Τρίτη 5 Ιουνίου 2018

ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ–3 «Ὁ διαχωρισμὸς σὲ πατερικὴ καὶ μεταπατερικὴ θεολογία εἶναι βόμβα στὰ θεμέλια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς».



Σχολαστικὴ καὶ μεταπατερικὴ θεολογία

Toῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου
Ἱεροθέου

Α´ Μέρος: https://christianvivliografia.wordpress.com/2013/05/09/σχολαστικὴ-καὶ-μεταπατερικὴ-θεολογ/

Β´ Μέρος: https://christianvivliografia.wordpress.com/2013/05/14/σχολαστικὴ-καὶ-μεταπατερικὴ-θεολογ2/

3. Ἡ σύγχρονη θεολογία, ἔκφραση τῆς μεταπατερικῆς θεολογίας

.            Μελετώντας κανεὶς τὴν δυτικὴ θεολογία καὶ στὸ βιβλίο αὐτό, ποὺ παρουσιάζεται σήμερα, ἀναγκαστικὰ σκέπτεται τὸ θέμα τῆς μεταπατερικῆς θεολογίας. Μερικοὶ σύγχρονοι θεολόγοι ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ σχολαστικὴ θεολογία εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴν πατερικὴ θεολογία, ὅτι ἡ πατερικὴ περίοδος τελείωσε τὸν ὄγδοο αἰώνα καὶ τώρα ζοῦμε τὴν μεταπατερικὴ περίοδο.
.            Παρατηρώντας τὴν σύγχρονη θεολογία στὴν Ἑλλάδα καταλήγω στὸ συμπέρασμα ὅτι διακρίνεται ἀπὸ μερικὰ στοιχεῖα νεοσχολαστικισμοῦ, νεοηθικισμοῦ καὶ νεοπατερισμοῦ-νεοσλαβισμοῦ.
.            Ὅταν κάνω λόγο γιὰ νεοσχολαστικισμὸ ἐννοῶ ὅτι διάφορες σχολαστικὲς καὶ μετασχολαστικὲς ἀπόψεις ἔχουν ἐπηρεάσει, τουλάχιστον πρὶν λίγα χρόνια μερικοὺς μεγάλους Ἕλληνας θεολόγους, ὅπως καὶ τὶς δύο Θεολογικὲς Σχολὲς τῆς Πατρίδος μας, Ἀθηνῶν καὶ Θεσσαλονίκης. Ὁ νεοηθικισμὸς εἶναι ἕνα ρεῦμα ποὺ ἐκφράζει τὴν λεγόμενη βιβλικὴ μέθοδο ἐρεύνης, τὴν ὁποία καλλιεργοῦν σὲ μεγάλο βαθμὸ οἱ προτεσταντικοὶ βιβλικοὶ θεολόγοι, ποὺ ἀπέρριψαν τὴν ἡσυχαστική, ἀσκητική, πατερικὴ παράδοση καὶ στηρίζονται στὴν ἱστορία, τὴν συγκριτικὴ θρησκειολογία καὶ τὴν φιλοσοφία τῆς ἐποχῆς ποὺ γράφηκε κάθε κείμενο. Ὅταν κάνω λόγο γιὰ νεοπατερισμὸ-νεοσλαβισμὸ ἐννοῶ κυρίως τὶς ἀπόψεις τῶν Ρώσων θεολόγων μὲ κέντρο τὸ Παρίσι, ποὺ ἔχουν ὅμως ἀφετηρία τὶς ἀπόψεις τοῦ ρώσου θεολόγου Ἀλέξη Χομιακώφ, καθὼς ἐπίσης καὶ ὅσους ἔχουν ἐπηρεασθῆ ἀπὸ αὐτούς. Ἔτσι, στὴν Πατρίδα μας σήμερα ὑπάρχουν διάφορες ἐπιρροὲς ἀπὸ τὰ τρία ρεύματα ποὺ ἀνεφέρθησαν προηγουμένως.
.               Εἶναι χαρακτηριστικὸ ἕνα βιβλίο τοῦ Παπικοῦ θεολόγου Aidan Nichols μὲ τίτλο Light from the East (Φῶς ἀπὸ τὴν Ἀνατολή), ὁ ὁποῖος μελέτησε τὶς ἀπόψεις μερικῶν βασικῶν ὀρθοδόξων θεολόγων καὶ προσπάθησε νὰ ἐνημερώση τὸν δυτικὸ κόσμο γύρω ἀπὸ τὶς βασικὲς θέσεις ποὺ ἐπικρατοῦν στὴν σύγχρονη ὀρθόδοξη θεολογία. Σὲ μερικὰ σημεῖα παρατηρεῖ κανεὶς ὑπερβολὲς καὶ παρερμηνεῖες, γιατί ὁ συγγραφέας δὲν μπορεῖ, ὡς παπικός, νὰ καταλάβη πλήρως τὶς σκέψεις τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλὰ βασικὰ δείχνει τὶς ἐπιρροὲς ποὺ ἔχουν ὑποστὴ μεγάλοι σύγχρονοι ὀρθόδοξοι Ἕλληνες θεολόγοι ἀπὸ τὴν Δύση, ὅπως καὶ τὶς ἐπιδράσεις ποὺ δέχθηκαν οἱ δύο Θεολογικές μας Σχολὲς ἀπὸ τὴν δυτικὴ καὶ ρωσικὴ θεολογία.

ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ


Μεταπατερικὴ θεολογία καὶ ἐκκλησιαστικὴ πατερικὴ ἐμπειρία
ΜΕΤΑΠ. ΘΕΟΛ..             Κατὰ καιροὺς παρατηροῦμε ὅτι ἀσκεῖται μιὰ κριτικὴ στὰ ἔργα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ πολλοὶ ἀρνοῦνται τὴν ἰσχὺ τῶν λόγων τους γιὰ τὴν ἐποχή μας, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀφήνεται ἐλεύθερος ὁ χῶρος σὲ κάθε στοχασμὸ καὶ συγκρητισμό.
.             Ὁ ἀναγνώστης μελετώντας τὰ κείμενα τοῦ νέου βιβλίου Μεταπατερικὴ θεολογία καὶ ἐκκλησιαστικὴ πατερικὴ ἐμπειρία, τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου, κ. Ἰεροθέου, θὰ κατανοήση τὸν σκοπό, τὴν ἀγωνία καὶ τὴν εὐθύνη ἑνὸς Ποιμένα τῆς Ἐκκλησίας προκειμένου νὰ προσανατολίση τὸν ἀναγνώστη στὰ αὐθεντικὰ ὀρθόδοξα κριτήρια τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκφράζει τὶς ἀνησυχίες του γιατί, ὅπως γράφει, «οἱ μεταπατερικὲς ἰδέες, ὅπως πρὶν μερικὰ χρόνια οἱ νεορθόδοξες καὶ παλαιότερα οἱ βαρλααμιστικές, ἔχουν εἰσχωρήσει στὸν ἀκαδημαϊκὸ χῶρο καὶ παραθεωροῦν τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας».
.             Τὰ πρῶτα κεφάλαια ἀναφέρονται στὴν λεγομένη μεταπατερικὴ θεολογία, ἡ ὁποία προσπαθεῖ νὰ ἀποδεσμευθῆ ἀπὸ τὴν ὁρολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι ξένη πρὸς τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία καὶ ζωή. Ὑπάρχουν, ὅμως, καὶ ἄλλα κεφάλαια ποὺ ἀναφέρονται στὴν ἐμπειρία καὶ τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων ποὺ εἶναι ἡ ἐμπειρία καὶ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.
.             Ὀνομάζει τὴν μεταπατερικὴ θεολογία κυοφορούμενη αἵρεση, διότι:
– Ἐπιδιώκει μὲ τὸν στοχασμὸ καὶ τὴν ἠθικολογία νὰ παραθεωρήση τὴν ἐκκλησιαστικὴ θεολογία.
– Συνδέει τὴν θεολογία μὲ τὸν πολιτισμό, ἐνῶ ἀγνοεῖ τὸν ἀγώνα τοῦ ἀνθρώπου ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας, τοῦ διαβόλου καὶ τοῦ θανάτου καὶ ὑποτιμᾶ ἢ καὶ ἀρνεῖται τὴν νηπτικὴ-ἡσυχαστικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ποὺ εἶναι ἡ βάση καὶ ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
–Ἑρμηνεύει τὴν ἐκκλησιολογία καὶ τὴν ἀνθρωπολογία μὲ βάση τὴν Τριαδολογία καὶ ὄχι τὴν Χριστολογία.
–Ἔχει λανθασμένη θεωρία γιὰ τὴν ἔννοια τοῦ προσώπου.
–Διασπᾶ τὸ μυστήριο μεταξὺ τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.
–Ὁμιλεῖ γιὰ εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία ποὺ ξεχωρίζει τὴν θεία Εὐχαριστία ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν ὅλη ἐκκλησιαστικὴ ζωή.
.         Ὁ συγγραφέας ὑπογραμμίζει τὶς προϋποθέσεις τοῦ ὀρθοδόξως θεολογεῖν ὅπως τὶς βίωσαν καὶ τὶς κατέγραψαν οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ εἶναι ἀπαραίτητες γιὰ τὴν ἱερὰ ἡσυχία.
.           Σὲ εἰδικὸ κεφάλαιο: «Ἡ γλῶσσα» τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ γλῶσσα τῶν ἀνθρώπων» ἀναλύεται ἡ διάκριση μεταξὺ ἀρρήτων ρημάτων καὶ κτιστῶν ρημάτων καὶ νοημάτων ποὺ εἶναι σημαντικὴ γιὰ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία, ὥστε νὰ μὴ γίνεται σύγχυση ποὺ θὰ ἔχη συνέπειες στὴν πνευματικὴ ζωή. Ὁ Θεὸς εἶναι ὑπεράνω τῶν ρημάτων καὶ δὲν ἀποκαλύπτεται στὴν λογικὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ στὴν καρδιά του.
.          Μελετώντας γιὰ τὰ φυσικά, τὴν μεταφυσικὴ καὶ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία γνωρίζουμε ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀποδοκίμασαν ὅλες τὶς θεωρίες τῶν μεταφυσικῶν, ποὺ συνδέονται μὲ τὴν φαντασία καὶ τὸν στοχασμό. Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία συνδέεται μὲ τὴν ἰατρική, τὴν φυσικὴ ἐπιστήμη καὶ τὰ μαθηματικὰ καὶ ὄχι μὲ τὴν μεταφυσικὴ καὶ τὴν φιλοσοφία. Ἐπίσης ὡς πρὸς τὴν μεθοδολογία της ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ὁμοιάζει μὲ τὴν σύγχρονη ἐπιστήμη καὶ ὄχι μὲ τὴν φιλοσοφία καὶ τὴν διαλεκτική. Ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐμπειρικὴ καί, ὅταν χρειασθῆ νὰ διατυπωθῆ, τότε χρησιμοποιοῦνται ἀποδεικτικοὶ συλλογισμοί.

Η «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΕΩΣ-ΘΕΛΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ» ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ-2 (Καὶ οἱ ἐπικίνδυνες συνέπειες τοῦ περσοναλισμοῦ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ)


Ἡ «ἐλευθερία τῆς βούλησης – θέλησης τοῦ προσώπου»
κατὰ τὴν φιλοσοφία καὶ τὴν πατερικὴ θεολογία
[B´]
 Τοῦ  Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου

Α´ Μέρος: https://christianvivliografia.wordpress.com/2012/10/16/ἡ-ἐλευθερία-τῆς-βουλήσεως-θελήσεω/
.              Ὕστερα ἀπὸ αὐτὴν τὴν εἰσαγωγικὴ παρατήρηση θὰ δοῦμε τὸ θέμα τῆς θελήσεως στὴν Τριαδολογία.
.              Τὰ Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος δὲν ἔχουν προσωπικὴ ἐλευθερία ἢ ὑποστατικὴ ἐλευθερία, γιατί ἂν συνέβαινε αὐτό, τότε κάθε Πρόσωπο θὰ εἶχε τὸ δικό του θέλημα, τὴν δική του ἐλευθερία, πράγμα ποὺ θὰ διασποῦσε τὴν ἑνότητα τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ ἀπόδοση τῆς θέλησης στὸ πρόσωπο προκειμένου νὰ ἐξασφαλισθῆ ἡ «ἐλευθερία τοῦ προσώπου» δημιουργεῖ πρόβλημα τριθεΐας στὴν Ἁγία Τριάδα. Ὁ ἅγιος Μάξιμος, ἀναφερόμενος στὴν Ἁγία Τριάδα, ἀποδίδει μὲ σαφήνεια τὴν θέληση στὴν φύση καὶ ὄχι στὸ πρόσωπο.  Γράφει ὅτι θὰ ρωτοῦσε εὐχαρίστως τοὺς μονοθελῆτες ἂν ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ ὅλων θέλη,ἐπειδὴ εἶναι Πατήρ,ἢἐπειδὴ εἶναι Θεός, δηλαδὴἂν τὸ θέλημά Του συνδέεται μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Πατρὸς ἢ μὲ τὴν θεότητά Του.  Ἐὰν θέλη ἐπειδὴ εἶναι Πατήρ, τότε θὰ εἶναι ἄλλο τὸ θέλημα τοῦ Πατρὸς καὶ ἄλλο τὸ θέλημα τοῦ Υἱοῦ, γιατί εἶναι διαφορετικὰ πρόσωπα. Ἂν ὅμως θέλη ἐπειδὴ εἶναι Θεός, τότε ἐπειδὴ καὶ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι Θεοί, αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὸ θέλημα εἶναι τῆς φύσεως, δηλαδὴ εἶναι θέλημα φυσικό.
.              Ὁ Θεὸς εἶναι Τριαδικός, εἶναι τρία Πρόσωπα, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, τὰ ὁποία ἔχουν μία φύση, μία ἐνέργεια, μία θέληση, μία δόξα, μία βασιλεία. Ἡ περσοναλιστικὴ φιλοσοφία καὶ θεολογία ἐγκλωβίζεται στὴν ταύτιση φύσεως καὶ ἀναγκαιότητας καὶ γι᾽ αὐτὸ εἶναι ἀναπόφευκτη ἡ ἀπόδοση τῆς θέλησης στὸ πρόσωπο καὶ ἡ ἐξ αὐτῆς ὑποτιθέμενη «ἐν ἐλευθερίᾳ» βουλητικὴ γέννηση τοῦ Υἱοῦ καὶ βουλητικὴ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα, ἡ ὁποία συνεπάγεται Ἀρειανισμό.
.              Ὁ ἅγιος Μάξιμος, ὅμως, καὶ πάλι ἀποβαίνει σαφέστατος. Γράφει ὅτι ἡ γέννηση τοῦ Υἱοῦ ἀπὸ τὸν Πατέρα εἶναι «ὑπὲρ τὴν θέλησιν», δηλαδὴ δὲν μεσολαβεῖ ἡ θέληση μεταξὺ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ, οὔτε ἡ θέληση τοῦ Πατρὸς προεπινοεῖται τοῦ Υἱοῦ, ἐπειδὴ οὔτε προϋπῆρχε ὁ Πατὴρ τοῦ Υἱοῦ. Ἐπειδὴ ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱὸς εἶχαν «ἅμα τὸ εἶναι», γι᾽ αὐτὸ ἔχουν καὶ μία θέληση, «ἁπλῆν τε καὶ ἀδιαίρετον», ὅπως ἔχουν καὶ μία οὐσία καὶ μία φύση. Τὸ ὅτι ὁ Πατὴρ γεννᾶ τὸν Υἱὸ ἐκ τῆς οὐσίας Του δὲν συνεπάγεται ἀναγκαιότητα ἢ ἀνελευθερία, διότι εἶναι ἀδιανόητη ἡ ἀπόδοση ὁποιασδήποτε ἀναγκαιότητας στὴν ἄκτιστη φύση.
.              Ὁ ἅγιος Μάξιμος παρατηρεῖ ὅτι ἐὰν τὸ φυσικὸ εἶναι καὶ ἀναγκασμένο, καὶ ὁ Θεὸς εἶναι κατὰ φύση Θεός, κατὰ φύση ἀγαθὸς καὶ κατὰ φύση δημιουργός, τότε ὁ Θεὸς θὰ εἶναι καὶ κατ᾽ ἀνάγκη Θεὸς καὶ ἀγαθὸς καὶ δημιουργός, πράγμα ποὺ εἶναι βλάσφημο καὶ νὰ τὸ σκεφθῆ κανείς. Γιατί «τίς γὰρ ὁ τὴν ἀνάγκην ἐπάγων;», δηλαδή, ποιός εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἐπιβάλλει τὴν ἀνάγκη; Παραπέμπει δὲ στὸ χωρίο τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας: «Μηδὲν φυσικὸν εἶναι ἐν τῇ νοερᾷ φύσει ἀκούσιον».

Η «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΕΩΣ-ΘΕΛΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ» ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ-1


Ἡ «ἐλευθερία τῆς βούλησης – θέλησης τοῦ προσώπου»
κατὰ τὴν φιλοσοφία καὶ τὴν πατερικὴ θεολογία
[Α´]
 Τοῦ  Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου
(γιὰ τὴν Romfea.gr)
.              Τὸ θέμα τῆς ἐλευθερίας τῆς βούλησης ἢ τῆς ἐλευθερίας τοῦ προσώπου, ὅπως παρουσιάζεται στὶς ἡμέρες μας, δὲν στηρίζεται στὴν πατερικὴ-ὀρθόδοξη θεολογία, ἀλλὰ εἶναι κυρίως ὑπόθεση τῆς σύγχρονης φιλοσοφίας καὶ μεταφέρεται ἀπὸ μερικοὺς στὴν θεολογία.
.              Θὰ ἐντοπισθοῦν μερικὰ σημεῖα γύρω ἀπὸ τὸ σοβαρὸ αὐτὸ θέμα, γιὰ νὰ φανῆ τὸ πρόβλημα ποὺ παρουσιάζεται ἀπὸ τῆς πλευρᾶς τῆς πατερικῆς θεολογίας καὶ οἱ συνέπειες ποὺ ἔχει αὐτὴ ἡ θεωρία στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή.
 1. Ἡ θέληση-βούληση στὴν δυτικὴ θεολογία καὶ φιλοσοφία
.              Ὁ καθηγηγὴς Γεώργιος Παναγόπουλος, ἀναλύοντας τὰ σχετικὰ μὲ τὴν δυτικὴ θεολογία, ἐπισημαίνει ὅτι ὁ σχολαστικὸς θεολόγος Ἰωάννης Δοὺνς Σκῶτος, ἐκφραστὴς τῆς Φραγκισκανικῆς θεολογίας, εἰσήγαγε τὸν βολονταρισμὸ (βουλησιοκρατία) σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ὀντολογία τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη.
.              Ὁ Δοὺνς Σκῶτος ἔκανε λόγο γιὰ τὴν «θεία παντοδυναμία», τὴν «ἀπόλυτη ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀπουσία κάθε ἐξαναγκασμοῦ ἀπὸ τὸ θεῖο εἶναι». Μὲ αὐτὴν τὴν ἄποψη ἄνοιξε «μιὰ καινούργια ἀτραπὸ σκέψης στὴν δυτικὴ θεολογία», ἀφοῦ «τὸ βουλητικὸ στοιχεῖο ἀνατιμᾶται σὲ σχέση μὲ τὸ ὀντολογικὸ» καὶ προοιώνισε «ἕνα ἀπὸ τὰ κεντρικὰ αἰτήματα τῆς Μεταρρύθμισης, τὴν ἀπόλυτη ἐλευθερία καὶ προτεραιότητα τοῦ Θεοῦ στὸ ζήτημα τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου».
.              Ἔτσι, ὁ βολονταρισμὸς-βουλησιοκρατία ἀπὸ τὴν σχολαστικὴ θεολογία πέρασε στὴν Μεταρρύθμιση καὶ τὸν Προτεσταντικὸ κόσμο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἔφθασε καὶ στὴν δυτικὴ φιλοσοφία, στὴν ὁποία ἄλλοτε γίνεται λόγος γιὰ τὴν προτεραιότητα τῆς ὀντολογίας καὶ ἄλλοτε γιὰ τὴν προτεραιότητα τῆς βουλησιοκρατίας.
.              Ὁ καθηγητὴς Θεοδόσης Πελεγρίνης κάνοντας λόγο γιὰ τὴν βουλησιοκρατία (voluntarism) γράφει ὅτι πρόκειται γιὰ τὸ φιλοσοφικὸ ἐκεῖνο σύστημα «στὸ ὁποῖο πρωτεύοντα λόγο διαδραματίζει ἡ βούληση, κατ᾽ ἀντιδιαστολὴ πρὸς τὸ λόγο».  Ἐπίσης, γράφει ὅτι ἐνῶ οἱ ἀρχαῖοι φιλόσοφοι ἀντιμετώπιζαν τὰ διάφορα ζητήματα ποὺ τοὺς ἀπασχολοῦσαν ἔχοντας ὡς γνώμονα τὸν λόγο, ὁ Ἀριστοτέλης ἔδωσε ἰδιαίτερη σημασία στὸν ρόλο τῆς βουλήσεως «στὸ πλαίσιο τοῦ πρακτικοῦ συλλογισμοῦ». Ὅμως, ἰδιαίτερα στὴν νεώτερη ἐποχὴ διάφοροι φιλόσοφοι, ὅπως ὁ Ντεκάρτ, ὁ Κάντ, ὁ Σοπενχάουερ, ὁ Νίτσε καὶ ὁ Γουίλιαμ Τζέϊμς, δίνουν μεγάλη σημασία στὴν βούληση καὶ μάλιστα στὴν ἐλευθερία τῆς βουλήσεως.

Η οντολογία του προσώπου και η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος


ΓΕΏΡΓΙΟΣ ΣΊΣΚΟΣ ΔΡ. ΘΕΟΛΟΓΊΑΣ

Κείμενο με τίτλο Logomachy, Orthodoxy, and the Holy and Great Council με ημερομηνία 7/6/2016 του πρωτοπρεσβυτέρου Δρ. Doru Costache ανέβηκε στην επίσημη ιστοσελίδα του Γραφείου Τύπου του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο (https://www.orthodoxcouncil.org/-/logomachy-orthodoxy-and-the-holy-and-great-council), με θέμα την κριτική των θέσεων του Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου αναφορικά με τη θεολογία του προσώπου, κατά την παρέμβαση του στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος με θέμα Τὰ οὐσιαστικὰ προβλήματα μὲ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο.  (http://www.parembasis.gr/images/AGIA_MEGALH_SYNODOS_2016/NAYPAKTOY-IEROTHEOY_AMSOE-problemata-1.pdf).

Το κείμενο του ρουμάνου συντάκτη, με διακριτή ειρωνεία και με τόνο δημοσιογραφικής υπεραπλούστευσης,μέμφεται τον μητροπολίτη Ναυπάκτου για «αντί-περσοναλιστική σταυροφορία», η οποία θεωρεί οτι επισυμβαίνει εκτός τόπου και χρόνου αναφορικά με την Αγία και Μεγάλη σύνοδο και μάλιστα προδίδοντας, κατά την εντύπωσή του, υπερβολικά ανθρώπινα πάθη και παιχνίδια εξουσίας. 

Ενταγμένος, μάλιστα, ο ρουμάνος συντάκτης στο κλίμα της αμερικανο-αυστραλιανής «κουλτούρας» δίνει στην κριτική του Μητροπολίτη Ναυπάκτου αναφορικά με την οντολογία του προσώπου (η οποία αποτέλεσε μέρος των επισήμων επιστολών προς τη σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος) τον τίτλο «παιχνίδι θρόνων», δηλαδή τον τίτλο μιας από τις χειρότερες σειρές της αμερικανικής τηλεόρασης, στην οποία μεταξύ βασιλικών οίκων συμβαίνουν αμέτρητες δολοφονίες, ίντριγκες και όλων των ειδών οι ψυχολογικές διαστροφές και σαρκικές ανωμαλίες.
Το κείμενο του ρουμάνου συντάκτη μεταξύ άλλων παρουσιάζει τις εξής θέσεις: Η επίθεση του Μητροπολίτη Ναυπάκτου περιέχει την εξωφρενική δήλωση ότι η θεολογία του προσώπου, με το κατεξοχήν γνώρισμά της, την ελευθερία της προσωπικής θέλησης, ως διακριτής από τον αναγκαστικὸ χαρακτήρα της φυσικὴς βούλησης, εκμηδενίζει τον Τριαδικό Θεό. Με το να αντιτίθεται στη γλώσσα του προσώπου ως θεολογικά έγκυρης, ο Μητροπολίτης Βλάχος αρνείται στη σύγχρονη θεολογία το καθήκον της να μεταδώσει τη σοφία της εκκλησιαστικής παράδοσης, με τρόπους που λαμβάνουν υπόψη τις τρέχουσες συνθήκες μας και να φτάσει στα ακροατήρια τοῦ σήμερα. Η αντίθεση του Μητροπολίτη στη σύγχρονη προσωποκεντρική θεολογία δεν έχει κανένα παραδοσιακὸ ἔρεισμα και φαίνεται να εξαρτᾶται από ξένους τρόπους σκέψης. Ο Μητροπολίτης επιβεβαιώνει εξωφρενικά ότι ο σύνδεσμος μεταξύ της βούλησης και τοῦ προσώπου καταστρέφει τον Τριαδικό Θεό με την εισαγωγή τριθεϊσμοῦ. Οι δηλώσεις του Μητροπολίτη Βλάχου συνδέονται με τη Βαβυλώνια αιχμαλωσία της Ορθόδοξης θεολογίας σὲ ξένους, Δυτικοὺς μεσαιωνικοὺς τρόπους σκέψης. O Μητροπολίτης Βλάχος είναι της γνώμης, η οποία προέρχεται από το νατουραλισμό ή τον μονοφυσιτισμό του (όπως ορίζεται ανωτέρω), ότι η θέληση ανήκει στην φύση και ότι δεν υπάρχει θέληση στο προσώπο. Η Εκκλησιαστική παράδοση βρίσκεται σε σταθερή και συνεπή αντίθεση με τις απόψεις του.
Η ολοφάνερη άγνοια του ρουμάνου συντάκτη,αναφορικά με την ανάλυση της απόρριψης του περσοναλιστικού λεξιλογίου, την οποία έπραξε ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου συνοδικά (http://www.parembasis.gr/index.php/menu-teyxos-236/4432-2016-03-05) πρίν από το κείμενο 
«Τὰ οὐσιαστικὰ προβλήματα μὲ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο», προδίδει μόνη της τον ατυχή ερασιτεχνισμό του ακαδημαϊκού draft του ρουμάνου συντάκτη. 
Η δε τοποθέτηση του ρουμάνου συντάκτη ότι η κριτική του Μητροπολίτη Ναυπάκτου συμβαίνει εκτός τόπου και χρόνου, φανερούσα ιδιοτέλειες και προσωπικά πάθη, δυστυχώς μαρτυρεί ότι η συνείδηση του ίδιου του ρουμάνου συντάκτη είναι εκτός τόπου και χρόνου. 

