Τρίτη 5 Ιουνίου 2018

Η οντολογία του προσώπου και η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος


ΓΕΏΡΓΙΟΣ ΣΊΣΚΟΣ ΔΡ. ΘΕΟΛΟΓΊΑΣ

Κείμενο με τίτλο Logomachy, Orthodoxy, and the Holy and Great Council με ημερομηνία 7/6/2016 του πρωτοπρεσβυτέρου Δρ. Doru Costache ανέβηκε στην επίσημη ιστοσελίδα του Γραφείου Τύπου του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο (https://www.orthodoxcouncil.org/-/logomachy-orthodoxy-and-the-holy-and-great-council), με θέμα την κριτική των θέσεων του Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου αναφορικά με τη θεολογία του προσώπου, κατά την παρέμβαση του στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος με θέμα Τὰ οὐσιαστικὰ προβλήματα μὲ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο.  (http://www.parembasis.gr/images/AGIA_MEGALH_SYNODOS_2016/NAYPAKTOY-IEROTHEOY_AMSOE-problemata-1.pdf).

Το κείμενο του ρουμάνου συντάκτη, με διακριτή ειρωνεία και με τόνο δημοσιογραφικής υπεραπλούστευσης,μέμφεται τον μητροπολίτη Ναυπάκτου για «αντί-περσοναλιστική σταυροφορία», η οποία θεωρεί οτι επισυμβαίνει εκτός τόπου και χρόνου αναφορικά με την Αγία και Μεγάλη σύνοδο και μάλιστα προδίδοντας, κατά την εντύπωσή του, υπερβολικά ανθρώπινα πάθη και παιχνίδια εξουσίας. 

Ενταγμένος, μάλιστα, ο ρουμάνος συντάκτης στο κλίμα της αμερικανο-αυστραλιανής «κουλτούρας» δίνει στην κριτική του Μητροπολίτη Ναυπάκτου αναφορικά με την οντολογία του προσώπου (η οποία αποτέλεσε μέρος των επισήμων επιστολών προς τη σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος) τον τίτλο «παιχνίδι θρόνων», δηλαδή τον τίτλο μιας από τις χειρότερες σειρές της αμερικανικής τηλεόρασης, στην οποία μεταξύ βασιλικών οίκων συμβαίνουν αμέτρητες δολοφονίες, ίντριγκες και όλων των ειδών οι ψυχολογικές διαστροφές και σαρκικές ανωμαλίες.
Το κείμενο του ρουμάνου συντάκτη μεταξύ άλλων παρουσιάζει τις εξής θέσεις: Η επίθεση του Μητροπολίτη Ναυπάκτου περιέχει την εξωφρενική δήλωση ότι η θεολογία του προσώπου, με το κατεξοχήν γνώρισμά της, την ελευθερία της προσωπικής θέλησης, ως διακριτής από τον αναγκαστικὸ χαρακτήρα της φυσικὴς βούλησης, εκμηδενίζει τον Τριαδικό Θεό. Με το να αντιτίθεται στη γλώσσα του προσώπου ως θεολογικά έγκυρης, ο Μητροπολίτης Βλάχος αρνείται στη σύγχρονη θεολογία το καθήκον της να μεταδώσει τη σοφία της εκκλησιαστικής παράδοσης, με τρόπους που λαμβάνουν υπόψη τις τρέχουσες συνθήκες μας και να φτάσει στα ακροατήρια τοῦ σήμερα. Η αντίθεση του Μητροπολίτη στη σύγχρονη προσωποκεντρική θεολογία δεν έχει κανένα παραδοσιακὸ ἔρεισμα και φαίνεται να εξαρτᾶται από ξένους τρόπους σκέψης. Ο Μητροπολίτης επιβεβαιώνει εξωφρενικά ότι ο σύνδεσμος μεταξύ της βούλησης και τοῦ προσώπου καταστρέφει τον Τριαδικό Θεό με την εισαγωγή τριθεϊσμοῦ. Οι δηλώσεις του Μητροπολίτη Βλάχου συνδέονται με τη Βαβυλώνια αιχμαλωσία της Ορθόδοξης θεολογίας σὲ ξένους, Δυτικοὺς μεσαιωνικοὺς τρόπους σκέψης. O Μητροπολίτης Βλάχος είναι της γνώμης, η οποία προέρχεται από το νατουραλισμό ή τον μονοφυσιτισμό του (όπως ορίζεται ανωτέρω), ότι η θέληση ανήκει στην φύση και ότι δεν υπάρχει θέληση στο προσώπο. Η Εκκλησιαστική παράδοση βρίσκεται σε σταθερή και συνεπή αντίθεση με τις απόψεις του.
Η ολοφάνερη άγνοια του ρουμάνου συντάκτη,αναφορικά με την ανάλυση της απόρριψης του περσοναλιστικού λεξιλογίου, την οποία έπραξε ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου συνοδικά (http://www.parembasis.gr/index.php/menu-teyxos-236/4432-2016-03-05) πρίν από το κείμενο 
«Τὰ οὐσιαστικὰ προβλήματα μὲ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο», προδίδει μόνη της τον ατυχή ερασιτεχνισμό του ακαδημαϊκού draft του ρουμάνου συντάκτη. 
Η δε τοποθέτηση του ρουμάνου συντάκτη ότι η κριτική του Μητροπολίτη Ναυπάκτου συμβαίνει εκτός τόπου και χρόνου, φανερούσα ιδιοτέλειες και προσωπικά πάθη, δυστυχώς μαρτυρεί ότι η συνείδηση του ίδιου του ρουμάνου συντάκτη είναι εκτός τόπου και χρόνου. 

