιχειρήματα για να «στηρίξουν» τις αμφισβητήσεις αυτές. Η προβολή τέτοιων αμφισβητήσεων από μέσα ενημερώσεως και κάθε είδους έντυπα εντείνεται, συνήθως, όσο πλησιάζουν οι μεγάλες εορτές του Χριστιανισμού, προκειμένου να πεισθεί το ευρύ κοινό ότι τα γεγονότα, που εορτάζει η Εκκλησία, είναι ένας μύθος, που στερείται κάθε ιστορικής βάσης.
Παράλληλα, από άλλους ιδεολογικούς χώρους προβάλλεται η παράδοξη αντίληψη ότι η ιστορικότητα του Ιησού δεν είναι απαραίτητο στοιχείο για την κατανόηση της ουσίας της χριστιανικής πίστης. Πολλοί ισχυρίζονται ότι ο Χριστός δεν ήταν ιστορικό (δηλαδή πραγματικό) πρόσωπο, αλλά μια ιδέα η μια κατάσταση, στην οποία καλείται να φτάσει ο καθένας από μας (η περίφημη «χριστική κατάσταση» των νεοεποχητικών ομάδων). Τέτοιες αντιλήψεις προβάλλονται από νεότερα φιλοσοφικά ρεύματα, από ομάδες και οργανώσεις των ανατολικών θρησκειών και από το κίνημα της Νέας Εποχής. Η έλλειψη γνήσιας Ορθόδοξης κατήχησης έχει ως αποτέλεσμα τέτοιες αντιλήψεις να διαδίδονται ευρύτερα και να γίνονται αποδεκτές ακόμη κι από Χριστιανούς! Στα πλαίσια αυτά τα ιστορικά στοιχεία, που περιέχουν τα Ευαγγέλια, κατανοούνται ως αλληγορίες και σύμβολα, η δε αυθαιρεσία στην ερμηνεία της Αγ. Γραφής (το να ερμηνεύει καθένας όπως νομίζει, προσδίδοντας τις πιο παράδοξες και αντιφατικές αντιλήψεις) γνωρίζει την αποκορύφωσή της. Έτσι στα νεότερα χρόνια ο γερμανός φιλόσοφος Hegel (1770-1831) ισχυρίστηκε ότι, εκείνο που έχει σημασία δεν είναι το ιστορικό πρόσωπο του Χριστού, αλλά η συνδεδεμένη με αυτό ιδέα. Ιστορικά μπορεί να πιστεύει καθένας ό,τι θέλει, όμως, το μόνο που έχει σημασία είναι η ιδέα. Το ίδιο πίστευε και ο Schelling (1775-1854), ενώ μαθητές του Hegel και φιλόσοφοι, όπως οι Schopenhauer (1788-1860), Bruno Bauer (1809-1882) κ.α., αμφισβήτησαν σαφέστερα την ιστορικότητα του Ιησού η την ερμήνευσαν συμβολικά. Δυστυχώς, και γνωστοί προτεστάντες θεολόγοι περί τον R. Bultmann (1884-1976) προέβαλαν την ανάγκη «απομύθευσης» των Ευαγγελίων και της Κ. Διαθήκης γενικά, εισάγοντας μεταξύ άλλων τη διάκριση μεταξύ «ιστορικού Ιησού» και «Χριστού της πίστεως».
Τέλος, επειδή κάθε σταθμός της ζωής του Χριστού έχει και θεολογικό περιεχόμενο, αιρέσεις προτεσταντικών κατά κανόνα καταβολών, αμφισβήτησαν το νόημα των χριστιανικών εορτών. Για παράδειγμα, οι γνωστοί Μάρτυρες του Ιεχωβά ισχυρίζονται ότι «οι εορτές γενικώς και ειδικά αυτή της Γεννήσεως του Κυρίου, δεν είναι αυτό που φαίνεται, αλλά έχει (και έχουν οι εορτές), μια παγανιστική, μη χριστιανική προέλευση, και μάλιστα συχνά συνοδεύονται από ελευθεριάζουσες πράξεις και δραστηριότητες, όπως είναι η οινοποσία, η μέθη, η πορνεία και άλλα» (Τα πάντα δοκιμάζετε, σ. 241). Τονίζουν ότι εορτές δεν μνημονεύονται στην Αγ. Γραφή, παρά μόνο κάτω από αρνητικές περιστάσεις, όπου πάντοτε θανατώνεται κάποιος, όπως τα γενέθλια του Ηρώδη, όπου θανατώθηκε ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής. Τέλος, για την εορτή των Χριστουγέννων προβάλλεται το επιχείρημα ότι ο Χριστός δεν γεννήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου, άρα δεν έχει νόημα να εορτάζουμε αυτή την ημερομηνία, που συνδέεται άλλωστε με την αρχαία λατρεία του ήλιου.