 Τα κείμενα της Συνόδου, αν μείνουν ως έχουν, πρόκειται να επικυρώσουν και να θεσμοποιήσουν συνοδικά μια ορολογία, εν προκειμένω της «οντολογίας του προσώπου», η οποία έχει μια σειρά θεολογικών σημαινομένων για το μυστήριο της Αγίας Τριάδος, την έννοια του πρωτείου στην Ορθόδοξη Εκκλησία, την έννοια της άσκησης, την έννοια της φύσης, την έννοια της αμαρτίας, την έννοια της θέωσης, την έννοια της μέθεξης στον εν Τριάδι Θεό και πολλά άλλα.

1.    ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΊΑ ΚΑΙ ΣΤΌΧΕΥΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΣΟΝΑΛΙΣΤΙΚΉΣ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΉΣ

Ο τρόπος της πατερικής πρόσληψης της φιλοσοφικής ορολογίας αφορά την καινοτόμηση των ονομάτων προς την αλήθεια των εν Χριστώ πραγμάτων. 
Αντίθετα, ο τρόπος της περσοναλιστικής ερμηνευτικής είναι η πρόσληψη των πατερικών όρων, η αλλαγή των πατερικών σημαινομένων και η αντικατάστασή τους με τα σημαινόμενα της σύγχρονης φιλοσοφίας και κάθε σύγχρονης σκέψης, η οποία καθιστά ελκυστική την περσοναλιστική κατασκευή. Αυτό βαπτίζεται συχνά από τους περσοναλιστές ως ποιμαντική ευαισθησία κατά μίμηση της σάρκωσης του Λόγου. Αντιθέτως, η μαθητεία στους πατερικούς όρους και τα σημαινόμενά τους χαρακτηρίζεται ως αρχαιολατρεία, άγονος ιστορισμός και μουσειακή παράθεση ενός άψυχου πολιτισμού.
Το χάσμα της ημιμάθειας βαθαίνει, όταν το περσοναλιστικό αφήγημα κάνει λόγο για τον διάλογο των πατέρων με τους αιρετικούς της εποχής τους, μια ολοφάνερα υπεραπλουστευμένη και τραγικά παραποιημένη εκδοχή της ιστορικής πραγματικότητας, όταν διαβάσει κανείς για παράδειγμα τους προλόγους των αντιρρητικών έργων του Αγίου Αθανασίου Κατά Αρειανών, των Καππαδοκών Πατέρων κατά Ευνομίου, τις επιστολές του Αγίου Κυρίλλου προς Νεστόριο, του Αγίου Μαξίμου για το Σεβήρο Αντιοχείας και τους μονοθελήτες, του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά προς τους Λατίνους.
Το ίδιο φυσικά ισχύει και για το έτερο ιδεολόγημα περί πολιτιστικής προσαρμογής των Πατέρων στις ανάγκες της εποχής τους κατά την πρόσληψη των φιλοσοφικών όρων, όταν οι ίδιοι οι πατέρες ομολογούν ότι προτιμούν τους αγιογραφικούς όρους, αλλά αναγκάζονται να χρησιμοποιήσουν τους φιλοσοφικούς όρους προς αντίκρουση των αιρετικών, καθώς οι φιλοσοφικοί όροι εισάγονταν αυτούσια με όλη την πρωτολογική και εσχατολογική τους σημασιολογία από τους αιρετικούς και διοχετεύονταν στην χριστιανική πίστη, αλλοιώνοντας το περιεχόμενό της. 

Κλασικές περιπτώσεις επ΄ αυτού είναι η φιλοσοφική διατήρηση της απλότητας της θείας ουσίας με τις λύσεις του δυναμικού και τροπικού Μοναρχιανισμού, η φιλοσοφική εισαγωγή του αγενήτου μόνο για τον Θεό Πατέρα από Αρειανούς και Ευνομιανούς και το φιλοσοφικό αξίωμα της αντιοχειανής παράδοσης ότι κάθε φύση φανερώνεται αναγκαία ιδιοϋποστάτως, που έστρεψε τους Νεστοριανούς στην ακραία διαίρεση και τους Αντιχαλκηδόνιους στην ομολογία μιας μόνον φύσεως για το Χριστό.   
Ο τρόπος της συγκεκριμένης θεολογικής ερμηνευτικής, η οποία διαπερνά το πλείστο μέρος της εν Χριστώ ζωής, υφίσταται μερικές μόνο  δεκαετίες, ενώ έχει δεχθεί ήδη σοβαρότατη κριτική από κληρικούς και σοβαρό αριθμό ακαδημαϊκών και θεολόγων. Η κειμενική τεκμηρίωση της συγκεκριμένης θεολογικής ερμηνευτικής είναι εξαιρετικά ασθενής. Ατυχώς, βασίζεται σε αποκομμένα χωρία τα οποία ταιριάζουν γλωσσικά στις ιδεολογικές στοχεύσεις της. Μόνο να προστρέξει, βέβαια, κανείς σε ολόκληρη τη σελίδα του παραπεμπόμενου χωρίου, αντιλαμβάνεται λίαν συντόμως την αλλοίωση των κειμενικών νοημάτων προς χάριν των επιθυμητών περσοναλιστικών συμπερασμάτων.

2.    ΠΡΌΣΩΠΟ –ΕΛΕΥΘΕΡΊΑ -ΘΈΛΗΣΗ    

Ό πυρήνας της περσοναλιστικής ερμηνευτικής είναι η ελευθερία του Προσώπου. Αυτή κατορθώνεται στον ίδιο το Θεό, δια της θέλησης του Θεού Πατέρα, ο οποίος ελευθερώνεται από την αναγκαιότητα της φύσης του. Τα υπόλοιπα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος υφίστανται από την ελευθερία του Πατρός να γεννήσει τον Υιό και να εκπορεύσει το Άγιο Πνεύμα, ενώ η ύπαρξή τους παραμένει γεγονός ελευθερίας χάρη στην κοινωνία της αγάπης δια του υποστατικού θελήματος εκάστου Προσώπου να επιλέγει ελεύθερα αυτή την κοινωνία. Στον περσοναλισμό γίνεται λόγος ευθέως για τρία υποστατικά θελήματα. Έκπληξη δημιουργεί το γεγονός ότι ο ρουμάνος συντάκτης, με διατριβή στον άγιο Μάξιμο, αγνοεί (;) τις πολλαπλές αναφορές του αγίου Μαξίμου ότι τρία υποστατικά θελήματα συνεπάγονται τριθεΐα και διάσπαση του Τριαδικού Θεού. Αν το θέλημα είναι υποστατικό, όπως είναι διαφορετική κάθε υπόσταση, έτσι θα είναι διαφορετική και η θέληση κάθε Θείου Προσώπου με αποτέλεσμα τρεις διαφορετικούς Θεούς. Ο Lossky, στον οποίο αναφέρεται ο συντάκτης, ως ερευνητικά τίμιος και ειλικρινής χριστιανός αναφέρει ότι η θεολογία του Προσώπου δεν υπάρχει στους Πατέρες, ενώ το πιο εκπληκτικό είναι ότι ομολογεί την αμηχανία του μπροστά στην πατερική απόδοση της θέλησης στη φύση.
Φυσικά, οι περσοναλιστές, συμπεριλαμβανομένου του ρουμάνου συντάκτη, είναι τόσο μοιραία καθηλωμένοι στην προτεραιότητα του προσώπου απέναντι στη φύση, ώστε κάθε δήλωση περί φυσικής θέλησης να αντιμετωπίζεται από αυτούς ως δυτική ουσιοκρατία. Αδυνατούν να ερμηνεύσουν ισορροπημένα φύση και υπόσταση. Λεκτικά διαβεβαιώνουν ότι δεν υπάρχει υπόσταση χωρίς φύση και το αντίθετο, αλλά εν τοις πράγμασι μένουν καθηλωμένοι με τέτοιο τρόπο στην προτεραιότητα του προσώπου, όπου κάθε δήλωση περί φυσικού θελήματος και φυσικών ενεργειών στιγματίζεται ως σχολαστική ουσιοκρατία. Ωστόσο,  η φυσική καταγωγή της Θείας Θέλησης δηλώνεται πολλαπλά στο διάλογο του αγίου Μαξίμου με τον Πύρρο, σε όλα τα θεολογικά και πολεμικά έργα του αγίου και κυρίως στα ανθολόγια της συνόδου του Λατερανού (649) και της Στ΄ Οικουμενικής συνόδου με τίτλο «Περί θελημάτων φυσικών».

3.    ΦΎΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΌΤΗΤΑ

Η ταύτιση φύσης και ανάγκης, δηλαδή ότι κάθε φυσικό γεγονός αποτελεί μια αναγκαιότητα, ενώ η θέληση που προέρχεται από το πρόσωπο είναι ένα γεγονός ελευθερίας, χρησιμοποιήθηκε από τους Αρειανούς για να αποδείξουν στο Μέγα Αθανάσιο ότι ο Υιός είναι γέννημα της βουλήσεως του Πατρός, δηλαδή κτίσμα. Χρησιμοποιήθηκε από τον Απολινάριο Λαοδικείας, για να αποδείξει ότι κάθε ανθρώπινος νους είναι αναγκαία αμαρτωλός και άρα ο Χριστός δεν είναι δυνατόν να προσλάβει ανθρώπινο νου. Χρησιμοποιήθηκε από το Θεόδωρο Μοψουεστίας, για να αποδείξει ότι ο Θεός δεν ενοικεί ανάμεσα στους ανθρώπους ούτε κατά την ουσία του και ούτε κατά την ενέργεια του. Χρησιμοποιήθηκε από τον Νεστόριο Κωνσταντινουπόλεως και τον Θεοδώρητο Κύρου, για να αποδείξουν πως η καθ΄ υπόστασιν ένωσις για την οποία μιλούσε ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας καταργούσε την ελευθερία του Θεού Λόγου, συνεπώς η μόνη αληθινή ένωση Θεού και ανθρώπου ήταν η ταυτοβουλία των δυο προσωπικών, υποστατικών θελημάτων του ανθρώπου Ιησού και του Θεού Λόγου. Χρησιμοποιήθηκε από τους μονοθελήτες, για να αποδείξουν ότι αν ο Χριστός έχει δυο θελήματα, αυτά θα βρίσκονται σε αναγκαία εναντίωση μεταξύ τους και ότι το ανθρώπινο θα είναι αμαρτωλό, οπότε ο Χριστός πρέπει να έχει ένα υποστατικό θέλημα. Επίσης, χρησιμοποιήθηκε από τους μονοθελήτες, για να δείξουν ότι ένα ανθρώπινο φυσικό θέλημα ως αναγκαίο θα δέσμευε τη θέληση του Χριστού, οπότε ο Χριστός θα έπρεπε να έχει ένα υποστατικό θέλημα.
Ο περσοναλισμός δια της ταύτισης φύσης και ανάγκης, δηλαδή ότι κάθε φυσικό γεγονός αποτελεί μια αναγκαιότητα, ενώ η θέληση που προέρχεται από το πρόσωπο είναι εκείνη που εξασφαλίζει την ελευθερία, συχνά επαναλαμβάνει τα ίδια επιχειρήματα με τα παραπάνω. Για τον περσοναλισμό, η υποστατική θέληση του Πατρός εξασφαλίζει την ελευθερία από οποιαδήποτε αναγκαιότητα της θείας ουσίας. Η σάρκωση ελευθερώνει τον Υιό από την αναγκαιότητα της Θείας Φύσης του. Το γνωμικό θέλημα του Χριστού (sic) είναι ελεύθερο από κάθε αναγκαιότητα Θεότητας και ανθρωπότητας. Και όλα αυτά, ενώ ο άγιος Αθανάσιος Αλεξανδρείας και οι Καππαδόκες μαρτυρούν τον αποκλεισμό κάθε αναγκαιότητας από τη Θεία φύση. Εκ παραλλήλου, ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής μαρτυρούν ότι κανένα κτιστό νοερό ον δεν είναι αναγκασμένο.