 Τα κείμενα της Συνόδου, αν μείνουν ως έχουν, πρόκειται να επικυρώσουν και να θεσμοποιήσουν συνοδικά μια ορολογία, εν προκειμένω της «οντολογίας του προσώπου», η οποία έχει μια σειρά θεολογικών σημαινομένων για το μυστήριο της Αγίας Τριάδος, την έννοια του πρωτείου στην Ορθόδοξη Εκκλησία, την έννοια της άσκησης, την έννοια της φύσης, την έννοια της αμαρτίας, την έννοια της θέωσης, την έννοια της μέθεξης στον εν Τριάδι Θεό και πολλά άλλα.

1.    ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΊΑ ΚΑΙ ΣΤΌΧΕΥΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΣΟΝΑΛΙΣΤΙΚΉΣ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΉΣ

Ο τρόπος της πατερικής πρόσληψης της φιλοσοφικής ορολογίας αφορά την καινοτόμηση των ονομάτων προς την αλήθεια των εν Χριστώ πραγμάτων. 
Αντίθετα, ο τρόπος της περσοναλιστικής ερμηνευτικής είναι η πρόσληψη των πατερικών όρων, η αλλαγή των πατερικών σημαινομένων και η αντικατάστασή τους με τα σημαινόμενα της σύγχρονης φιλοσοφίας και κάθε σύγχρονης σκέψης, η οποία καθιστά ελκυστική την περσοναλιστική κατασκευή. Αυτό βαπτίζεται συχνά από τους περσοναλιστές ως ποιμαντική ευαισθησία κατά μίμηση της σάρκωσης του Λόγου. Αντιθέτως, η μαθητεία στους πατερικούς όρους και τα σημαινόμενά τους χαρακτηρίζεται ως αρχαιολατρεία, άγονος ιστορισμός και μουσειακή παράθεση ενός άψυχου πολιτισμού.
Το χάσμα της ημιμάθειας βαθαίνει, όταν το περσοναλιστικό αφήγημα κάνει λόγο για τον διάλογο των πατέρων με τους αιρετικούς της εποχής τους, μια ολοφάνερα υπεραπλουστευμένη και τραγικά παραποιημένη εκδοχή της ιστορικής πραγματικότητας, όταν διαβάσει κανείς για παράδειγμα τους προλόγους των αντιρρητικών έργων του Αγίου Αθανασίου Κατά Αρειανών, των Καππαδοκών Πατέρων κατά Ευνομίου, τις επιστολές του Αγίου Κυρίλλου προς Νεστόριο, του Αγίου Μαξίμου για το Σεβήρο Αντιοχείας και τους μονοθελήτες, του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά προς τους Λατίνους.
Το ίδιο φυσικά ισχύει και για το έτερο ιδεολόγημα περί πολιτιστικής προσαρμογής των Πατέρων στις ανάγκες της εποχής τους κατά την πρόσληψη των φιλοσοφικών όρων, όταν οι ίδιοι οι πατέρες ομολογούν ότι προτιμούν τους αγιογραφικούς όρους, αλλά αναγκάζονται να χρησιμοποιήσουν τους φιλοσοφικούς όρους προς αντίκρουση των αιρετικών, καθώς οι φιλοσοφικοί όροι εισάγονταν αυτούσια με όλη την πρωτολογική και εσχατολογική τους σημασιολογία από τους αιρετικούς και διοχετεύονταν στην χριστιανική πίστη, αλλοιώνοντας το περιεχόμενό της. 