Επειδή στο θέμα της ιστορικότητας του Ιησού Χριστού με βάση τα δεδομένα της επιστήμης έχουμε ασχοληθεί σε προηγούμενα τεύχη του εντύπου μας (41, 59), στο τεύχος αυτό θα ασχοληθούμε με τη σημασία της ιστορικότητας του Κυρίου για τη χριστιανική πίστη, όπως προβάλλεται στην Καινή Διαθήκη, και ιδιαίτερα με κάποια ιστορικά και θεολογικά ζητήματα, που συνδέονται με το γεγονός της Γεννήσεως του Χριστού.
Η Γέννηση ως ιστορικό γεγονός
 Στην Καινή Διαθήκη απουσιάζει εντελώς η αντίληψη ότι ο Ιησούς Χριστός είναι μια ιδέα η ότι η Γέννησή Του είναι ενσάρκωση μιας ιδέας. Αντίθετα, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι είναι συγκεκριμένο ιστορικό πρόσωπο, που γεννήθηκε και έζησε σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο και συνδέεται με άλλα ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα της εποχής του. Για να τονίσουν αυτό ακριβώς οι ιεροί Ευαγγελιστές παραθέτουν γενεαλογίες της καταγωγής του Ιησού, δηλ. αλυσίδες διαδοχικών γεννήσεων, από τις οποίες καταδεικνύεται η καταγωγή του, ως ανθρώπου, από το «γένος» Δαβίδ και Αβραάμ (Ματθ. 1,1-16, Λουκ. 3,24-38). Οι Ευαγγελιστές επισημαίνουν ότι η Γέννηση του Ιησού είχε προφητευθεί από μεγάλους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης πριν από πολλούς αιώνες και ήταν κάτι αναμενόμενο. Η πρώτη σχετική «προφητεία» δίδεται από τον ίδιο τον Θεό αμέσως μετά την πτώση των Πρωτοπλάστων, σύμφωνα με την οποία «το σπέρμα της γυναικός» (Εκείνος που θα γεννηθεί από μια γυναίκα) θα συντρίψει την κεφαλή του «όφεως» - διαβόλου (Γεν. 3,15). Οι μεγάλοι Προφήτες είχαν δεί συγκεκριμένα γεγονότα, συνδεόμενα με τη Γέννηση: ότι ο Χριστός θα γεννηθεί από παρθένο (Ησ. 7,14), θα καλείται Εμμανουήλ, δηλ. Θεός (Ησ. 7,14), θα γεννηθεί στη Βηθλεέμ (Μιχ. 5,2), θα ονομασθεί Ναζωραίος (Ματθ. 2,23). Είχαν δεί επίσης την προσκύνηση των Μάγων (Ψαλμ. 71,10-11, Ησ. 60,6), την επιστροφή από την Αίγυπτο (Ωσ. 11,1), τον θρήνο για τη σφαγή των νηπίων (Ιερ. 38,15).