4.    ΤΑΎΤΙΣΗ ΚΤΙΣΤΌΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΜΑΡΤΊΑΣ

Η κτιστότητα στον περσοναλισμό συχνά ταυτίζεται με την αμαρτία, με άξονα ερμηνείας το Ρωμ. 7, 14-24 «Οἴδαμεν γὰρ ὅτι ὁ νόμος πνευματικός ἐστιν· ἐγὼ δὲ σαρκικός εἰμι, πεπραμένος ὑπὸ τὴν ἁμαρτίαν. ὃ γὰρ κατεργάζομαι οὐ γινώσκω· οὐ γὰρ ὃ θέλω τοῦτο πράσσω, ἀλλ᾿ ὃ μισῶ τοῦτο ποιῶ.  εἰ δὲ ὃ οὐ θέλω τοῦτο ποιῶ, σύμφημι τῷ νόμῳ ὅτι καλός.  νυνὶ δὲ οὐκέτι ἐγὼ κατεργάζομαι αὐτό, ἀλλ᾿ ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία. οἶδα γὰρ ὅτι οὐκ οἰκεῖ ἐν ἐμοί, τοῦτ᾿ ἔστιν ἐν τῇ σαρκί μου, ἀγαθόν· τὸ γὰρ θέλειν παράκειταί μοι, τὸ δὲ κατεργάζεσθαι τὸ καλὸν οὐχ εὑρίσκω· οὐ γὰρ ὃ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ᾿ ὃ οὐ θέλω κακὸν τοῦτο πράσσω. εἰ δὲ ὃ οὐ θέλω ἐγὼ τοῦτο ποιῶ, οὐκέτι ἐγὼ κατεργάζομαι αὐτό, ἀλλ᾿ ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία.  εὑρίσκω ἄρα τὸν νόμον τῷ θέλοντι ἐμοὶ ποιεῖν τὸ καλόν, ὅτι ἐμοὶ τὸ κακὸν παράκειται· συνήδομαι γὰρ τῷ νόμῳ τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπον, βλέπω δὲ ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καὶ αἰχμαλωτίζοντά με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας τῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσί μου». Οι περσοναλιστές εδώ διαβάζουν τη σύγκρουση φύσεως και προσώπου, δηλαδή τη σύγκρουση της εγγενώς αμαρτωλής φύσης και του ελεύθερου προσώπου. Αντί να διαβάζουν τον νόμο της αμαρτίας που ενοικεί στους ανθρώπους, διαβάζουν την αμαρτία ως την ίδια την ανθρώπινη φύση, από την οποία πρέπει να απαλλαγούν. Λίαν ατυχώς και ο ίδιος ο συντάκτης του άρθρου επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές λέγοντας: «Ο Απόστολος Παύλος μίλησε στους Ρωμαίους για την σύγκρουση του «νόμου του νου [mind]» και το «νόμο του σώματος.» Ναι, δεν χρησιμοποίησε τὶς λέξεις πρόσωπο και φύση, αλλά αυτό δεν μπορεί κανείς να το αναμένει από ένα χριστιανὸ του πρώτου αιώνα ούτως ή άλλως. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι ἡ διάκρισή του μιὰ διάκριση ανάμεσα στην προσωπική ελευθερία και τη φυσική νομοτέλεια [determinism];» Δηλαδή, ο νόμος της αμαρτίας είναι φυσική νομοτέλεια. Το ερώτημα που αβίαστα γεννάται είναι: Ο Θεός δεν δημιουργεί τη φύση; Συνεπώς, ο Θεός δημιουργεί την αμαρτία; Πόσο απέχει αυτή η θεώρηση από τον απολιναρισμό και τις μανιχαϊστικές του συνέπειες; Φυσικά, ο συντάκτης δεν είναι ο μόνος που ερμηνεύει ούτως. Είναι προφανές ότι αυτές οι περσοναλιστικές μεταφορές δεν έχουν καμία σχέση με την θεολογία των ορθοδόξων πατέρων ούτε κειμενικά, πολύ περισσότερο βέβαια ούτε πνευματικά.

5.    Η ΑΠΌΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΉΣ ΠΑΡΆΔΟΣΗΣ

Πέραν από τις ανιστόρητες και κειμενικά αυθαίρετες θέσεις εντοπισμού της σχεσιακής οντολογίας του προσώπου στα πατερικά κείμενα, έστω και έτσι – κειμενικώς αυθαίρετα δηλαδή – κανένα θεολογικό πρόβλημα δεν θα προέκυπτε με τις συγκεκριμένες σημασιολογήσεις και τη χρησιμοποίησή τους, αν δεν υπηρετούσαν την απόρριψη του νοήματος των κειμένων της πατερικής παράδοσης. Υπηρετώντας την θέση ότι το πρόσωπο δεν νοείται άνευ σχέσης, περσοναλιστικά κείμενα απορρίπτουν π.χ τη Φιλοκαλία, τις ευχές της θείας Μεταλήψεως και άλλα, διότι κατά τη γνώμη των περσοναλιστών υπηρετούν μια ατομιστική σωτηρία, η οποία δεν φανερώνει την ιδρυτική συνθήκη της οντολογίας του προσώπου, το να υπάρχει δηλαδή το πρόσωπο σε σχέση με κάποιο άλλο πρόσωπο. Με άλλα λόγια, κατά τους περσοναλιστές τα κείμενα αυτά ώζουν μιας ατομιστικής πνευματικότητας (όπως στην περίπτωση των γκουρού), η οποία υπηρετεί τις ορμέμφυτες ανάγκες της ενστικτώδους θρησκευτικότητας.

6.    Ο ΠΑΡΑΜΕΡΙΣΜΌΣ ΤΟΥ ΑΠΟΦΑΤΙΣΜΟΎ 

ΚΑΙ Ο ΘΕΟΛΟΓΙΚΌΣ ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΑΣΜΌΣ: ΣΥΝΈΠΕΙΕΣ

Η διαστρέβλωση των πραγμάτων και των κειμένων φθάνει στο αποκορύφωμα της με τα τσιτάτα του τύπου «οι κριτικοί της οντολογίας του προσώπου είναι εγκλωβισμένοι στη βαβυλώνια αιχμαλωσία του σχολαστικισμού». Ενώ η παράδοση των Πατέρων της Εκκλησίας από το Μ. Αθανάσιο, τους Καππαδόκες, τον άγιο Μάξιμο, τον άγιο Συμεών το Νέο Θεολόγο ρητώς αποτρέπει κάθε διανοητική ενασχόληση με τον τρόπο υπάρξεως των Θείων Προσώπων, η περσοναλιστική ερμηνευτική ασχολείται με το πώς αγαπώνται τα Θεία Πρόσωπα μεταξύ τους, με την ψυχανάλυση των Θείων Προσώπων, με το για ποιο λόγο αναγκαία ο Θεός είναι Τριαδικός διαμέσου σχολαστικώς κατονομασμένων σχημάτων του τύπου: χρειάζεται το Τρίτο πρόσωπο για να υπερβαίνεται η εγωιστική αγάπη μεταξύ των άλλων δυο Θείων Προσώπων.
Με αυτό τον τρόπο, καταρτίζεται ευκαίρως ακαίρως μια περσοναλιστική ανθρωπολογία και πρόταση ζωής, η οποία παρακάμπτοντας απολύτως το σαρκωμένο παράδειγμα του Ιησού Χριστού και των μιμητών του αποστόλων, μαρτύρων, οσίων και αγίων, αναπαύεται μακαρίως στην ελευθερία των σχέσεων της Αγίας Τριάδος, κατά την οποία έκαστος βγάζει ό,τι ανθρωπολογικό συμπέρασμα επιθυμεί για την εν Χριστώ ζωή και βολικό για τον ίδιο, ενώ με μια παράλληλη αόριστη και άσαρκη (από το Χριστό και τους Αγίους του) αγαπολογία κατά τα πρότυπα πάλι των σχέσεων της Αγίας Τριάδος, λύνεται κάθε ανθρωπολογικό πρόβλημα κατά το δοκούν, όπως επίσης και τα εκκλησιολογικά ζητήματα προσέγγισης των άλλων Χριστιανικών Ομολογιών. Συναφώς, ενίοτε σύμφωνα με την περσοναλιστική αντίληψη, ένας πιστός, που ακολουθεί τα κείμενα των Αγίων, τους Ιερούς Κανόνες και τα θέσμια της Εκκλησίας, κρίνεται ως ηθικιστής, φαρισαίος, γεροντόπληκτος ή γεροντολάγνος, αδυνατών να κατανοήσει το βαθύ νόημα της εν Χριστώ ελευθερίας και συρρικνούμενος στα αντικειμενοποιημένα σχήματα μιας παρελθούσας παράδοσης. Ατυχώς, τέτοια πράγματα έχουν ειπωθεί ακόμα και για αναγνωρισμένους Αγίους της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Εν προκειμένω έχει ενδιαφέρον η συνοδική ανακοίνωση της Ρωσικής Εκκλησίας της Διασποράς, η οποία ασκεί την ίδια ακριβώς κριτική με τον Μητροπολίτη Ναυπάκτου στα της οντολογίας του προσώπου 
(αγγλικό κείμενο:http://www.pravoslavie.ru/english/92464.htm
ελληνική μετάφραση:http://aktines.blogspot.gr/2016/05/rocor.html). 

 Εκεί διαβάζει κανείς «Τα προβλήματα που εμπεριέχονται στο κείμενο με τίτλο «η Αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον σημερινό κόσμο» είναι πιο λεπτού και θεολογικού χαρακτήρα… Η καρδιά του προβλήματος έγκειται στην επίμονη, μέσα στο κείμενο, χρήση του όρου «ανθρώπινο πρόσωπο» αντί της ορθής χρήσεως του όρου «άνθρωπος» και στην εδραίωση των ανθρωπιστικών αναφορών του κειμένου επί ποικίλων παραλλαγών αυτής της φράσεως. Η χρήση του όρου «ανθρώπινο πρόσωπο» για τον άνθρωπο εμφανίζεται σε αξιοσημείωτο βαθμό στον Ορθόδοξο διάλογο μόνο από την εποχή του Βλαδίμηρου Λόσκυ, (ο ίδιος αυτός αναγνώρισε την καινοτομία του στην χρήση του όρου)· και παρότι έχει περίπου καθιερωθεί στους σύγχρονους διαλόγους, οι άγιοι Πατέρες υπήρξαν συνεπείς στη χρήση του Γραφικού και λειτουργικού όρου «άνθρωπος». Στην Ορθόδοξη Γραμματεία, ο όρος «πρόσωπο» χρησιμοποιείται κυρίως σε σχέση με τα Θεία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, για να επιβεβαιώσει τη μοναδική Υπόσταση  του κάθε Προσώπου - του  Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος - αλλά επίσης και τη μοναδική υποστατική πραγματικότητα του Μονογενούς Υιού, στον Οποίον η Θεία και η ανθρώπινη φύση συνυπάρχουν «ασυγχύτως, αναλλοιώτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως» (όροι της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου). Ο όρος αυτός δεν χρησιμοποιείται, σχεδόν ποτέ, για το ανθρώπινο ον (στο οποίο δεν υφίστανται τέτοιες διακρίσεις), παρεκτός όταν η αναφορά στον  άνθρωπο γίνεται στο πλαίσιο της Τριαδολογικής ορολογίας, ακριβώς για να καταδειχθεί η απόλυτη διάκριση ανάμεσα στο δημιούργημα-κτίσμα και στο Άκτιστο – διότι αν και ο άνθρωπος είναι «κατ’εικόνα και καθ’ομοίωσιν του Θεού», ουδόλως ομοιάζει στην κτιστότητά του, με Αυτόν, ο Οποίος είναι Άναρχος […]

Ἡ ὀντολογία τοῦ προσώπου καί ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος Γεώργιος Σίσκος Δρ. Θεολογίας



Τὸ κείμενο μεταφρασμένο στὰ Ἀγγλικὰ: The Ontology of the Person and the Holy and Great Council

 Τὸ κείμενο μεταφρασμένο στὰ Ρουμανικὰ: „Ontologia persoanei” și Sfântul și Marele Sinod ΑΠΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ


Κείμενο μέ τίτλο Logomachy, Orthodoxy, and the Holy and Great Council μέ ἡμερομηνία 7/6/2016 τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Δρ. Doru Costache ἀνέβηκε στήν ἐπίσημη ἱστοσελίδα τοῦ Γραφείου Τύπου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο (https://www.orthodoxcouncil.org/-/logomachy-orthodoxy-and-the-holy-and-great-council), μέ θέμα τήν κριτική τῶν θέσεων τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου ἀναφορικά μέ τή θεολογία τοῦ προσώπου, κατά τήν παρέμβαση του στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ θέμα: Τὰ οὐσιαστικὰ προβλήματα μὲ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο.  (http://www.parembasis.gr/images/AGIA_MEGALH_SYNODOS_2016/NAYPAKTOY-IEROTHEOY_AMSOE-problemata-1.pdf).
Τό κείμενο τοῦ ρουμάνου συντάκτη, μέ διακριτή εἰρωνεία καί μέ τόνο δημοσιογραφικῆς ὑπεραπλούστευσης, μέμφεται τόν μητροπολίτη Ναυπάκτου γιά «ἀντί-περσοναλιστική σταυροφορία», ἡ ὁποία θεωρεῖ ὅτι ἐπισυμβαίνει ἐκτός τόπου καί χρόνου ἀναφορικά μέ τήν Ἁγία καί Μεγάλη σύνοδο καί μάλιστα προδίδοντας, κατά τήν ἐντύπωσή του, ὑπερβολικά ἀνθρώπινα πάθη καί παιχνίδια ἐξουσίας. Ἐνταγμένος, μάλιστα, ὁ ρουμάνος συντάκτης στό κλίμα τῆς ἀμερικανο-αὐστραλιανῆς «κουλτούρας» δίνει στήν κριτική τοῦ Μητροπολίτη Ναυπάκτου ἀναφορικά μέ τήν ὀντολογία τοῦ προσώπου (ἡ ὁποία ἀποτέλεσε μέρος τῶν ἐπισήμων ἐπιστολῶν πρός τή σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος) τόν τίτλο «παιχνίδι θρόνων», δηλαδή τόν τίτλο μιᾶς ἀπό τίς χειρότερες σειρές τῆς ἀμερικανικῆς τηλεόρασης, στήν ὁποία μεταξύ βασιλικῶν οἴκων συμβαίνουν ἀμέτρητες δολοφονίες, ἴντριγκες καί ὅλων τῶν εἰδῶν οἱ ψυχολογικές διαστροφές καί σαρκικές ἀνωμαλίες.
Τό κείμενο τοῦ ρουμάνου συντάκτη μεταξύ ἄλλων παρουσιάζει τις ἑξῆς θέσεις:
«Ἡ ἐπίθεση τοῦ Μητροπολίτη Ναυπάκτου περιέχει τήν ἐξωφρενική δήλωση ὅτι ἡ θεολογία τοῦ προσώπου, μέ τό κατεξοχήν γνώρισμά της, τήν ἐλευθερία τῆς προσωπικῆς θέλησης, ὡς διακριτῆς ἀπό τόν ἀναγκαστικό χαρακτήρα τῆς φυσικῆς βούλησης, ἐκμηδενίζει τόν Τριαδικό Θεό. Μέ τό νά ἀντιτίθεται στή γλώσσα τοῦ προσώπου ὡς θεολογικά ἔγκυρης, ὁ Μητροπολίτης Βλάχος ἀρνεῖται στή σύγχρονη θεολογία τό καθῆκον της νά μεταδώσει τή σοφία τῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης, μέ τρόπους πού λαμβάνουν ὑπόψη τίς τρέχουσες συνθῆκες μας καί νά φτάσει στά ἀκροατήρια τοῦ σήμερα. Ἡ ἀντίθεση τοῦ Μητροπολίτη στή σύγχρονη προσωποκεντρική θεολογία δέν ἔχει κανένα παραδοσιακό ἔρεισμα καί φαίνεται νά ἐξαρτᾶται ἀπό ξένους τρόπους σκέψης. Ὁ Μητροπολίτης ἐπιβεβαιώνει ἐξωφρενικά ὅτι ὁ σύνδεσμος μεταξύ τῆς βούλησης καί τοῦ προσώπου καταστρέφει τόν Τριαδικό Θεό μέ τήν εἰσαγωγή τριθεϊσμοῦ. Οἱ δηλώσεις τοῦ Μητροπολίτη Βλάχου συνδέονται μέ τή Βαβυλώνια αἰχμαλωσία τῆς Ὀρθόδοξης θεολογίας σέ ξένους, Δυτικούς μεσαιωνικούς τρόπους σκέψης. Ὁ Μητροπολίτης Βλάχος εἶναι τῆς γνώμης, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπό τό νατουραλισμό ἢ τόν μονοφυσιτισμό του (ὅπως ὁρίζεται ἀνωτέρω), ὅτι ἡ θέληση ἀνήκει στήν φύση καί ὅτι δέν ὑπάρχει θέληση στό πρόσωπο. Ἡ Ἐκκλησιαστική παράδοση βρίσκεται σέ σταθερή καί συνεπῆ ἀντίθεση μέ τίς ἀπόψεις του».