Κλασικές περιπτώσεις επ΄ αυτού είναι η φιλοσοφική διατήρηση της απλότητας της θείας ουσίας με τις λύσεις του δυναμικού και τροπικού Μοναρχιανισμού, η φιλοσοφική εισαγωγή του αγενήτου μόνο για τον Θεό Πατέρα από Αρειανούς και Ευνομιανούς και το φιλοσοφικό αξίωμα της αντιοχειανής παράδοσης ότι κάθε φύση φανερώνεται αναγκαία ιδιοϋποστάτως, που έστρεψε τους Νεστοριανούς στην ακραία διαίρεση και τους Αντιχαλκηδόνιους στην ομολογία μιας μόνον φύσεως για το Χριστό.   
Ο τρόπος της συγκεκριμένης θεολογικής ερμηνευτικής, η οποία διαπερνά το πλείστο μέρος της εν Χριστώ ζωής, υφίσταται μερικές μόνο  δεκαετίες, ενώ έχει δεχθεί ήδη σοβαρότατη κριτική από κληρικούς και σοβαρό αριθμό ακαδημαϊκών και θεολόγων. Η κειμενική τεκμηρίωση της συγκεκριμένης θεολογικής ερμηνευτικής είναι εξαιρετικά ασθενής. Ατυχώς, βασίζεται σε αποκομμένα χωρία τα οποία ταιριάζουν γλωσσικά στις ιδεολογικές στοχεύσεις της. Μόνο να προστρέξει, βέβαια, κανείς σε ολόκληρη τη σελίδα του παραπεμπόμενου χωρίου, αντιλαμβάνεται λίαν συντόμως την αλλοίωση των κειμενικών νοημάτων προς χάριν των επιθυμητών περσοναλιστικών συμπερασμάτων.

2.    ΠΡΌΣΩΠΟ –ΕΛΕΥΘΕΡΊΑ -ΘΈΛΗΣΗ    

Ό πυρήνας της περσοναλιστικής ερμηνευτικής είναι η ελευθερία του Προσώπου. Αυτή κατορθώνεται στον ίδιο το Θεό, δια της θέλησης του Θεού Πατέρα, ο οποίος ελευθερώνεται από την αναγκαιότητα της φύσης του. Τα υπόλοιπα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος υφίστανται από την ελευθερία του Πατρός να γεννήσει τον Υιό και να εκπορεύσει το Άγιο Πνεύμα, ενώ η ύπαρξή τους παραμένει γεγονός ελευθερίας χάρη στην κοινωνία της αγάπης δια του υποστατικού θελήματος εκάστου Προσώπου να επιλέγει ελεύθερα αυτή την κοινωνία. Στον περσοναλισμό γίνεται λόγος ευθέως για τρία υποστατικά θελήματα. Έκπληξη δημιουργεί το γεγονός ότι ο ρουμάνος συντάκτης, με διατριβή στον άγιο Μάξιμο, αγνοεί (;) τις πολλαπλές αναφορές του αγίου Μαξίμου ότι τρία υποστατικά θελήματα συνεπάγονται τριθεΐα και διάσπαση του Τριαδικού Θεού. Αν το θέλημα είναι υποστατικό, όπως είναι διαφορετική κάθε υπόσταση, έτσι θα είναι διαφορετική και η θέληση κάθε Θείου Προσώπου με αποτέλεσμα τρεις διαφορετικούς Θεούς. Ο Lossky, στον οποίο αναφέρεται ο συντάκτης, ως ερευνητικά τίμιος και ειλικρινής χριστιανός αναφέρει ότι η θεολογία του Προσώπου δεν υπάρχει στους Πατέρες, ενώ το πιο εκπληκτικό είναι ότι ομολογεί την αμηχανία του μπροστά στην πατερική απόδοση της θέλησης στη φύση.
Φυσικά, οι περσοναλιστές, συμπεριλαμβανομένου του ρουμάνου συντάκτη, είναι τόσο μοιραία καθηλωμένοι στην προτεραιότητα του προσώπου απέναντι στη φύση, ώστε κάθε δήλωση περί φυσικής θέλησης να αντιμετωπίζεται από αυτούς ως δυτική ουσιοκρατία. Αδυνατούν να ερμηνεύσουν ισορροπημένα φύση και υπόσταση. Λεκτικά διαβεβαιώνουν ότι δεν υπάρχει υπόσταση χωρίς φύση και το αντίθετο, αλλά εν τοις πράγμασι μένουν καθηλωμένοι με τέτοιο τρόπο στην προτεραιότητα του προσώπου, όπου κάθε δήλωση περί φυσικού θελήματος και φυσικών ενεργειών στιγματίζεται ως σχολαστική ουσιοκρατία. Ωστόσο,  η φυσική καταγωγή της Θείας Θέλησης δηλώνεται πολλαπλά στο διάλογο του αγίου Μαξίμου με τον Πύρρο, σε όλα τα θεολογικά και πολεμικά έργα του αγίου και κυρίως στα ανθολόγια της συνόδου του Λατερανού (649) και της Στ΄ Οικουμενικής συνόδου με τίτλο «Περί θελημάτων φυσικών».