Τονίζοντας την ιστορική Γέννηση και καταγωγή του Ιησού, οι Ευαγγελιστές δεν αρνούνται την προύπαρξή Του ως Θεού, ούτε πιστεύουν ότι άρχισε να υπάρχει, όταν γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία. Αντίθετα, τονίζουν ότι προϋπήρχε ως Θεός (ως Υιος του Θεού), και, «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου», έγινε ανθρωπος για τη σωτηρία μας (Γαλ. 4,4), χωρίς, βέβαια, να πάψει να είναι και Θεός. Ό,τι άρχισε να υπάρχει με τη Γέννηση του Χριστού ήταν η ανθρώπινη φύση Του, την οποία «προσέλαβε» από την Παρθένο Μαρία, δεδομένου ότι ο Χριστός ένωσε στο πρόσωπό Του, κατά παράδοξο για μας τρόπο, δύο τέλειες φύσεις, τη θεία και την ανθρώπινη. Η Κ. Διαθήκη τονίζει ακριβώς ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού είναι ιστορική, πραγματική, όμοια με τη δική μας, δηλ. ο Χριστός δεν ήλθε στον κόσμο «κατά δόκησιν», δηλ. δεν νομίσαμε ότι έγινε άνθρωπος, αλλά έγινε όντως άνθρωπος. Όταν ο Ευαγγελιστής Ιωάννης λέει ότι «ο Λόγος σαρξ εγένετο» (Ιω. 1,14) δεν εννοεί ότι σαρκώθηκε κάποιος αφηρημένος λόγος η ίδέα, κατά το παράδειγμα φιλοσοφικών και θρησκευτικών συστημάτων της εποχής του, αλλ’ ότι σαρκώθηκε ο ενυπόστατος Λόγος του Θεού, Αυτός που αποτελεί ιδιαίτερη υπόσταση, που έχει ξεχωριστή ύπαρξη. Αυτός ο Λόγος, που ταυτίζεται με τον «μονογενή υιόν, τον όντα εις τον κόλπον του πατρός» (Ιω. 1,18), προϋπήρχε κάθε δημιουργίας του Θεού αιωνίως («εν αρχή ην ο Λόγος», Ιω. 1,1) και είναι Θεός («και Θεός ην ο Λόγος», Ιω. 1,1), όπως ακριβώς και ο Πατήρ Του.
Εντάσσοντας τη Γέννηση στο τοπικό και χρονικό της πλαίσιο, οι ιεροί Ευαγγελιστές τονίζουν ότι ο Ιησούς Χριστός γεννήθηκε στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας (Ματθ. 2,1), την εποχή που βασίλευε εκεί ο Ηρώδης (Ματθ. 2,1), όταν ηγεμόνας της Συρίας ήταν ο Κυρήνιος (Λουκ. 2,2) επί Ρωμαίου αυτοκράτορος «Καίσαρος Αυγούστου» (Λουκ. 2,1) και μάλιστα με αφορμή γενική απογραφή, που ο ίδιος είχε διατάξει, για ολόκληρη την αυτοκρατορία («απογράφεσθαι πάσαν την οικουμένην, Λουκ. 2,1), απογραφή, που ήταν η πρώτη της ηγεμονίας του Κυρηνίου στη Συρία (Λουκ. 2,2). Τα παραπάνω πρόσωπα και γεγονότα είναι ιστορικά. Ο Οκταβιανός Αύγουστος ήταν αυτοκράτορας μεταξύ των ετών 31 π.Χ και 14 μ.Χ. Ο Ηρώδης «ο Μέγας» ήταν βασιλιάς στην Ιουδαία (υποτελής στη Ρώμη) στο διάστημα 37 π.Χ - 4 π.Χ. Ο βίαιος χαρακτήρας του επιβεβαιώνεται από εξωβιβλικές πηγές. Είχε διαδοχικά δέκα συζύγους και απέκτησε πολλά παιδιά, αρκετά από τα οποία φονεύθηκαν με εντολή του. Κάποτε εκτέλεσε 45 από τα 70 μέλη του Μεγάλου Συνεδρίου των Ιουδαίων, δηλ. όλη σχεδόν την πνευματική, οικονομική και πολιτική αριστοκρατία των Εβραίων (Σ. Αγουρίδη, Ιστορία των χρόνων της Κ. Διαθήκης, Θεσ/νίκη 1983, σ. 266). Όποιος γνωρίζει «πόσα μέλη της οικογένειάς του, και ιδίως πόσα παιδιά του εξόντωσε ο Ηρώδης, δεν εκπλήσεται για την ευαγγελική αφήγηση περί της σφαγής νών νηπίων στη Βηθλεέμ» (αυτόθι, σ. 268). Η ηγεμονία του Κυρηνίου επιβεβαιώνεται από τον Ιουδαίο ιστορικό Ιώσηπο (Ιουδαϊκή Αρχαιολογια, XVIII, 1-2), ενώ για την τακτική των συχνών απογραφών στην αυτοκρατορία μαρτυρούν πολλές εξωβιβλικές πηγές.