Ὁ Lossky, στόν ὁποῖο ἀναφέρεται ὁ συντάκτης, ὡς ἐρευνητικά τίμιος καί εἰλικρινής χριστιανός ἀναφέρει ὅτι ἡ θεολογία τοῦ Προσώπου δέν ὑπάρχει στούς Πατέρες, ἐνῶ τό πιό ἐκπληκτικό εἶναι ὅτι ὁμολογεῖ τήν ἀμηχανία του μπροστά στήν πατερική ἀπόδοση τῆς θέλησης στή φύση.


Ἡ ὁλοφάνερη ἄγνοια τοῦ ρουμάνου συντάκτη, ἀναφορικά μέ τήν ἀνάλυση τῆς ἀπόρριψης τοῦ περσοναλιστικοῦ λεξιλογίου, τήν ὁποία ἔπραξε ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου συνοδικά (http://www.parembasis.gr/index.php/menu-teyxos-236/4432-2016-03-05) πρίν ἀπό τό κείμενο «Τά οὐσιαστικά προβλήματα μέ τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο», προδίδει μόνη της τόν ἀτυχῆ ἐρασιτεχνισμό τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ draft τοῦ ρουμάνου συντάκτη. Ἡ δέ τοποθέτηση τοῦ ρουμάνου συντάκτη ὅτι ἡ κριτική τοῦ Μητροπολίτη Ναυπάκτου συμβαίνει ἐκτός τόπου καί χρόνου, φανεροῦσα ἰδιοτέλειες καί προσωπικά πάθη, δυστυχῶς μαρτυρεῖ ὅτι ἡ συνείδηση τοῦ ἴδιου τοῦ ρουμάνου συντάκτη εἶναι ἐκτός τόπου καί χρόνου. Τά κείμενα τῆς Συνόδου, ἂν μείνουν ὡς ἔχουν, πρόκειται νά ἐπικυρώσουν καί νά θεσμοποιήσουν συνοδικά μιά ὁρολογία, ἐν προκειμένῳ τῆς «ὀντολογίας τοῦ προσώπου», ἡ ὁποία ἔχει μιά σειρά θεολογικῶν σημαινομένων γιά τό μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τήν ἔννοια τοῦ πρωτείου στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τήν ἔννοια τῆς ἄσκησης, τήν ἔννοια τῆς φύσης, τήν ἔννοια τῆς ἁμαρτίας, τήν ἔννοια τῆς θέωσης, τήν ἔννοια τῆς μέθεξης στόν ἐν Τριάδι Θεό καί πολλά ἄλλα.

1.    Μεθοδολογία καί στόχευση τῆς περσοναλιστικῆς ἑρμηνευτικῆς

Ὁ τρόπος τῆς πατερικῆς πρόσληψης τῆς φιλοσοφικῆς ὁρολογίας ἀφορᾶ τήν καινοτόμηση τῶν ὀνομάτων πρός τήν ἀλήθεια τῶν ἐν Χριστῷ πραγμάτων. Ἀντίθετα, ὁ τρόπος τῆς περσοναλιστικῆς ἑρμηνευτικῆς εἶναι ἡ πρόσληψη τῶν πατερικῶν ὅρων, ἡ ἀλλαγή τῶν πατερικῶν σημαινομένων καί ἡ ἀντικατάστασή τους μέ τά σημαινόμενα τῆς σύγχρονης φιλοσοφίας καί κάθε σύγχρονης σκέψης, ἡ ὁποία καθιστᾶ ἑλκυστική τήν περσοναλιστική κατασκευή. Αὐτό βαπτίζεται συχνά ἀπό τούς περσοναλιστές ὡς ποιμαντική εὐαισθησία κατά μίμηση τῆς σάρκωσης τοῦ Λόγου. Ἀντιθέτως, ἡ μαθητεία στούς πατερικούς ὅρους καί τά σημαινόμενά τους χαρακτηρίζεται ὡς ἀρχαιολατρεία, ἄγονος ἱστορισμός καί μουσειακή παράθεση ἑνός ἄψυχου πολιτισμοῦ.
Τό χάσμα τῆς ἡμιμάθειας βαθαίνει, ὅταν τό περσοναλιστικό ἀφήγημα κάνει λόγο γιά τόν διάλογο τῶν πατέρων μέ τούς αἱρετικούς τῆς ἐποχῆς τους, μιά ὁλοφάνερα ὑπεραπλουστευμένη καί τραγικά παραποιημένη ἐκδοχή τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητας, ὅταν διαβάσει κανείς γιά παράδειγμα τούς προλόγους τῶν ἀντιρρητικῶν ἔργων τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου κατά Ἀρειανῶν, τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων κατά Εὐνομίου, τίς ἐπιστολές τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου πρός Νεστόριο, τοῦ Ἁγίου Μαξίμου γιά τό Σεβῆρο Ἀντιοχείας καί τούς μονοθελῆτες, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ πρός τούς Λατίνους.


Ἡ λανθασμένη χρήση τοῦ ὅρου «ἀνθρώπινο πρόσωπο», γιά τόν ἄνθρωπο, ὡστόσο, ἔχει ὁδηγήσει σέ θεωρήσεις, οἱ ὁποῖες ἐκλαμβάνουν τήν κοινωνία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ὡς ἐφαρμογή τῆς φύσεως τῆς Ἁγίας Τριάδος κατά τρόπο ἀντίθετο στή σαφῆ διδασκαλία τῶν (θεοφόρων) Πατέρων καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.


Τό ἴδιο φυσικά ἰσχύει καί γιά τό ἕτερο ἰδεολόγημα περί πολιτιστικῆς προσαρμογῆς τῶν Πατέρων στίς ἀνάγκες τῆς ἐποχῆς τους κατά τήν πρόσληψη τῶν φιλοσοφικῶν ὅρων, ὅταν οἱ ἴδιοι οἱ πατέρες ὁμολογοῦν ὅτι προτιμοῦν τούς ἁγιογραφικούς ὅρους, ἀλλά ἀναγκάζονται νά χρησιμοποιήσουν τούς φιλοσοφικούς ὅρους πρός ἀντίκρουση τῶν αἱρετικῶν, καθώς οἱ φιλοσοφικοί ὄροι εἰσάγονταν αὐτούσια μέ ὅλη τήν πρωτολογική καί ἐσχατολογική τους σημασιολογία ἀπό τούς αἱρετικούς καί διοχετεύονταν στήν χριστιανική πίστη, ἀλλοιώνοντας τό περιεχόμενό της. Κλασικές περιπτώσεις ἐπ΄ αὐτοῦ εἶναι ἡ φιλοσοφική διατήρηση τῆς ἁπλότητας τῆς θείας οὐσίας μέ τίς λύσεις τοῦ δυναμικοῦ καί τροπικοῦ Μοναρχιανισμοῦ, ἡ φιλοσοφική εἰσαγωγή τοῦ ἀγεννήτου μόνο γιά τόν Θεό Πατέρα ἀπό Ἀρειανούς καί Εὐνομιανούς καί τό φιλοσοφικό ἀξίωμα τῆς ἀντιοχειανῆς παράδοσης ὅτι κάθε φύση φανερώνεται ἀναγκαῖα ἰδιοϋποστάτως, πού ἔστρεψε τούς Νεστοριανούς στήν ἀκραία διαίρεση καί τούς Ἀντιχαλκηδόνιους στήν ὁμολογία μιᾶς μόνον φύσεως γιά τό Χριστό.
Ὁ τρόπος τῆς συγκεκριμένης θεολογικῆς ἑρμηνευτικῆς, ἡ ὁποία διαπερνᾶ τό πλεῖστο μέρος τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ὑφίσταται μερικές μόνο  δεκαετίες, ἐνῶ ἔχει δεχθεῖ ἤδη σοβαρότατη κριτική ἀπό κληρικούς καί σοβαρό ἀριθμό ἀκαδημαϊκῶν καί θεολόγων. Ἡ κειμενική τεκμηρίωση τῆς συγκεκριμένης θεολογικῆς ἑρμηνευτικῆς εἶναι ἐξαιρετικά ἀσθενής. Ἀτυχῶς, βασίζεται σέ ἀποκομμένα χωρία τά ὁποῖα ταιριάζουν γλωσσικά στίς ἰδεολογικές στοχεύσεις της. Μόνο νά προστρέξει, βέβαια, κανείς σέ ὁλόκληρη τή σελίδα τοῦ παραπεμπόμενου χωρίου, ἀντιλαμβάνεται λίαν συντόμως τήν ἀλλοίωση τῶν κειμενικῶν νοημάτων πρός χάριν τῶν ἐπιθυμητῶν περσοναλιστικῶν συμπερασμάτων.

2.    Πρόσωπο - Ἐλευθερία - Θέληση  

Ὁ πυρήνας τῆς περσοναλιστικῆς ῥρμηνευτικῆς εἶναι ἡ ἐλευθερία τοῦ Προσώπου. Αὐτή κατορθώνεται στόν ἴδιο τό Θεό, διά τῆς θέλησης τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ὁ ὁποῖος ἐλευθερώνεται ἀπό τήν ἀναγκαιότητα τῆς φύσης του. Τά ὑπόλοιπα Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος ὑφίστανται ἀπό τήν ἐλευθερία τοῦ Πατρός νά γεννήσει τόν Υἱό καί νά ἐκπορεύσει τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἐνῶ ἡ ὕπαρξή τους παραμένει γεγονός ἐλευθερίας χάρη στήν κοινωνία τῆς ἀγάπης διά τοῦ ὑποστατικοῦ θελήματος ἑκάστου Προσώπου νά ἐπιλέγει ἐλεύθερα αὐτή τήν κοινωνία. Στόν περσοναλισμό γίνεται λόγος εὐθέως γιά τρία ὑποστατικά θελήματα. Ἔκπληξη δημιουργεῖ τό γεγονός ὅτι ὁ ρουμάνος συντάκτης, μέ διατριβή στόν ἅγιο Μάξιμο, ἀγνοεῖ (;) τίς πολλαπλές ἀναφορές τοῦ ἁγίου Μαξίμου ὅτι τρία ὑποστατικά θελήματα συνεπάγονται τριθεΐα καί διάσπαση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἂν τό θέλημα εἶναι ὑποστατικό, ὅπως εἶναι διαφορετική κάθε ὑπόσταση, ἔτσι θά εἶναι διαφορετική καί ἡ θέληση κάθε Θείου Προσώπου μέ ἀποτέλεσμα τρεῖς διαφορετικούς Θεούς. Ὁ Lossky, στόν ὁποῖο ἀναφέρεται ὁ συντάκτης, ὡς ἐρευνητικά τίμιος καί εἰλικρινής χριστιανός ἀναφέρει ὅτι ἡ θεολογία τοῦ Προσώπου δέν ὑπάρχει στούς Πατέρες, ἐνῶ τό πιό ἐκπληκτικό εἶναι ὅτι ὁμολογεῖ τήν ἀμηχανία του μπροστά στήν πατερική ἀπόδοση τῆς θέλησης στή φύση.