3.    ΦΎΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΌΤΗΤΑ

Η ταύτιση φύσης και ανάγκης, δηλαδή ότι κάθε φυσικό γεγονός αποτελεί μια αναγκαιότητα, ενώ η θέληση που προέρχεται από το πρόσωπο είναι ένα γεγονός ελευθερίας, χρησιμοποιήθηκε από τους Αρειανούς για να αποδείξουν στο Μέγα Αθανάσιο ότι ο Υιός είναι γέννημα της βουλήσεως του Πατρός, δηλαδή κτίσμα. Χρησιμοποιήθηκε από τον Απολινάριο Λαοδικείας, για να αποδείξει ότι κάθε ανθρώπινος νους είναι αναγκαία αμαρτωλός και άρα ο Χριστός δεν είναι δυνατόν να προσλάβει ανθρώπινο νου. Χρησιμοποιήθηκε από το Θεόδωρο Μοψουεστίας, για να αποδείξει ότι ο Θεός δεν ενοικεί ανάμεσα στους ανθρώπους ούτε κατά την ουσία του και ούτε κατά την ενέργεια του. Χρησιμοποιήθηκε από τον Νεστόριο Κωνσταντινουπόλεως και τον Θεοδώρητο Κύρου, για να αποδείξουν πως η καθ΄ υπόστασιν ένωσις για την οποία μιλούσε ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας καταργούσε την ελευθερία του Θεού Λόγου, συνεπώς η μόνη αληθινή ένωση Θεού και ανθρώπου ήταν η ταυτοβουλία των δυο προσωπικών, υποστατικών θελημάτων του ανθρώπου Ιησού και του Θεού Λόγου. Χρησιμοποιήθηκε από τους μονοθελήτες, για να αποδείξουν ότι αν ο Χριστός έχει δυο θελήματα, αυτά θα βρίσκονται σε αναγκαία εναντίωση μεταξύ τους και ότι το ανθρώπινο θα είναι αμαρτωλό, οπότε ο Χριστός πρέπει να έχει ένα υποστατικό θέλημα. Επίσης, χρησιμοποιήθηκε από τους μονοθελήτες, για να δείξουν ότι ένα ανθρώπινο φυσικό θέλημα ως αναγκαίο θα δέσμευε τη θέληση του Χριστού, οπότε ο Χριστός θα έπρεπε να έχει ένα υποστατικό θέλημα.
Ο περσοναλισμός δια της ταύτισης φύσης και ανάγκης, δηλαδή ότι κάθε φυσικό γεγονός αποτελεί μια αναγκαιότητα, ενώ η θέληση που προέρχεται από το πρόσωπο είναι εκείνη που εξασφαλίζει την ελευθερία, συχνά επαναλαμβάνει τα ίδια επιχειρήματα με τα παραπάνω. Για τον περσοναλισμό, η υποστατική θέληση του Πατρός εξασφαλίζει την ελευθερία από οποιαδήποτε αναγκαιότητα της θείας ουσίας. Η σάρκωση ελευθερώνει τον Υιό από την αναγκαιότητα της Θείας Φύσης του. Το γνωμικό θέλημα του Χριστού (sic) είναι ελεύθερο από κάθε αναγκαιότητα Θεότητας και ανθρωπότητας. Και όλα αυτά, ενώ ο άγιος Αθανάσιος Αλεξανδρείας και οι Καππαδόκες μαρτυρούν τον αποκλεισμό κάθε αναγκαιότητας από τη Θεία φύση. Εκ παραλλήλου, ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής μαρτυρούν ότι κανένα κτιστό νοερό ον δεν είναι αναγκασμένο.

4.    ΤΑΎΤΙΣΗ ΚΤΙΣΤΌΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΜΑΡΤΊΑΣ

Η κτιστότητα στον περσοναλισμό συχνά ταυτίζεται με την αμαρτία, με άξονα ερμηνείας το Ρωμ. 7, 14-24 «Οἴδαμεν γὰρ ὅτι ὁ νόμος πνευματικός ἐστιν· ἐγὼ δὲ σαρκικός εἰμι, πεπραμένος ὑπὸ τὴν ἁμαρτίαν. ὃ γὰρ κατεργάζομαι οὐ γινώσκω· οὐ γὰρ ὃ θέλω τοῦτο πράσσω, ἀλλ᾿ ὃ μισῶ τοῦτο ποιῶ.  εἰ δὲ ὃ οὐ θέλω τοῦτο ποιῶ, σύμφημι τῷ νόμῳ ὅτι καλός.  νυνὶ δὲ οὐκέτι ἐγὼ κατεργάζομαι αὐτό, ἀλλ᾿ ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία. οἶδα γὰρ ὅτι οὐκ οἰκεῖ ἐν ἐμοί, τοῦτ᾿ ἔστιν ἐν τῇ σαρκί μου, ἀγαθόν· τὸ γὰρ θέλειν παράκειταί μοι, τὸ δὲ κατεργάζεσθαι τὸ καλὸν οὐχ εὑρίσκω· οὐ γὰρ ὃ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ᾿ ὃ οὐ θέλω κακὸν τοῦτο πράσσω. εἰ δὲ ὃ οὐ θέλω ἐγὼ τοῦτο ποιῶ, οὐκέτι ἐγὼ κατεργάζομαι αὐτό, ἀλλ᾿ ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία.  εὑρίσκω ἄρα τὸν νόμον τῷ θέλοντι ἐμοὶ ποιεῖν τὸ καλόν, ὅτι ἐμοὶ τὸ κακὸν παράκειται· συνήδομαι γὰρ τῷ νόμῳ τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπον, βλέπω δὲ ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καὶ αἰχμαλωτίζοντά με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας τῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσί μου». Οι περσοναλιστές εδώ διαβάζουν τη σύγκρουση φύσεως και προσώπου, δηλαδή τη σύγκρουση της εγγενώς αμαρτωλής φύσης και του ελεύθερου προσώπου. Αντί να διαβάζουν τον νόμο της αμαρτίας που ενοικεί στους ανθρώπους, διαβάζουν την αμαρτία ως την ίδια την ανθρώπινη φύση, από την οποία πρέπει να απαλλαγούν. Λίαν ατυχώς και ο ίδιος ο συντάκτης του άρθρου επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές λέγοντας: «Ο Απόστολος Παύλος μίλησε στους Ρωμαίους για την σύγκρουση του «νόμου του νου [mind]» και το «νόμο του σώματος.» Ναι, δεν χρησιμοποίησε τὶς λέξεις πρόσωπο και φύση, αλλά αυτό δεν μπορεί κανείς να το αναμένει από ένα χριστιανὸ του πρώτου αιώνα ούτως ή άλλως. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι ἡ διάκρισή του μιὰ διάκριση ανάμεσα στην προσωπική ελευθερία και τη φυσική νομοτέλεια [determinism];» Δηλαδή, ο νόμος της αμαρτίας είναι φυσική νομοτέλεια. Το ερώτημα που αβίαστα γεννάται είναι: Ο Θεός δεν δημιουργεί τη φύση; Συνεπώς, ο Θεός δημιουργεί την αμαρτία; Πόσο απέχει αυτή η θεώρηση από τον απολιναρισμό και τις μανιχαϊστικές του συνέπειες; Φυσικά, ο συντάκτης δεν είναι ο μόνος που ερμηνεύει ούτως. Είναι προφανές ότι αυτές οι περσοναλιστικές μεταφορές δεν έχουν καμία σχέση με την θεολογία των ορθοδόξων πατέρων ούτε κειμενικά, πολύ περισσότερο βέβαια ούτε πνευματικά.

5.    Η ΑΠΌΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΉΣ ΠΑΡΆΔΟΣΗΣ

Πέραν από τις ανιστόρητες και κειμενικά αυθαίρετες θέσεις εντοπισμού της σχεσιακής οντολογίας του προσώπου στα πατερικά κείμενα, έστω και έτσι – κειμενικώς αυθαίρετα δηλαδή – κανένα θεολογικό πρόβλημα δεν θα προέκυπτε με τις συγκεκριμένες σημασιολογήσεις και τη χρησιμοποίησή τους, αν δεν υπηρετούσαν την απόρριψη του νοήματος των κειμένων της πατερικής παράδοσης. Υπηρετώντας την θέση ότι το πρόσωπο δεν νοείται άνευ σχέσης, περσοναλιστικά κείμενα απορρίπτουν π.χ τη Φιλοκαλία, τις ευχές της θείας Μεταλήψεως και άλλα, διότι κατά τη γνώμη των περσοναλιστών υπηρετούν μια ατομιστική σωτηρία, η οποία δεν φανερώνει την ιδρυτική συνθήκη της οντολογίας του προσώπου, το να υπάρχει δηλαδή το πρόσωπο σε σχέση με κάποιο άλλο πρόσωπο. Με άλλα λόγια, κατά τους περσοναλιστές τα κείμενα αυτά ώζουν μιας ατομιστικής πνευματικότητας (όπως στην περίπτωση των γκουρού), η οποία υπηρετεί τις ορμέμφυτες ανάγκες της ενστικτώδους θρησκευτικότητας.