Με βάση αυτά και άλλα δεδομένα, μπορεί να υπολογισθεί με σχετική ακρίβεια το έτος της Γεννήσεως του Ιησού Χριστού. Η πιο γνωστή απόπειρα στο παρελθόν, στην οποία βασίζεται το ισχύον χρονολογικό σύστημα, έγινε από τον μοναχό Διονύσιο τον Μικρό στη Ρώμη το 562 μ.Χ. Μέχρι τότε ίσχυαν άλλα χρονολογικά συστήματα. Με την επικράτηση, όμως, του Χριστιανισμού και με βάση την πεποίθηση ότι το πρόσωπο του Ιησού τέμνει την ιστορία του κόσμου σε προ Χριστού και μετά Χριστόν εποχή, έπρεπε να ισχύσει ένα χρονολογικό σύστημα με αφετηρία ακριβώς το γεγονός της Γεννήσεως του Χριστού. Σήμερα γνωρίζουμε ότι οι υπολογισμοί του Διονυσίου με τα δεδομένα της τότε εποχής είναι εσφαλμένοι και ότι, σύμφωνα με σύγχρονους και ακριβέστερους υπολογισμούς, ο ακριβής χρόνος της Γεννήσεως του Χριστού τοποθετείται λίγο πριν το έτος 4 π.Χ.
Ο αστέρας της Γεννήσεως και η προσκύνηση των Μάγων
 Το γεγονός της Γεννήσεως του Χριστού, όπως περιγράφεται στα ιερά Ευαγγέλια, συνοδεύθηκε από υπερφυσικά σημεία, όπως η δοξολογία των Αγγέλων, ο αγγελικός ύμνος («Δόξα εν υψίστοις Θεώ»), η εμφάνιση του Αγγέλου στους Ποιμένες, η «δόξα Κυρίου» που περιέλαμψε τους Ποιμένες της Βηθλεέμ, ο αστέρας που οδήγησε τους Μάγους στο Βρέφος, η προσκύνηση των Μάγων. Θα ήταν παράδοξο να αναμένουμε από την επιστημονική έρευνα να επιβεβαιώσει τέτοια γεγονότα, τα οποία ούτως η άλλως υπερβαίνουν τα όρια του φυσικού. Όμως, από χώρους εχθρικούς στον Χριστιανισμό και περιβελημένους επιστημονικό μανδύα, επιχειρήθηκε να εξηγηθούν κάποια από τα γεγονότα αυτά ως φυσικά, με σκοπό να απογυμνωθεί το γεγονός της Γεννήσεως του Κυρίου από κάθε υπερφυσικό περιεχόμενο.
Έτσι κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι το άστρο, που οδήγησε τους Μάγους, ήταν ένα φυσικό φαινόμενο της εποχής, δηλαδή «σύνοδος πλανητών», είτε Δία και Κρόνου, είτε Δία και Αφροδίτης, που απλώς συνέπεσε τη χρονική εκείνη στιγμή και ήταν ορατή ως αρκετά φωτεινότερο από τα υπόλοιπα άστρο. Τέτοιες ερμηνείες, εκτός του ότι δεν είναι γενικά αποδεκτές επιστημονικώς, δεν ερμηνεύουν το φαινόμενο, που περιγράφει η Βίβλος, και προκαλούν εύλογα ερωτήματα όπως: Πως η «σύνοδος» αυτή οδηγούσε ανθρώπους σε τόσο μεγάλες αποστάσεις; Πως εξαφανίσθηκε και επανεφανίσθηκε, όταν οι Μάγοι έφθασαν στον Ηρώδη; Πόσο χρόνο διήρκεσε αυτή η «σύνοδος»; Από το βιβλικό κείμενο εξάγεται ότι δύο ολόκληρα χρόνια ταξίδευαν οι Μάγοι για να φθάσουν στο Βρέφος, οδηγούμενοι από τον αστέρα. Έτσι υπολόγισε («ηκρίβωσε») τον χρόνο ο Ηρώδης (Ματθ. 2,7) και διέταξε τη σφαγή των Νηπίων της Βηθλεέμ «από διετούς και κατωτέρω» (2,16). Είναι χαρακτηριστικό ότι η προσκύνηση των Μάγων, κατά το ιερό κείμενο, δεν έγινε στο Σπήλαιο της Βηθλεέμ, αλλά «εις την οικίαν», όπου διέμενε «το παιδίον μετά Μαρίας της μητρός αυτού» (2, 11). Ισως η ερμηνεία του αγίου Θεοφυλάκτου ότι ο αστέρας ήταν «αγγελική δύναμις» (Άγγελος), που οδηγούσε του Μάγους, είναι πολύ πιο λογική από «επιστημονικές» θεωρίες, όπως οι παραπάνω.