Ὑπηρετώντας τήν θέση ὅτι τό πρόσωπο δέν νοεῖται ἄνευ σχέσης, περσοναλιστικά κείμενα ἀπορρίπτουν π.χ τή Φιλοκαλία, τίς εὐχές τῆς θείας Μεταλήψεως καί ἄλλα, διότι κατά τή γνώμη τῶν περσοναλιστῶν ὑπηρετοῦν μιά ἀτομιστική σωτηρία.

Φυσικά, οἱ περσοναλιστές, συμπεριλαμβανομένου τοῦ ρουμάνου συντάκτη, εἶναι τόσο μοιραῖα καθηλωμένοι στήν προτεραιότητα τοῦ προσώπου ἀπέναντι στή φύση, ὥστε κάθε δήλωση περί φυσικῆς θέλησης νά ἀντιμετωπίζεται ἀπό αὐτούς ὡς δυτική οὐσιοκρατία. Ἀδυνατοῦν νά ἑρμηνεύσουν ἰσορροπημένα φύση καί ὑπόσταση. Λεκτικά διαβεβαιώνουν ὅτι δέν ὑπάρχει ὑπόσταση χωρίς φύση καί τό ἀντίθετο, ἀλλά ἐν τοῖς πράγμασι μένουν καθηλωμένοι μέ τέτοιο τρόπο στήν προτεραιότητα τοῦ προσώπου, ὅπου κάθε δήλωση περί φυσικοῦ θελήματος καί φυσικῶν ἐνεργειῶν στιγματίζεται ὡς σχολαστική οὐσιοκρατία. Ὡστόσο,  ἡ φυσική καταγωγή τῆς Θείας Θέλησης δηλώνεται πολλαπλᾶ στό διάλογο τοῦ ἁγίου Μαξίμου μέ τόν Πύρρο, σέ ὅλα τά θεολογικά καί πολεμικά ἔργα τοῦ ἁγίου καί κυρίως στά ἀνθολόγια τῆς συνόδου τοῦ Λατερανοῦ (649) καί τῆς Στ΄ Οἰκουμενικῆς συνόδου μέ τίτλο «Περί θελημάτων φυσικῶν».

3.    Φύση καί ἀναγκαιότητα

Ἡ ταύτιση φύσης καί ἀνάγκης, δηλαδή ὅτι κάθε φυσικό γεγονός ἀποτελεῖ μιά ἀναγκαιότητα, ἐνῶ ἡ θέληση πού προέρχεται ἀπό τό πρόσωπο εἶναι ἕνα γεγονός ἐλευθερίας, χρησιμοποιήθηκε ἀπό τούς Ἀρειανούς γιά νά ἀποδείξουν στό Μέγα Ἀθανάσιο ὅτι ὁ Υἱός εἶναι γέννημα τῆς βουλήσεως τοῦ Πατρός, δηλαδή κτίσμα. Χρησιμοποιήθηκε ἀπό τόν Ἀπολινάριο Λαοδικείας, γιά νά ἀποδείξει ὅτι κάθε ἀνθρώπινος νοῦς εἶναι ἀναγκαῖα ἁμαρτωλός καί ἄρα ὁ Χριστός δέν εἶναι δυνατόν νά προσλάβει ἀνθρώπινο νοῦ. Χρησιμοποιήθηκε ἀπό τό Θεόδωρο Μοψουεστίας, γιά νά ἀποδείξει ὅτι ὁ Θεός δέν ἐνοικεῖ ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους οὔτε κατά τήν οὐσία του καί οὔτε κατά τήν ἐνέργειά του. Χρησιμοποιήθηκε ἀπό τόν Νεστόριο Κωνσταντινουπόλεως καί τόν Θεοδώρητο Κύρου, γιά νά ἀποδείξουν πώς ἡ καθ΄ ὑπόστασιν ἕνωσις γιά τήν ὁποία μιλοῦσε ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας καταργοῦσε τήν ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ Λόγου, συνεπῶς ἡ μόνη ἀληθινή ἕνωση Θεοῦ καί ἀνθρώπου ἦταν ἡ ταυτοβουλία τῶν δυό προσωπικῶν, ὑποστατικῶν θελημάτων τοῦ ἀνθρώπου Ἰησοῦ καί τοῦ Θεοῦ Λόγου. Χρησιμοποιήθηκε ἀπό τούς μονοθελῆτες, γιά νά ἀποδείξουν ὅτι ἂν ὁ Χριστός ἔχει δυό θελήματα, αὐτά θά βρίσκονται σέ ἀναγκαία ἐναντίωση μεταξύ τους καί ὅτι τό ἀνθρώπινο θά εἶναι ἁμαρτωλό, ὁπότε ὁ Χριστός πρέπει νά ἔχει ἕνα ὑποστατικό θέλημα. Ἐπίσης, χρησιμοποιήθηκε ἀπό τούς μονοθελῆτες, γιά νά δείξουν ὅτι ἕνα ἀνθρώπινο φυσικό θέλημα ὡς ἀναγκαῖο θά δέσμευε τή θέληση τοῦ Χριστοῦ, ὁπότε ὁ Χριστός θά ἔπρεπε νά ἔχει ἕνα ὑποστατικό θέλημα.
Ὁ περσοναλισμός διά τῆς ταύτισης φύσης καί ἀνάγκης, δηλαδή ὅτι κάθε φυσικό γεγονός ἀποτελεῖ μιά ἀναγκαιότητα, ἐνῶ ἡ θέληση πού προέρχεται ἀπό τό πρόσωπο εἶναι ἐκείνη πού ἐξασφαλίζει τήν ἐλευθερία, συχνά ἐπαναλαμβάνει τά ἴδια ἐπιχειρήματα μέ τά παραπάνω. Γιά τόν περσοναλισμό, ἡ ὑποστατική θέληση τοῦ Πατρός ἐξασφαλίζει τήν ἐλευθερία ἀπό ὁποιαδήποτε ἀναγκαιότητα τῆς θείας οὐσίας. Ἡ σάρκωση ἐλευθερώνει τόν Υἱό ἀπό τήν ἀναγκαιότητα τῆς Θείας Φύσης του. Τό γνωμικό θέλημα τοῦ Χριστοῦ (sic) εἶναι ἐλεύθερο ἀπό κάθε ἀναγκαιότητα Θεότητας καί ἀνθρωπότητας. Καί ὅλα αὐτά, ἐνῶ ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος Ἀλεξανδρείας καί οἱ Καππαδόκες μαρτυροῦν τόν ἀποκλεισμό κάθε ἀναγκαιότητας ἀπό τή Θεία φύση. Ἐκ παραλλήλου, ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας καί ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής μαρτυροῦν ὅτι κανένα κτιστό νοερό ὃν δέν εἶναι ἀναγκασμένο.

4.    Ταύτιση κτιστότητας καί ἁμαρτίας

Ἡ κτιστότητα στόν περσοναλισμό συχνά ταυτίζεται μέ τήν ἁμαρτία, μέ ἄξονα ἑρμηνείας τό Ρωμ. 7, 14-2:
«Οἴδαμεν γὰρ ὅτι ὁ νόμος πνευματικός ἐστιν· ἐγὼ δὲ σαρκικός εἰμι, πεπραμένος ὑπὸ τὴν ἁμαρτίαν. ὃ γὰρ κατεργάζομαι οὐ γινώσκω· οὐ γὰρ ὃ θέλω τοῦτο πράσσω, ἀλλ᾿ ὃ μισῶ τοῦτο ποιῶ.  εἰ δὲ ὃ οὐ θέλω τοῦτο ποιῶ, σύμφημι τῷ νόμῳ ὅτι καλός.  νυνὶ δὲ οὐκέτι ἐγὼ κατεργάζομαι αὐτό, ἀλλ᾿ ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία. οἶδα γὰρ ὅτι οὐκ οἰκεῖ ἐν ἐμοί, τοῦτ᾿ ἔστιν ἐν τῇ σαρκί μου, ἀγαθόν· τὸ γὰρ θέλειν παράκειταί μοι, τὸ δὲ κατεργάζεσθαι τὸ καλὸν οὐχ εὑρίσκω· οὐ γὰρ ὃ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ᾿ ὃ οὐ θέλω κακὸν τοῦτο πράσσω. εἰ δὲ ὃ οὐ θέλω ἐγὼ τοῦτο ποιῶ, οὐκέτι ἐγὼ κατεργάζομαι αὐτό, ἀλλ᾿ ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία.  εὑρίσκω ἄρα τὸν νόμον τῷ θέλοντι ἐμοὶ ποιεῖν τὸ καλόν, ὅτι ἐμοὶ τὸ κακὸν παράκειται· συνήδομαι γὰρ τῷ νόμῳ τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπον, βλέπω δὲ ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καὶ αἰχμαλωτίζοντά με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας τῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσί μου».


Ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πράγματι ὑψηλή, ἀλλά τό ὀρθό θεμέλιο τῆς ἀξίας του ἔγκειται ἀκριβῶς στήν κτιστή διάκρισή του ἀπό τά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, στή ζωή τῆς Ὁποίας καλεῖται ὡστόσο καί τήν εἰκόνα τῆς Ὁποίας ὁ ἴδιος φέρει μυστικά.


Οἱ περσοναλιστές ἐδῶ διαβάζουν τή σύγκρουση φύσεως καί προσώπου, δηλαδή τή σύγκρουση τῆς ἐγγενῶς ἁμαρτωλῆς φύσης καί τοῦ ἐλεύθερου προσώπου. Ἀντί νά διαβάζουν τόν νόμο τῆς ἁμαρτίας πού ἐνοικεῖ στούς ἀνθρώπους, διαβάζουν τήν ἁμαρτία ὡς τήν ἴδια τήν ἀνθρώπινη φύση, ἀπό τήν ὁποία πρέπει νά ἀπαλλαγοῦν. Λίαν ἀτυχῶς καί ὁ ἴδιος ὁ συντάκτης τοῦ ἄρθρου ἐπιβεβαιώνει τοῦ λόγου τό ἀληθές λέγοντας: «Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μίλησε στούς Ρωμαίους γιά τήν σύγκρουση τοῦ «νόμου τοῦ νοῦ [mind]» καί τό «νόμο τοῦ σώματος.» Ναί, δέν χρησιμοποίησε τίς λέξεις πρόσωπο καί φύση, ἀλλά αὐτό δέν μπορεῖ κανείς νά τό ἀναμένει ἀπό ἕνα χριστιανό τοῦ πρώτου αἰῶνα οὕτως ἢ ἄλλως. Παρ’ ὅλα αὐτά, δέν εἶναι ἡ διάκρισή του μία διάκριση ἀνάμεσα στήν προσωπική ἐλευθερία καί τή φυσική νομοτέλεια [determinism];» Δηλαδή, ὁ νόμος τῆς ἁμαρτίας εἶναι φυσική νομοτέλεια. Τό ἐρώτημα πού ἀβίαστα γεννᾶται εἶναι: Ὁ Θεός δέν δημιουργεῖ τή φύση; Συνεπῶς, ὁ Θεός δημιουργεῖ τήν ἁμαρτία; Πόσο ἀπέχει αὐτή ἡ θεώρηση ἀπό τόν ἀπολλιναρισμό καί τίς μανιχαϊστικές του συνέπειες; Φυσικά, ὁ συντάκτης δέν εἶναι ὁ μόνος πού ἑρμηνεύει οὕτως. Εἶναι προφανές ὅτι αὐτές οἱ περσοναλιστικές μεταφορές δέν ἔχουν καμιά σχέση μέ τήν θεολογία τῶν ὀρθοδόξων πατέρων οὔτε κειμενικά, πολύ περισσότερο βέβαια οὔτε πνευματικά.

5.    Ἡ ἀπόρριψη τῆς ἡσυχαστικῆς παράδοσης

Πέραν ἀπό τίς ἀνιστόρητες καί κειμενικά αὐθαίρετες θέσεις ἐντοπισμοῦ τῆς σχεσιακῆς ὀντολογίας τοῦ προσώπου στά πατερικά κείμενα, ἔστω καί ἔτσι – κειμενικῶς αὐθαίρετα δηλαδή – κανένα θεολογικό πρόβλημα δέν θά προέκυπτε μέ τίς συγκεκριμένες σημασιολογήσεις καί τή χρησιμοποίησή τους, ἂν δέν ὑπηρετοῦσαν τήν ἀπόρριψη τοῦ νοήματος τῶν κειμένων τῆς πατερικῆς παράδοσης. Ὑπηρετώντας τήν θέση ὅτι τό πρόσωπο δέν νοεῖται ἄνευ σχέσης, περσοναλιστικά κείμενα ἀπορρίπτουν π.χ τή Φιλοκαλία, τίς εὐχές τῆς θείας Μεταλήψεως καί ἄλλα, διότι κατά τή γνώμη τῶν περσοναλιστῶν ὑπηρετοῦν μιά ἀτομιστική σωτηρία, ἡ ὁποία δέν φανερώνει τήν ἱδρυτική συνθήκη τῆς ὀντολογίας τοῦ προσώπου, τό νά ὑπάρχει δηλαδή τό πρόσωπο σέ σχέση μέ κάποιο ἄλλο πρόσωπο. Μέ ἄλλα λόγια, κατά τούς περσοναλιστές τά κείμενα αὐτά ὄζουν μιᾶς ἀτομιστικῆς πνευματικότητας (ὅπως στήν περίπτωση τῶν γκουροῦ), ἡ ὁποία ὑπηρετεῖ τίς ὁρμέμφυτες ἀνάγκες τῆς ἐνστικτώδους θρησκευτικότητας.