6.    Ο ΠΑΡΑΜΕΡΙΣΜΌΣ ΤΟΥ ΑΠΟΦΑΤΙΣΜΟΎ 

ΚΑΙ Ο ΘΕΟΛΟΓΙΚΌΣ ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΑΣΜΌΣ: ΣΥΝΈΠΕΙΕΣ

Η διαστρέβλωση των πραγμάτων και των κειμένων φθάνει στο αποκορύφωμα της με τα τσιτάτα του τύπου «οι κριτικοί της οντολογίας του προσώπου είναι εγκλωβισμένοι στη βαβυλώνια αιχμαλωσία του σχολαστικισμού». Ενώ η παράδοση των Πατέρων της Εκκλησίας από το Μ. Αθανάσιο, τους Καππαδόκες, τον άγιο Μάξιμο, τον άγιο Συμεών το Νέο Θεολόγο ρητώς αποτρέπει κάθε διανοητική ενασχόληση με τον τρόπο υπάρξεως των Θείων Προσώπων, η περσοναλιστική ερμηνευτική ασχολείται με το πώς αγαπώνται τα Θεία Πρόσωπα μεταξύ τους, με την ψυχανάλυση των Θείων Προσώπων, με το για ποιο λόγο αναγκαία ο Θεός είναι Τριαδικός διαμέσου σχολαστικώς κατονομασμένων σχημάτων του τύπου: χρειάζεται το Τρίτο πρόσωπο για να υπερβαίνεται η εγωιστική αγάπη μεταξύ των άλλων δυο Θείων Προσώπων.
Με αυτό τον τρόπο, καταρτίζεται ευκαίρως ακαίρως μια περσοναλιστική ανθρωπολογία και πρόταση ζωής, η οποία παρακάμπτοντας απολύτως το σαρκωμένο παράδειγμα του Ιησού Χριστού και των μιμητών του αποστόλων, μαρτύρων, οσίων και αγίων, αναπαύεται μακαρίως στην ελευθερία των σχέσεων της Αγίας Τριάδος, κατά την οποία έκαστος βγάζει ό,τι ανθρωπολογικό συμπέρασμα επιθυμεί για την εν Χριστώ ζωή και βολικό για τον ίδιο, ενώ με μια παράλληλη αόριστη και άσαρκη (από το Χριστό και τους Αγίους του) αγαπολογία κατά τα πρότυπα πάλι των σχέσεων της Αγίας Τριάδος, λύνεται κάθε ανθρωπολογικό πρόβλημα κατά το δοκούν, όπως επίσης και τα εκκλησιολογικά ζητήματα προσέγγισης των άλλων Χριστιανικών Ομολογιών. Συναφώς, ενίοτε σύμφωνα με την περσοναλιστική αντίληψη, ένας πιστός, που ακολουθεί τα κείμενα των Αγίων, τους Ιερούς Κανόνες και τα θέσμια της Εκκλησίας, κρίνεται ως ηθικιστής, φαρισαίος, γεροντόπληκτος ή γεροντολάγνος, αδυνατών να κατανοήσει το βαθύ νόημα της εν Χριστώ ελευθερίας και συρρικνούμενος στα αντικειμενοποιημένα σχήματα μιας παρελθούσας παράδοσης. Ατυχώς, τέτοια πράγματα έχουν ειπωθεί ακόμα και για αναγνωρισμένους Αγίους της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Εν προκειμένω έχει ενδιαφέρον η συνοδική ανακοίνωση της Ρωσικής Εκκλησίας της Διασποράς, η οποία ασκεί την ίδια ακριβώς κριτική με τον Μητροπολίτη Ναυπάκτου στα της οντολογίας του προσώπου 
(αγγλικό κείμενο:http://www.pravoslavie.ru/english/92464.htm
ελληνική μετάφραση:http://aktines.blogspot.gr/2016/05/rocor.html). 