Η καθιέρωση της εορτής των Χριστουγέννων
Είναι αληθές ότι η Βιβλική Παράδοση δεν διέσωσε την ακριβή ημερομηνία της Γεννήσεως του Χριστού. Τα ιερά κείμενα δεν παρέχουν καμμιά ασφαλή πληροφορία για την εποχή της Γεννήσεως. Η εινόνα των Χριστουγέννων που έχουμε στον νού μας, με τα χιόνια και το ψύχος, είναι μεταγενέστερης δυτικής προέλευσης και δεν στηρίζεται στα κείμενα. Το Σπήλαιο ήταν μάλλον πρόχειρο κατάλυμα της Θεοτόκου και του Ιωσήφ και όχι χώρος προστασίας από το κρύο. Κατά τον ίδιο τρόπο, η Φάτνη χρησιμοποιήθηκε ως τόπος εναποθέσεως του Βρέφους («κούνια») και όχι ως θερμαντικό μέσο. Πουθενά δεν αναφέρεται χιονόπτωση, βροχή, κακοκαιρία, ψύχος, φαινόμενα άλλωστε πολύ σπάνια για την περιοχή. Η αναφορά σε «ποιμένας ... αγραυλούντας και φυλάσσοντας φυλακάς της νυκτός» (Λουκ. 2,8) μάλλον παραπέμπει σε άλλη εποχή. Προσπάθειες χρονολογήσεως με βάση τη σύλληψη του Προδρόμου και την εφημερία του Ζαχαρία στον Ναό δεν έχουν οδηγήσει ασφαλή συμπεράσματα. Ουσιαστικά, η ακριβής ημερομηνία της Γεννήσεως παραμένει άγνωστη.
Αυτό, όμως, δεν εμπόδισε την Εκκλησία να καθιερώσει μια μέρα τιμής για το μεγάλο αυτό γεγονός, αφού σημασία έχει η τιμή του γεγονότος κι όχι η ακριβής ημερομηνία του. Οι πρώτες αναφορές στον εορτασμό της Γεννήσεως υπάρχουν σε κείμενα του πάπα Τελεσφόρου (125-136), σύμφωνα με κάποιους ερευνητές (Ν. Ιωαννίδη «Η εορτή Χριστουγέννων - Θεοφανείων», στο Το Χριστιανικόν Εορτολόγιον, Αθήναι 2007, σ. 132). Σαφέστερες πληροφορίες παρέχουν κείμενα του 3ου μ.Χ. αι., χωρίς αυτό να σημαίνει ότι νωρίτερα η Εκκλησία δεν τιμούσε το γεγονός, περ’ ότι οι συνθήκες της εποχής καθιστούσαν προβληματικό κάθε εορτασμό, λόγω π.χ. των διωγμών του Χριστιανισμού. Είναι ιστορικά βέβαιο, ότι στην Ανατολή τον 3ο μ.Χ. αι. η Γέννηση εορταζόταν μαζί με τη Βάπτιση του Χριστού στις 6 Ιανουαρίου, με το κοινό όνομα «Θεοφάνεια», ως εορτές φανερώσεως του Θεού στον κόσμο. Άλλωστε, η προσωνυμία «Θεοφάνεια» προσιδιάζει περισσότερο στη Γέννηση παρά στη Βάπτιση, γιατί τότε «Θεός εφανερώθη εν σαρκί» (Α' Τιμ. 3,16). Στη Δύση η Γέννηση εορταζόταν στις 25 Δεκεμβρίου, ημέρα που οι εθνικοί λάτρευαν τον φυσικό ήλιο. Ο λόγος του εορτασμού της Γεννήσεως τη μέρα αυτή είναι προφανής: οι Χριστιανοί ήθελαν να διακηρύξουν σε κάθε κατεύθυνση ότι ο κτιστός ήλιος δεν έχει καμμία θεία ιδιότητα και είναι απλώς δημιούργημα του αληθινού Ηλίου της Δικαιοσύνης. Σαφείς αναφορές στην ιδιότητα του Χριστού ως Ηλίου της Δικαιοσύνης υπάρχουν μέχρι σήμερα στην υμνολογία των Χριστουγέννων. Σιγά – σιγά επικράτησε και στην Ανατολή ο εορτασμός της Γεννήσεως στις 25 Δεκεμβρίου. Αυτό έγινε τον 4ο μ.χ. αι., με τη συμβολή των Πατέρων της Εκκλησίας Βασιλείου του Μεγάλου και Γρηγορίου του Θεολόγου.