6.    Ὁ παραμερισμός τοῦ ἀποφατισμοῦ καί ὁ θεολογικός αὐτοσχεδιασμός: Συνέπειες

Ἡ διαστρέβλωση τῶν πραγμάτων καί τῶν κειμένων φθάνει στό ἀποκορύφωμά της μέ τά τσιτάτα τοῦ τύπου «οἱ κριτικοί τῆς ὀντολογίας τοῦ προσώπου εἶναι ἐγκλωβισμένοι στή βαβυλώνια αἰχμαλωσία τοῦ σχολαστικισμοῦ». Ἐνῶ ἡ παράδοση τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό Μ. Ἀθανάσιο, τούς Καππαδόκες, τόν ἅγιο Μάξιμο, τόν ἅγιο Συμεών τό Νέο Θεολόγο ρητῶς ἀποτρέπει κάθε διανοητική ἐνασχόληση μέ τόν τρόπο ὑπάρξεως τῶν Θείων Προσώπων, ἡ περσοναλιστική ἑρμηνευτική ἀσχολεῖται μέ τό πῶς ἀγαπῶνται τά Θεῖα Πρόσωπα μεταξύ τους, μέ τήν ψυχανάλυση τῶν Θείων Προσώπων, μέ τό γιά ποῖο λόγο ἀναγκαῖα ὁ Θεός εἶναι Τριαδικός διαμέσου σχολαστικῶς κατονομασμένων σχημάτων τοῦ τύπου: χρειάζεται τό Τρίτο πρόσωπο γιά νά ὑπερβαίνεται ἡ ἐγωιστική ἀγάπη μεταξύ τῶν ἄλλων δύο Θείων Προσώπων.


Ρητῶς ἀναφέρεται, ὡς κοινός περσοναλιστικός τόπος πλέον, ὅτι τό πρωτεῖο τοῦ ἐπισκόπου ἢ κάποιων πατριαρχείων σέ σχέση μέ ἄλλα πατριαρχεῖα, ἔχει δογματική θεμελίωση στήν Ἁγία Τριάδα. Ὅλα αὐτά ἦταν ἀδιανόητες ἑρμηνεῖες μέχρι πρίν κάποιες δεκαετίες στό σύνολο τῆς παράδοσης.


Μέ αὐτόν τόν τρόπο, καταρτίζεται εὐκαίρως ἀκαίρως μιά περσοναλιστική ἀνθρωπολογία καί πρόταση ζωῆς, ἡ ὁποία παρακάμπτοντας ἀπολύτως τό σαρκωμένο παράδειγμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῶν μιμητῶν του ἀποστόλων, μαρτύρων, ὁσίων καί ἁγίων, ἀναπαύεται μακαρίως στήν ἐλευθερία τῶν σχέσεων τῆς Ἁγίας Τριάδος, κατά τήν ὁποία ἕκαστος βγάζει ὅ,τι ἀνθρωπολογικό συμπέρασμα ἐπιθυμεῖ γιά τήν ἐν Χριστῷ ζωή καί βολικό γιά τόν ἴδιο, ἐνῶ μέ μιά παράλληλη ἀόριστη καί ἄσαρκη (ἀπό τό Χριστό καί τούς Ἁγίους του) ἀγαπολογία κατά τά πρότυπα πάλι τῶν σχέσεων τῆς Ἁγίας Τριάδος, λύνεται κάθε ἀνθρωπολογικό πρόβλημα κατά τό δοκοῦν, ὅπως ἐπίσης καί τά ἐκκλησιολογικά ζητήματα προσέγγισης τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν Ὁμολογιῶν. Συναφῶς, ἐνίοτε σύμφωνα μέ τήν περσοναλιστική ἀντίληψη, ἕνας πιστός, πού ἀκολουθεῖ τά κείμενα τῶν Ἁγίων, τούς Ἱερούς Κανόνες καί τά θέσμια τῆς Ἐκκλησίας, κρίνεται ὡς ἠθικιστής, φαρισαῖος, γεροντόπληκτος ἢ γεροντολάγνος, ἀδυνατῶν νά κατανοήσει τό βαθύ νόημα τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας καί συρρικνούμενος στά ἀντικειμενοποιημένα σχήματα μιᾶς παρελθούσας παράδοσης. Ἀτυχῶς, τέτοια πράγματα ἔχουν εἰπωθεῖ ἀκόμα καί γιά ἀναγνωρισμένους Ἁγίους τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Ἐν προκειμένῳ ἔχει ἐνδιαφέρον ἡ συνοδική ἀνακοίνωση τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς, ἡ ὁποία ἀσκεῖ τήν ἴδια ἀκριβῶς κριτική μέ τόν Μητροπολίτη Ναυπάκτου στά τῆς ὀντολογίας τοῦ προσώπου (ἀγγλικό κείμενο: http://www.pravoslavie.ru/english/92464.htm, ἑλληνική μετάφραση: http://aktines.blogspot.gr/2016/05/rocor.html). Ἐκεῖ διαβάζει κανείς:
«Τά προβλήματα πού ἐμπεριέχονται στό κείμενο μέ τίτλο «ἡ Ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στόν σημερινό κόσμο» εἶναι πιό λεπτοῦ καί θεολογικοῦ χαρακτήρα… Ἡ καρδιά τοῦ προβλήματος ἔγκειται στήν ἐπίμονη, μέσα στό κείμενο, χρήση τοῦ ὅρου «ἀνθρώπινο πρόσωπο» ἀντί τῆς ὀρθῆς χρήσεως τοῦ ὅρου «ἄνθρωπος» καί στήν ἑδραίωση τῶν ἀνθρωπιστικῶν ἀναφορῶν τοῦ κειμένου ἐπί ποικίλων παραλλαγῶν αὐτῆς τῆς φράσεως. Ἡ χρήση τοῦ ὅρου «ἀνθρώπινο πρόσωπο» γιά τόν ἄνθρωπο ἐμφανίζεται σέ ἀξιοσημείωτο βαθμό στόν Ὀρθόδοξο διάλογο μόνο ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Βλαδίμηρου Λόσκυ, (ὁ ἴδιος αὐτός ἀναγνώρισε τήν καινοτομία του στήν χρήση τοῦ ὅρου)· καί παρότι ἔχει περίπου καθιερωθεῖ στούς σύγχρονους διαλόγους, οἱ ἅγιοι Πατέρες ὑπῆρξαν συνεπεῖς στή χρήση τοῦ Γραφικοῦ καί λειτουργικοῦ ὅρου «ἄνθρωπος». Στήν Ὀρθόδοξη Γραμματεία, ὁ ὅρος «πρόσωπο» χρησιμοποιεῖται κυρίως σέ σχέση μέ τά Θεῖα Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, γιά νά ἐπιβεβαιώσει τή μοναδική Ὑπόσταση  τοῦ κάθε Προσώπου – τοῦ  Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος - ἀλλά ἐπίσης καί τή μοναδική ὑποστατική πραγματικότητα τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ, στόν Ὁποῖον ἡ Θεία καί ἡ ἀνθρώπινη φύση συνυπάρχουν «ἀσυγχύτως, ἀναλλοιώτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως» (ὅροι της Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου). Ὁ ὅρος αὐτός δέν χρησιμοποιεῖται, σχεδόν ποτέ, γιά τό ἀνθρώπινο ὄν (στό ὁποῖο δέν ὑφίστανται τέτοιες διακρίσεις), παρεκτός ὅταν ἡ ἀναφορά στόν ἄνθρωπο γίνεται στό πλαίσιο τῆς Τριαδολογικῆς ὁρολογίας, ἀκριβῶς γιά νά καταδειχθεῖ ἡ ἀπόλυτη διάκριση ἀνάμεσα στό δημιούργημα-κτίσμα καί στό Ἄκτιστο – διότι ἂν καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι «κατ’εἰκόνα καί καθ’ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ», οὐδόλως ὁμοιάζει στήν κτιστότητά του, μέ Αὐτόν, ὁ Ὁποῖος εἶναι Ἄναρχος […]
Ἡ ἐξάπλωση τῆς ἐσφαλμένης χρήσης τοῦ ὅρου «ἀνθρώπινο πρόσωπο» γιά τόν ἄνθρωπο, τά τελευταῖα 75 χρόνια, ἔχει ὁδηγήσει σέ πολλές διαστρεβλώσεις τῆς θεολογικῆς ὁρολογίας, στό πεδίο τῆς Δογματικῆς – μία ἀπό τίς πλέον ἀξιοσημείωτες εἶναι ἡ ἰδέα ὅτι ὑπάρχει «κοινωνία τῶν Θείων Προσώπων» στήν Ἁγία Τριάδα, θέση πού διατυπώνεται ρητῶς στό ἐν λόγῳ κείμενο. Οἱ ἀκριβεῖς θεολογικές συζητήσεις κατά τόν 4ο καί τόν 5ο αἰῶνα, ξεκαθάρισαν ὅτι ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἑνωμένοι σέ μιά ἀΐδιο κοινωνία οὐσίας (μέ διακριτά ὑποστατικά ἰδιώματα τῶν Τριῶν Προσώπων - τό γεννητόν τοῦ Υἱοῦ, τό ἐκπορευτόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τήν μοναρχία τοῦ Πατρός), καί ἐνῶ συνυπάρχουν πάντοτε σέ ἀλληλοπεριχώρηση, δέν ὑφίσταται μεταξύ τους κοινωνία τῶν Προσωπικῶν (ὑποστατικῶν) Ἰδιωμάτων τους. Ἡ λανθασμένη χρήση τοῦ ὅρου «ἀνθρώπινο πρόσωπο», γιά τόν ἄνθρωπο, ὡστόσο, ἔχει ὁδηγήσει σέ θεωρήσεις, οἱ ὁποῖες ἐκλαμβάνουν τήν κοινωνία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ὡς ἐφαρμογή τῆς φύσεως τῆς Ἁγίας Τριάδος κατά τρόπο ἀντίθετο στή σαφῆ διδασκαλία τῶν (θεοφόρων) Πατέρων καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἐπί πλέον, τέτοια λανθασμένη ὁρολογία περί τῆς Ἁγίας Τριάδος δημιουργεῖ νέα ἀνθρωπολογικά προβλήματα, τά ὁποῖα προκύπτουν ἀπό μία θεώρηση «τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου» «ὡς κοινωνίαν προσώπων ἀντανακλώντων κατά χάριν διά τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους τήν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι ζωήν καί κοινωνίαν ταῶν Θείων Προσώπων» (ἄρθ. 2.α – μία ἀπό τίς πλέον προβληματικές φράσεις τοῦ κειμένου). Παρότι εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου (ἡ θεματική τοῦ ἄρθρου 2), εἶναι δωρεά πού ἐκπορεύεται ἀπό τό γεγονός, ὅτι αὐτός ἔχει δημιουργηθεῖ «κατ’ εἰκόνα» τοῦ Θεοῦ, ἐντούτοις οὔτε ἡ ζωή του στήν εὐρύτερη κοινωνία τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων, οὔτε ἡ ἐλευθερία  πού ἀσκεῖ ἐντός αὐτῆς, εἶναι συγκρίσιμες μέ τήν ἐλευθερία τῶν Θείων Προσώπων, ἡ ὁποία ἐκφράζεται στήν αἰώνια ἀλληλοπεριχώρησή τους […]


Λεκτικά διαβεβαιώνουν ὅτι δέν ὑπάρχει ὑπόσταση χωρίς φύση καί τό ἀντίθετο, ἀλλά ἐν τοῖς πράγμασι μένουν καθηλωμένοι μέ τέτοιο τρόπο στήν προτεραιότητα τοῦ προσώπου, ὅπου κάθε δήλωση περί φυσικοῦ θελήματος καί φυσικῶν ἐνεργειῶν στιγματίζεται ὡς σχολαστική οὐσιοκρατία.


Ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσδιορίζεται, ἐσφαλμένα, ὡς ἀνθρώπινο πρόσωπο, τό ὁποῖο ἀντανακλᾶ μιά λανθασμένη ἀντίληψη περί μιᾶς «κοινωνίας τῶν Θείων Προσώπων" στήν Ἁγία Τριάδα, τότε ἡ «ὑψηλή ἀξία» του θεωρεῖται κατ’ ἀνάγκην μέ ἀνακριβεῖς ὅρους. Ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πράγματι ὑψηλή, ἀλλά τό ὀρθό θεμέλιο τῆς ἀξίας του ἔγκειται ἀκριβῶς στήν κτιστή διάκρισή του ἀπό τά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, στή ζωή τῆς Ὁποίας καλεῖται ὡστόσο καί τήν εἰκόνα τῆς Ὁποίας ὁ ἴδιος φέρει μυστικά, κάτι πού τόν καθιστᾶ μοναδικό σέ ὅλη τήν κτίση, καθότι αὐτός μπορεῖ νά φθάσει στήν ὁμοίωση μέ τόν Θεό, μέσω τῆς (κατά χάριν) θεοποίησης τῆς φύσεώς του.
Ἡ φράση «ἀνθρώπινο πρόσωπο» θά ἔπρεπε νά ἀντικατασταθεῖ σέ ὅλη τήν ἔκταση τοῦ κειμένου μέ τόν πιό ἱκανοποιητικό ὅρο "ἄνθρωπος", εἰδικά σέ φράσεις-κλειδιά ὅπως «ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου».

7.    Ἡ περίπτωση τοῦ πρωτείου στόν περσοναλισμό

Ἔχοντας καταργήσει ἢ καλύτερα ἀνασημασιολογήσει τήν ἔννοια τοῦ ἀποφατισμοῦ στήν πατερική παράδοση, οἱ περσοναλιστές, διαμέσου ἀρειανικῆς ἐπιχειρηματολογίας, ἀφοῦ κατοχυρώσουν μιά ἐντελῶς ἀστήρικτη – κειμενικά – ἔννοια πρωτείου στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Πατρός (ἡ ὁποία χρησιμοποιεῖται ἐσχάτως καί ἀπό μουσουλμάνους γιά νά κατοχυρώσουν τή μονοθεΐα τοῦ Πατρός καί τήν ἄρνηση τῆς Ἁγίας Τριάδος, δηλαδή χρησιμοποιοῦν κείμενα Ὀρθοδόξων, γιά νά ἀποδείξουν τήν ἀνυπαρξία τῆς Ἁγίας Τριάδος), στή συνέχεια μεταφέρουν αὐτή τήν ἔννοια τοῦ πρωτείου τοῦ Θεοῦ Πατρός ἐπί τῶν ἄλλων δυό Θείων ὑποστάσεων στόν ἐπίσκοπο, γιά νά κατοχυρώσουν ἕνα ὅλως ἰδιότυπο πρωτεῖο τοῦ ἐπισκόπου καί τῆς τάξης τῶν πατριαρχείων στήν Ἐκκλησία. Ρητῶς ἀναφέρεται, ὡς κοινός περσοναλιστικός τόπος πλέον, ὅτι τό πρωτεῖο τοῦ ἐπισκόπου ἢ κάποιων πατριαρχείων σέ σχέση μέ ἄλλα πατριαρχεῖα, ἔχει δογματική θεμελίωση στήν Ἁγία Τριάδα. Ὅλα αὐτά ἦταν ἀδιανόητες ἑρμηνεῖες μέχρι πρίν κάποιες δεκαετίες στό σύνολο τῆς παράδοσης.

Ἐπιλογικά

Ἐπιλογικό ἐρώτημα: Δέν εἶναι προφανές ὅτι μιά συνοδική κατοχύρωση αὐτῆς τῆς ὁρολογίας ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, θά κατοχυρώσει αὐτές τίς τοὐλάχιστον ἀντί-παραδοσιακές ἑρμηνεῖες; Ἂν ὁ συντάκτης τοῦ ἄρθρου κάκιστα ἀγνοεῖ ὅλα τά παραπάνω, δέν μπορεῖ νά  χαρακτηρίζει τήν κριτική τους ὡς «παιχνίδι θρόνων». Ἂν ἀγνοεῖ τήν κριτική τῆς ὀντολογίας τοῦ προσώπου, ὡς ἐπαγγελματίας ἀκαδημαϊκός ἂς ἀναζητήσει τή βιβλιογραφία τῶν ὁμοτέχνων του. Κυριότατα, ὅμως, ὠς  ἱερέας ἂς ἀναλογιστεῖ τήν εὐθύνη του καί ἂς μελετήσει μέ σοβαρότητα τά κείμενα τῆς παράδοσης πού κλήθηκε νά ὑπηρετήσει.
Καταληκτικό Ὑστερόγραφο: Τραγική ἐντύπωση προκαλεῖ ἡ προσφυγῆ τοῦ συντάκτη στόν Ρουμάνο κεκοιμημένο γέροντα πατέρα Arsenie Papacioc. Ἂς ἀναζητήσει ὁ κάθε ἐνδιαφερόμενος στό διαδίκτυο  τίς βιντεοσκοπημένες θέσεις τοῦ Ρουμάνου πατρός γιά τήν οἰκουμενική κίνηση, τήν ἔννοια τοῦ πρωτείου, τίς προϋποθέσεις τῶν ἐκκλησιαστικῶν διαλόγων καί ἂς τίς συγκρίνει μέ τό κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», ὅπως ἐπίσης καί μέ τήν ἔννοια τοῦ πρωτείου, ὅπως ἀναπτύσσεται στόν ὀρθόδοξο θεολογικό περσοναλισμό. Ἐκεῖ ἴσως ἀνακαλύψει ὅτι ἡ λογομαχία δέν εἶναι γιά τίς λέξεις, ἀλλά γιά τήν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων.-

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου «Ἡ ὀντολογία τοῦ προσώπου»: ἡ συστηματική παρερμηνεία τῶν ἁγίων Ἀθανασίου, Καππαδοκῶν καί Μαξίμου ἀπό τόν Μητροπολίτη Περγάμου Ἰωάννη Ζηζιούλα Ναύπακτος, Φεβρουάριος 2016





ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Περίληψη
2
Εἰσαγωγικά
2
1. Ἡ διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου γιά τήν προαι
ώνια
γέννηση τοῦ Υἱοῦ ἀπό τόν Πατέρα
5
2. Ἡ παρερμηνεία τοῦ χωρίου τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου ἀ
πό
τόν Σεβ. Μητροπολίτη Περγάμου Ἰωάννη.
11
3. Γενικές παρατηρήσεις στίς ἑρμηνευτικές ἀπόψεις τ
οῦ Σεβ.
Μητροπολίτου Περγάμου.
20
4. Ἡ κοινή ἐκκλησιαστική διδασκαλία γιά τήν γέννηση
τοῦ
Υἱοῦ ἀπό τόν Πατέρα
47
α) Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γιά τόν τρόπο ὑπάρξε
ως τοῦ
Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ
49
β) Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής γιά τήν φύση, τήν ἐ
νέργεια
καί τήν θέληση
52
γ) Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ ∆αμασκηνός γιά τήν γέννηση τοῦ
Υἱοῦ
ἀπό τήν φύση τοῦ Πατρός
57
δ) Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος γιά τήν ἐμπειρική
γνώση
τοῦ Θεοῦ
59
ε) Ἡ διδασκαλία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη γιά τόν τρό
πο
ὑπάρξεως τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος
61
στ) Ἡ ἀπόφαση τῆς ΣΤ ́ Οἰκουμενικῆς Συνόδου γιά τίς δ
ύο
θελήσεις στόν Χριστό
64
Συμπέρασμα
67
2
«Ἡ ὀντολογία τοῦ προσώπου»:
ἡ συστηματική παρερμηνεία τῶν ἁγίων
Ἀθανασίου, Καππαδοκῶν καί Μαξίμου
ἀπό τόν Μητροπολίτη Περγάμου Ἰωάννη Ζηζιούλα
Περίληψη
Στό κείμενο πού ἀκολουθεῖ ἐπισημαίνονται οἱ παρα-
κινδυνευμένες ἀπόψεις τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτο
υ
Περγάμου κ. Ἰωάννου γι ́α τήν «ὀντολογία τοῦ προσώπου
»
καί κυρίως γιά τήν δῆθεν «μία ἐλεύθερη βούληση, αἰώ
νια,
ἀΐδια» τοῦ Πατρός, γιά τό δῆθεν «ἐλεύθερο θέλημα το
Πατρός», καί παρουσιάζονται οἱ συνέπειές τους.
Συγχρόνως παρατίθεται ἡ διδασκαλία βασικῶν Πατέ-
ρων τῆς Ἐκκλησίας, ἐπισημαίνοντας ὅτι εἶναι θεολογι
κό
λάθος καί θεολογικό ἀτόπημα νά συνδέεται ἡ φύση μέ
τήν
ἀνάγκη, ἡ βούληση μέ τό πρόσωπο, νά γίνεται λόγος γ
ιά
τήν ἐλευθερία τοῦ προσώπου, γιά προτεραιότητα τοῦ
προσώπου ἔναντι τῆς οὐσίας, γιά κοινωνία προσώπων κ
αί
ὄχι γιά κοινωνία φύσεως.
Ἐπίσης εἶναι μεγάλη πλάνη νά εἰσέρχεται κανείς
στοχαστικά καί ὑπαρξιακά στά ἐνδότερα τῆς Ἁγίας
Τριάδος, καταργώντας τόν ἀποφατισμό, καί εἰσάγοντας
μιά
αἰώνια θέληση στόν Πατέρα.
Τελικά, ἡ «ὀντολογία τοῦ προσώπου» ὅπως ἑρμηνεύ-
εται ἀπό τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Περγάμου εἶνα
ι
ἀντιπατερική.
Εἰσαγωγικά
Σέ εἰσήγησή μου πρίν ἀπό 4 χρόνια γιά τήν Μεταπατερ
ική Θεολογία μέ
τίτλο «Ἡ μεταπατερική θεολογία ἀπό ἐκκλησιαστικῆς π
ροοπτικῆς»
1
, εἶχα
ἐπισημάνει, μεταξύ τῶν ἄλλων, τούς βασικούς κινδύνο
υς πού ἀπορρέουν ἀπό
μιά συγκεκριμένη ἑρμηνεία τῶν Πατέρων καί συχνά ἀφο
ρᾶ αὐτό πού τά
1
Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου,
Μεταπατερική θεολογία καί
ἐκκλησιαστική πατερική ἐμπειρία
, Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου – Πελαγίας, 2012
,
σελ. 21-83
3
τελευταῖα χρόνια ὀνομάζεται «ὀντολογία τοῦ προσώπου
». Ἡ συγκεκριμένη
ἑρμηνευτική, παρά τούς πολλούς κινδύνους πού ἐγκυμο
νεῖ τόσο στήν
θεολογία ὅσο καί στήν ἐκκλησιαστική ζωή, καί παρά τ
ίς ἀρκετές προειδο-
ποιήσεις ἀπό ἀκαδημαϊκούς διδασκάλους, ἔχει πλέον σ
έ ἐπίπεδο ὁρολογίας
καταστεῖ κοινό γνώρισμα πολλῶν θεολόγων. Σέ διάφορα
θεολογικά καί
συνοδικά ἐκκλησιαστικά κείμενα συναντᾶμε διατυπώσει
ς ὅπως «ἱερότητα καί
ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου», «τό πρόσωπο σ
υνδέεται μέ τήν
ἐλευθερία», «κοινωνία τῶν προσώπων», καί μάλιστα «κ
ατά τό πρότυπο τῶν
Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος», «ἡ κοινωνία τῶν θείων
προσώπων
ἐνδοτριαδικά», «ἡ κοινωνία τῶν θείων προσώπων σέ ἀν
αφορά μέ τόν κόσμο»,
«Ἡ κοινωνία τῶν ἀνθρωπίνων προσώπων μεταξύ τους καί
σέ ἀναφορά πρός
τόν Θεόν» κ.ἄ.
Ἕνας ἀπό τούς βασικούς εἰσηγητές τῆς ἐν λόγῳ συστημ
ατικῆς
ἑρμηνευτικῆς στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο εἶναι ὁ Σεβασμ
ιώτατος Μητροπολίτης
Περγάμου κ. Ἰωάννης. Μέ βάση τίς ἀναφορές μου στό ἔ
ργο του διεξήχθη μιά
ἀλληλογραφία μεταξύ μας, στήν ὁποία κατηγορήθηκα γι
ά παραποίηση τῶν
λεγομένων του. Τότε ἀπήντησα στά σχετικά μέ τήν βού
ληση τοῦ προσώπου
καί τό «ἐλεύθερο θέλημα τοῦ Πατρός»
2
. Μάλιστα τότε εἶχα δηλώσει ὅτι θά
ἑτοιμάσω εἰδική μελέτη γιά τά θέματα αὐτά.
Στήν ἀπό 29-9-2012 ἐπιστολή μου πρός τόν Σεβ. Μητρο
πολίτη
Περγάμου κ. Ἰωάννη (
στήν συνέχεια Π.Ι.
), ὕστερα ἀπό προηγηθεῖσα δική
του ἐπιστολή πού δημοσιεύθηκε στό διαδίκτυο, ἀναφέρ
θηκα στήν
παρερμηνεία τήν ὁποία κάνει σέ χωρίο τοῦ Μεγάλου Ἀθ
ανασίου καί τίς
προεκτάσεις του πού νομίζω ὅτι εἶναι ἐσφαλμένες. Ἔγ
ραφα:
«Θεωρῶ ὅτι (ὁ Π.Ι.)
παρερμηνεύει τό σχετικό χωρίο τοῦ Μ.
Ἀθανασίου μέ κάποιους σχολαστικούς ἑλιγμούς γιά νά
φθάση σέ δύο
συμπεράσματα
πού ἀποκλείνουν ἀπό τήν ὀρθόδοξη πατερική
παράδοση
.
Τό πρῶτον εἶναι ὅτι «
Τό ἐλεύθερο θέλημα τοῦ Πατρός
εἶναι αὐτό
ἀπό τό ὁποῖο πηγάζει ἡ τριαδική ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ, ὑ
ποστασιάζεται ἡ οὐσία
σέ τριαδικό Θεό...
». Καί τό δεύτερον εἶναι ὅτι παρουσιάζει τόν Μ. Ἀθα
νάσιο
νά θέλη «
μία ἐλεύθερη βούληση, αἰώνια, ἀΐδια
» τοῦ Πατρός, «
ἡ ὁποία νά
μήν εἶναι βούληση ἐκλογῆς μεταξύ δύο δυνατοτήτων
», καί ὁμιλεῖ γιά τήν
«
κακόδοξη ἀντίληψη ὅταν ἡ θέληση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπόφα
ση ἐπιλογῆς μεταξύ
δυνατοτήτων
» καί γιά τήν «
εὐσεβῆ ἔννοια τῆς θελήσεως
», πού εἶναι «
2
Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου,
Ἐνιαύσιον 2012
, σελ. 239-258