 Εκεί διαβάζει κανείς «Τα προβλήματα που εμπεριέχονται στο κείμενο με τίτλο «η Αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον σημερινό κόσμο» είναι πιο λεπτού και θεολογικού χαρακτήρα… Η καρδιά του προβλήματος έγκειται στην επίμονη, μέσα στο κείμενο, χρήση του όρου «ανθρώπινο πρόσωπο» αντί της ορθής χρήσεως του όρου «άνθρωπος» και στην εδραίωση των ανθρωπιστικών αναφορών του κειμένου επί ποικίλων παραλλαγών αυτής της φράσεως. Η χρήση του όρου «ανθρώπινο πρόσωπο» για τον άνθρωπο εμφανίζεται σε αξιοσημείωτο βαθμό στον Ορθόδοξο διάλογο μόνο από την εποχή του Βλαδίμηρου Λόσκυ, (ο ίδιος αυτός αναγνώρισε την καινοτομία του στην χρήση του όρου)· και παρότι έχει περίπου καθιερωθεί στους σύγχρονους διαλόγους, οι άγιοι Πατέρες υπήρξαν συνεπείς στη χρήση του Γραφικού και λειτουργικού όρου «άνθρωπος». Στην Ορθόδοξη Γραμματεία, ο όρος «πρόσωπο» χρησιμοποιείται κυρίως σε σχέση με τα Θεία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, για να επιβεβαιώσει τη μοναδική Υπόσταση  του κάθε Προσώπου - του  Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος - αλλά επίσης και τη μοναδική υποστατική πραγματικότητα του Μονογενούς Υιού, στον Οποίον η Θεία και η ανθρώπινη φύση συνυπάρχουν «ασυγχύτως, αναλλοιώτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως» (όροι της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου). Ο όρος αυτός δεν χρησιμοποιείται, σχεδόν ποτέ, για το ανθρώπινο ον (στο οποίο δεν υφίστανται τέτοιες διακρίσεις), παρεκτός όταν η αναφορά στον  άνθρωπο γίνεται στο πλαίσιο της Τριαδολογικής ορολογίας, ακριβώς για να καταδειχθεί η απόλυτη διάκριση ανάμεσα στο δημιούργημα-κτίσμα και στο Άκτιστο – διότι αν και ο άνθρωπος είναι «κατ’εικόνα και καθ’ομοίωσιν του Θεού», ουδόλως ομοιάζει στην κτιστότητά του, με Αυτόν, ο Οποίος είναι Άναρχος […]

Η εξάπλωση της εσφαλμένης χρήσης του όρου «ανθρώπινο πρόσωπο» για τον άνθρωπο, τα τελευταία 75 χρόνια, έχει οδηγήσει σε πολλές διαστρεβλώσεις της θεολογικής ορολογίας, στο πεδίο της Δογματικής – μία από τις πλέον αξιοσημείωτες είναι η ιδέα ότι υπάρχει «κοινωνία τῶν Θείων Προσώπων» στην Αγία Τριάδα, θέση που διατυπώνεται ρητώς στο εν λόγω κείμενο. 

Οι ακριβείς θεολογικές συζητήσεις κατά τον 4ο και τον 5ο αιώνα, ξεκαθάρισαν ότι ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι ενωμένοι σε μια αΐδιο κοινωνία ουσίας (με διακριτά υποστατικά ιδιώματα των Τριών Προσώπων - το γεννητόν του Υιού, το εκπορευτόν του Αγίου Πνεύματος και την μοναρχία του Πατρός), και ενώ συνυπάρχουν πάντοτε σε αλληλοπεριχώρηση, δεν υφίσταται μεταξύ τους κοινωνία των Προσωπικών (υποστατικών) Ιδιωμάτων τους. Η λανθασμένη χρήση του όρου «ανθρώπινο πρόσωπο», για τον άνθρωπο, ωστόσο, έχει οδηγήσει σε θεωρήσεις, οι οποίες εκλαμβάνουν την κοινωνία του ανθρωπίνου γένους ως εφαρμογή της φύσεως της Αγίας Τριάδος κατά τρόπο αντίθετο στη σαφή διδασκαλία των (θεοφόρων) Πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων. Επί πλέον, τέτοια λανθασμένη ορολογία περί της Αγίας Τριάδος δημιουργεί νέα ανθρωπολογικά προβλήματα, τα οποία προκύπτουν από μία θεώρηση «του ανθρωπίνου προσώπου» «ὡς κοινωνίαν προσώπων ἀντανακλώντων κατά χάριν διά τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους τήν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι ζωήν καί κοινωνίαν τῶν Θείων Προσώπων» (αρθ. 2.α – μία από τις πλέον προβληματικές φράσεις του κειμένου). Παρότι είναι αλήθεια ότι η ελευθερία του ανθρώπου (η θεματική του άρθρου 2), είναι δωρεά που εκπορεύεται από το γεγονός, ότι αυτός έχει δημιουργηθεί «κατ’ εικόνα» του Θεού, εντούτοις ούτε η ζωή του στην ευρύτερη κοινωνία του γένους των ανθρώπων, ούτε η ελευθερία  που ασκεί εντός αυτής, είναι συγκρίσιμες με την ελευθερία των Θείων Προσώπων, η οποία εκφράζεται στην αιώνια αλληλοπεριχώρησή τους […]
Όταν ο άνθρωπος προσδιορίζεται, εσφαλμένα, ως ανθρώπινο πρόσωπο, το οποίο αντανακλά μια λανθασμένη αντίληψη περί μιας «κοινωνίας των Θείων Προσώπων" στην Αγία Τριάδα, τότε η «υψηλή αξία» του θεωρείται κατ’ ανάγκην με ανακριβείς όρους. Η αξία του ανθρώπου είναι πράγματι υψηλή, αλλά το ορθό θεμέλιο της αξίας του έγκειται ακριβώς στην κτιστή διάκρισή του από τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, στη ζωή της Οποίας καλείται ωστόσο και την εικόνα της Οποίας ο ίδιος φέρει μυστικά, κάτι που τον καθιστά μοναδικό σε όλη την κτίση, καθότι αυτός μπορεί να φθάσει στην ομοίωση με τον Θεό, μέσω της (κατά χάριν) θεοποίησης της φύσεώς του.
Η φράση «ανθρώπινο πρόσωπο» θα έπρεπε να αντικατασταθεί σε όλη την έκταση του κειμένου με τον πιο ικανοποιητικό όρο "άνθρωπος", ειδικά σε φράσεις-κλειδιά όπως «η αξία του ανθρώπινου προσώπου».