Πρέπει να σημειωθεί, ότι ο εορτασμός των μεγάλων εορτών, με αφορμή σταθμούς της ζωής του Χριστού, είναι απόλυτα σύμφωνος με το γράμμα και το πνεύμα της Αγ. Γραφής. Στην Παλαιά Διαθήκη εορτάζονται γεγονότα θαυμαστής σωτηρίας του Λαού του Θεού. Ο ίδιος ο Κύριος προέτρεψε τους Μαθητές να επιτελούν την «ανάμνησιν» του Πάθους Του (Λουκ. 22,19-20). Κατά το παράδειγμα της «αναμνήσεως» του Πάθους και της Αναστάσεως του Χριστού, καθιερώθηκαν οι μεγάλες Δεσποτικές εορτές. Για τη Γέννηση είναι σαφής η μαρτυρία της Κ. Διαθήκης ότι και οι Άγγελοι ανύμνησαν το γεγονός, δοξολογούντες τον Θεό και ψάλλοντες «δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη» (Λουκ. 2,13-14). Αυτό επέδρασε προφανώς καταλυτικά στην πρώϊμη καθιέρωση του εορτασμού της Γεννήσεως του Χριστού από την αρχαία Εκκλησία.
Το θεολογικό νόημα της Γεννήσεως
 Η Γέννηση του Χριστού εκτός από ιστορικό γεγονός είναι «το μέγα της ευσεβείας μυστήριον» (Α' Τιμ. 3,16), το μεγάλο μυστήριο, που πρέπει να σεβόμεθα. Ποιο ακριβώς είναι το μυστήριο αυτό; Είναι το γεγονός ότι «Θεός εφανερώθη εν σαρκί» (Α' Τιμ. 3,16), το ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος. Μυστήριο «χρόνοις αιωνίοις σεσιγημένον, φανερωθέν δε νυν» (Ρωμ. 16,25). Είναι ουσιαστικά το μυστήριο της σωτηρίας μας, το οποίο διακονεί και ενεργεί ο ίδιος ο Υίός του Θεού, ο Οποίος έγινε άνθρωπος ακριβώς για να σώσει ολόκληρο το ανθρώπινο γένος από τη «δουλεία του εχθρού». Με την έλευσή Του στον κόσμο ο Υιος του Θεού ενώνεται μαζί μας και μας σώζει: αφ’ ενός μεν η ανθρώπινη φύση ενώνεται με τη θεία στο πρόσωπο του Χριστού, αφ’ ετέρου δε καθένας από μας ενώνεται με τον Χριστό κοινωνώντας το Σώμα και το Αίμα Του. Κατά τη σαφή διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας «ό,τι ενώνεται με τον Χριστό, εκείνο και σώζεται» και «εκτός του Χριστού δεν υπάρχει σωτηρία.
Είναι, λοιπόν, δυνατό να μην χαιρόμεθα και να μην πανηγυρίζουμε για την έλευση του Χριστού στον κόσμο; Είναι δυνατό να αδιαφορούμε μπροστά στο μεγάλο γεγονός, στο οποίο βασίζεται η σωτηρία μας; Μόνο όσοι δεν έχουν την παραμικρή αίσθηση η αντίληψη του μυστηρίου της σωτηρίας, του «χρόνοις αιωνίοις σεσιγημένου», μπορεί να υιοθετούν μια τέτοια στάση. Αν οι Άγγελοι του ουρανού πανηγυρίζουν και ψάλλουν ύμνους για τη δική μας σωτηρία, για την «ειρήνην» και «ευδοκίαν» που ήλθε στον κόσμο («και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία», Λουκ. 2,14), τι πρέπει να κάνουμε εμείς; Να γιατί η Ορθόδοξη Εκκλησία πανηγυρίζει τη Γέννηση του Χριστού, ως γεγονός παραπλήσιο με αυτό της Αναστάσεως. Να γιατί η υμνολογία της αποτελεί έκρηξη χαράς για τη σωτηρία, που ήλθε στον κόσμο. Να γιατί ψάλλει μαζί με τους Αγγέλους: «Χριστός γεννάται, δοξάσατε· Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε· Χριστός επί γης, υψώθητε». 

(Κείμενο από το έντυπο «Ορθοδοξία και αίρεσις» της Ιεράς Μητροπόλεως Μαντινείας και Κυνουρίας, τεύχ. 71, Νοε. – Δεκ. 2010).

ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ   www.egolpion.com
30  ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2011

Read more: http://www.egolpion.com/istorikh_gennisis.el.aspx#ixzz2oZ85M5Hu