7.    Η ΠΕΡΊΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΕΊΟΥ ΣΤΟΝ ΠΕΡΣΟΝΑΛΙΣΜΌ

Έχοντας καταργήσει ή καλύτερα ανασημασιολογήσει την έννοια του αποφατισμού στην πατερική παράδοση, οι περσοναλιστές, διαμέσου αρειανικής επιχειρηματολογίας, αφού κατοχυρώσουν μια εντελώς αστήρικτη – κειμενικά – έννοια πρωτείου στο πρόσωπο του Θεού Πατρός (η οποία χρησιμοποιείται εσχάτως και από μουσουλμάνους για να κατοχυρώσουν τη μονοθεΐα του Πατρός και την άρνηση της Αγίας Τριάδος, δηλαδή χρησιμοποιούν κείμενα Ορθοδόξων, για να αποδείξουν την ανυπαρξία της Αγίας Τριάδος), στη συνέχεια μεταφέρουν αυτή την έννοια του πρωτείου του Θεού Πατρός επί των άλλων δύο Θείων υποστάσεων στον επίσκοπο, για να κατοχυρώσουν ένα όλως ιδιότυπο πρωτείο του επισκόπου και της τάξης των πατριαρχείων στην Εκκλησία. Ρητώς αναφέρεται, ως κοινός περσοναλιστικός τόπος πλέον, ότι το πρωτείο του επισκόπου ή κάποιων πατριαρχείων σε σχέση με άλλα πατριαρχεία, έχει δογματική θεμελίωση στην Αγία Τριάδα. Όλα αυτά ήταν αδιανόητες ερμηνείες μέχρι πριν κάποιες δεκαετίες στο σύνολο της παράδοσης.

ΕΠΙΛΟΓΙΚΆ

Επιλογικό ερώτημα: Δεν είναι προφανές ότι μια συνοδική κατοχύρωση αυτής της ορολογίας από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, θα κατοχυρώσει αυτές τις τουλάχιστον αντι-παραδοσιακές ερμηνείες; Αν ο συντάκτης του άρθρου κάκιστα αγνοεί όλα τα παραπάνω, δεν μπορεί να  χαρακτηρίζει την κριτική τους ως «παιχνίδι θρόνων». Αν αγνοεί την κριτική της οντολογίας του προσώπου, ως επαγγελματίας ακαδημαϊκός ας αναζητήσει τη βιβλιογραφία των ομοτέχνων του. Κυριότατα, όμως, ως  ιερέας ας αναλογιστεί την ευθύνη του και ας μελετήσει με σοβαρότητα τα κείμενα της παράδοσης που κλήθηκε να υπηρετήσει.
Καταληκτικό Υστερόγραφο: Τραγική εντύπωση προκαλεί η προσφυγή του συντάκτη στον Ρουμάνο κεκοιμημένο γέροντα πατέρα Arsenie Papacioc. Ας αναζητήσει ο κάθε ενδιαφερόμενος στο διαδίκτυο  τις βιντεοσκοπημένες θέσεις του Ρουμάνου πατρός για την οικουμενική κίνηση, την έννοια του πρωτείου, τις προϋποθέσεις των εκκλησιαστικών διαλόγων και ας τις συγκρίνει με το κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», όπως επίσης και με την έννοια του πρωτείου, όπως αναπτύσσεται στον ορθόδοξο θεολογικό περσοναλισμό. Εκεί ίσως ανακαλύψει ότι η λογομαχία δεν είναι για τις λέξεις, αλλά για την αλήθεια των πραγμάτων.-
πηγή
0

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου