Ιερομόναχου Νικηφόρου Νάσσου
ΠΡΟΟΙΜΙΟ
Είναι γεγονός, ότι κατά τους πνευματοφόρους Πατέρες της Εκκλησίας, η
αλήθεια περί του τριαδικού Θεού είναι για τον άνθρωπο εμφανώς
δυσπρόσιτη και δυσκατανόητη, καθώς ανέρχεται τα πνευματικά στάδια της
θεογνωσίας.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, εισδύοντας εν ταπεινώσει στον βυθό του
μυστηρίου της Θεολογίας, γράφει χαρακτηριστικά ότι η πρώτη και
καθαρωτάτη φύση, η Αγία Τριάς δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί από κανένα
δημιούργημα. Μόνο η Ίδια γνωρίζει τον Εαυτό της. «Η πρώτη και ακήρατος
φύσις γινώσκεται μόνον εαυτή, λέγω δη τη Τριάδι».1
Πως μπορεί, αλήθεια, ο φθαρτός και χοικός άνθρωπος, ο κτιστός και
πεπερασμένος, να εκφρασθεί αρκούντως για τον Άκτιστο και Άπειρο Θεό;
Προσφυώς έχει γραφεί ότι «το θείο είναι ακατονόμαστο. Τα κατηγορούμενα
που αποδίδονται στον Θεό, όπως, ασώματος, αγέννητος, άναρχος, άφθαρτος,
δηλώνουν τι δεν είναι ο Θεός και όχι τι είναι».2 Πρωτίστως, οι Άγιοι
Πατέρες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς υπογραμμίζουν την θεμελιώδη για
την ορθόδοξη Θεολογία διάκριση μεταξύ κτιστού και Ακτίστου, προκειμένου
να κάνουν λόγο περί Θεού. Μεταξύ κτιστού και Ακτίστου, δηλ. Θεού και
κτίσεως, υφίσταται μέγα οντολογικό χάσμα, και ως εκ τούτου, δεν υπάρχει
καμία ομοιότητα, καμία σύγκριση, καμία αναλογία.
Πάλι ο άγιος
Γρηγόριος ο Θεολόγος, αναγνωρίζοντας την τεράστια ποιοτική και ποσοτική
διαφοροποίηση μεταξύ κτιστού και Ακτίστου, θα γράψει σε μία επιστολή του
ότι η ανθρώπινη φύση, συγκρινόμενη με τη θεία, δεν είναι ούτε μια μικρή
λάμψη που μπορεί να συγκριθεί με τον ήλιο, ούτε λίγη δροσιά που μπορεί
να συγκριθεί με ποταμό, «ουδέ γαρ αυγή τις προς ήλιον, ουδέ νοτίς ολίγη
προς ποταμόν».3 Καί τούτο διότι, «ουχ η αυτή φύσις, Θεού και ανθρώπων» .4
Τότε, πως μπορούμε να ομιλήσουμε για τον Θεό, τι μπορούμε να πούμε γι᾿
Αυτόν και πως θα τον γνωρίσουμε; Στα επόμενα, θα δούμε με κάθε δυνατή
συντομία την απάντηση στα ερωτήματα αυτά. Εξαρχής, ωστόσο, θα
υπογραμμίσουμε ότι τα όσα θα διατυπωθούν στη συνέχεια, απαιτούν
ιδιαίτερη προσοχή προς κατανόησιν, διότι είναι πράγματα υψηλά και
προσεγγίζονται «ταίς υψηλαίς φρεσί», με νού «υψηλό» και διαυγή, με
διάθεση πνευματική, με καρδιά φλεγόμενη από το άυλον πυρ. Γιατί ο εν
Τριάδι Θεός μας δεν είναι γνώση κοσμική, αλλά εμπειρία πνευματική, γνώση
άλλου είδους, μυστική. Δεν κατακτάται διανοητικά, αλλά φανερώνεται
εσωτερικά και με αγιοπνευματικό φωτισμό. Δεν αποτελεί προιόν της
λογικής, αλλά συνιστά αποκάλυψη καθαρής καρδιάς και κρατείται ένδοθεν
μυστικά.
ΔΥΟ ΟΔΟΙ ΓΝΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Τι γνωρίζουμε και τι αγνοούμε από τον Δημιουργό του παντός, «ορατών
τε πάντων και αοράτων»; Σε τι συνίσταται το μυστήριό Του; Τι είναι το
άκτιστο φως του Θεού; Τι καλείται γνόφος και πως ερμηνεύεται θεολογικά;
Σε όλα αυτά θα καταθέσουμε κατ᾿ επιλογήν την Πατερική, θεολογική
μαρτυρία της Εκκλησίας μας, ώστε να γίνει έστω κατά το ελάχιστο
καταληπτός αυτός ο αστείρευτος και αναφαίρετος πνευματικός πλούτος της
Πίστεως του Χριστού. Υπάρχουν, βεβαίως, και άλλες πτυχές γύρω από το
εξεταζόμενο θέμα, αλλά δεν αναλύονται στο κείμενο αυτό.
Αρχικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι για τον Τριαδικό Θεό, τον
Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα κάνουμε λόγο και καταφατικά και
αποφατικά. Τονίζουμε δηλαδή τι είναι, αλλά και τι δεν είναι ο
Θεός. Υπάρχουν δύο οδοί. Η καταφατική λεγομένη οδός, ή καταφατική
θεολογία, που αναφέρεται στην προσιτή, καταληπτή και γνωστή όψη του
Θεού. Υπάρχει και η αποφατική οδός, ή αποφατική θεολογία, που αναφέρεται
στην απρόσιτη, ακατάληπτη και άγνωστη όψη Του. Καί έχει παρατηρηθεί
ορθά, πως η ανάπτυξη των δύο αυτών θεολογικών οδών συνδέεται στενά με
την ακμή της πατερικής θεολογίας και χαρακτηρίζει σχεδόν όλους τους
μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας μας. Μάλιστα, «καμμία διαλεκτική αντίθεση
δεν είναι νοητή μεταξύ καταφατικής και αποφατικής θεολογίας, υπάρχει,
μεταξύ τους και μια άρρηκτη και λειτουργική ενότητα. Ποτέ μέσα στην
ορθόδοξη παράδοση δεν γίνεται χρήση της μιάς αυτόνομα και ανεξάρτητα από
την άλλη» 5. Ο δε άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, θεωρεί ότι ο
καταλληλότερος τρόπος για την απόδοση των διαφόρων ονομάτων στον Θεό δεν
είναι η αυτόνομη καταφατική ή αποφατική θεώρηση του Θεού, αλλά η
λειτουργική συνάφεια και ταυτόχρονη χρήση της καταφατικής και της
αποφατικής θεολογίας. Αυτήν ο Άγιος χαρακτηρίζει ως «γλυκυτάτη…εξ αμφοίν
συνάφεια».6
Ο ΓΝΟΦΟΣ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΑΠΕΙΡΟΤΗΤΟΣ
Η ορθόδοξη Θεολογία 7 μας καταθέτει ότι η θεία Φύση «υπέρκειται
παντός φυσικού είναι», ξεπερνά κάθε κατάληψη και γνώση κτιστή. Γι᾿ αυτό ο
άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος θα εκφράσει με δύο μόνο λέξεις αυτή την
υπερβατικότητα του θείου Όντος και θα πεί ότι ο Θεός μας είναι ο «πάντων
επέκεινα». Δηλαδή, πάνω και πέρα απ᾿ όλα. Ο τριαδικός Θεός, ως το
απόλυτο, άκτιστο και αιώνιο πνεύμα, είναι φύσει ακατάληπτος και
ακατανόητος. Αυτό θα διατυπώσει με την περιεκτική ρήση του ο άγιος
Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο άριστος Δογματολόγος της Εκκλησίας μας: «Άπειρον
ούν το θείον και ακατάληπτον, και τούτο μόνον αυτού καταληπτόν, η
απειρία και ακαταληψία» 8.
Ησυχία και σιωπή περιβάλλουν το θείο σ᾿
εκείνη την αδιερεύνητη και απόκρυφη κατάσταση της υπερβατικότητος, την
οποία ο μεν Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης χαρακτηρίζει ως «κρυφιόμυστον
σιγήν», ο δε Μάξιμος ο Ομολογητής ως «θείαν αφθεγξίαν». 9 Επίσης, η
κατάσταση αυτή της υπερβατικότητας του Θεού, χαρακτηρίζεται και από την
γνωστή λέξη «γνόφος».
Είναι μάλιστα «υπέρφωτος γνόφος», πάλι
κατά τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη 10. Γνόφος, κατά τον ιερό Πατέρα, είναι το
υπέρλαμπρο και απρόσιτο εκείνο φως στο οποίο λέγεται ότι κατοικεί ο
Θεός. «Ο θείος γνόφος εστι το απρόσιτον φως, εν ω κατοικείν ο Θεός
λέγεται».
Όπως γνωρίζουμε, η λέξη «γνόφος» σημαίνει, αντάρα, καταχνιά, ομίχλη.
Υπέρφωτος γνόφος, θα λέγαμε ότι είναι ένα πολύ φωτεινό σκοτάδι, ή ένα
πολύ δυνατό φως, εκτυφλωτικό! Είναι μια κατάσταση που θα μπορούσαμε λ.χ.
να την παρομιάσουμε με αυτό που θα αντιμετωπίσουμε, αν σε ένα δωμάτιο
τοποθετηθεί μία λάμπα των χιλίων watt. Φως είναι αυτό που θα παράγει,
αλλά φως το οποίο μας τυφλώνει και δεν μπορούμε να δούμε καθαρά. Έτσι,
τηρουμένων των αναλογιών, είναι και το θείον Φως, η Ενέργεια του Θεού.
Όσο πλησιάζεις, τόσο σε τυφλώνει το φως και όσο νομίζεις ότι γνωρίζεις
τον Θεό, τόσο αισθάνεσαι την αγνωσία Του, αλλά σίγουρα θεωρείς μυστικά
την παρουσία Του. Τον βλέπεις, αλλά ουσιαστικά διαπιστώνεις ότι δεν
μπορείς να Τον δείς. «Εν τούτω το ιδείν, εν τω μη ιδείν, – θα
συμπληρώσει ο Νύσσης Γρηγόριος -, «ότι υπέρκειται πάσης ειδήσεως το
ζητούμενον, οίον τινι γνόφω τη ακαταληψία πανταχόθεν διειλημμένον».11
Δηλαδή, σ᾿ αυτό βρίσκεται η θέα, στο να μη βλέπεις, διότι αυτό που
ζητείς είναι πάνω από κάθε γνώση και περιβάλλεται από παντού, σαν με
άλλο γνόφο, από την ακαταληψία!
Γιά το λόγο αυτόν ακριβώς, «τόσο ο
Διονύσιος Αρεοπαγίτης όσο και ο Μάξιμος Ομολογητής υπογραμμίζουν με
έμφαση ότι, αν επιθυμεί ο άνθρωπος να γνωρίσει πραγματικά το Θεό, πέρα
από τις πνευματικές προϋποθέσεις της καθάρσεως και του φωτισμού, πρέπει
να προσέλθει γυμνός από κάθε έννοια και γνώσηκαι τότε μόνο θα μπορέσει
να δεί «ανομμάτως» και να γνωρίσει «αγνώστως» αυτόν που βρίσκεται πάνω
από κάθε θέα και γνώση 12. Κι᾿ αυτό γιατί η πραγματική θεωρία και γνώση
του Θεού συνίσταται γι᾿ αυτούς στην αορασία και την αγνωσία του».13
Ο Θεός, λοιπόν, «δεν κρύπτεται μόνο από την σιγή, αλλά και από το
σκότος, δεν είναι μόνο ότι δεν ακούγεται, αλλά και ότι δεν βλέπεται.
Κρυμμένος στο γνόφο, μένει άγνωστος, και η αγνωσία αποτελεί τον μόνο
τρόπο προσεγγίσεώς του, αλλά προφανώς στην περίπτωση αυτή η αγνωσία
είναι θετική λειτουργία. Τούτο υποδεικνύει πραγματικά ο ίδιος ο
Διονύσιος, καθώς συμπληρώνει την εικόνα με την παράσταση του «υπερφώτου
γνόφου», του υπερλάμπρου σκότους».14
ΘΕΟΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΥΩΝΥΜΟΣ
Ο Θεός, επίσης, ως προς την υπερβατικότητά Του είναι και ανώνυμος.
Κανένα όνομα δεν αποδίδεται στο απρόσιτον του Θεού, στη θεία ουσία Του.
Διότι αν γινόταν αυτό, τότε θα εξισωνόταν στη σκέψη μας ο Θεός με ένα
φυσικό, κτιστό αντικείμενο. Ο Θεός είναι πέρα από κάθε «φωνή και
έννοια», όπως γράφει ο ιστορικός Ευσέβιος15 . Κατά δε τον άγιο Διονύσιο
τον Αρεοπαγίτη, τον αποφατικώς ομιλούντα, ο Θεός είναι ανώνυμος και
άγνωστος! Κατά δε την Πατερική μας παράδοση, ο Θεός είναι «άλεκτος και
ανωνόμαστος».16 Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος απευθύνεται ερωτηματικά προς τον
«πανώνυμο» Θεό: Έχεις όλα τα ονόματα, και πως να σε ονομάσω, Εσένα τον
μόνον που δεν μπορεί κανείς να ονομάσει; «Πανώνυμε, πως σε καλέσω, τον
μόνον ακλήιστον»; Αυτά βεβαίως ισχύουν για το άγνωστο μέρος του Θεού, το
υπερβατικό. Όταν όμως ο Θεός εμφανίζεται στην κτίση μέσω των θείων
ενεργειών Του όπως θα δούμε στα παρακάτω, τότε έχουμε κατά την
καταφατική Θεολογία την απόδοση ιδιοτήτων στο Θεό με βάση τις ενέργειές
του που εκδηλώνονται στην Oικονομία 17. Στα εγχειρίδια της Δογματικής
αποδίδονται οκτώ ιδιότητες στον Θεό, ήτοι, φυσικές: αιωνιότητα,
παντοδυναμία, πανταχού παρουσία· λογικές: σοφία, παντογνωσία και ηθικές:
αγιότητα, δικαιοσύνη, αγάπη. Αλλά είναι πολύ περισσότερες οι θείες
ιδιότητες, αναρίθμητες, όπως ορθά επισημαίνει ο καθηγητής Ν. Ματσούκας
18. Αποδίδονται, λοιπόν, στον Θεό από τους Πατέρες μας διάφορα ονόματα.
Με άλλα λόγια, ανάλογα με τις φανερώσεις του Θεού, τις λεγόμενες
θεοφάνειες, ονοματίζεται με ποικιλία όρων και εικόνων από τους Αγίους.19
Έτσι, ο Θεός, κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή θεωρείται ως «ο μόνος
νούς των νοούντων και νοουμένων, και λόγος των λεγόντων και λεγομένων.
και ζωή των ζώντων και ζωουμένων, και πάσι πάντα και ων και γινόμενος,
δι᾿ αυτά τα όντα και γινόμενα» 20.
ΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ: ΑΜΕΘΕΞΙΑ ΚΑΙ ΜΕΘΕΞΗ ΘΕΟΥ
Είναι πρωταρχικής σημασίας να γνωρίζουμε, ότι ο τριαδικός Θεός μας
έχει ουσία και ενέργεια και αυτό είναι απολύτως φυσικό, διότι δεν
υπάρχει φύση ανενέργητη. Η ουσία του Θεού είναι άκτιστη, και η ενέργειά
Του είναι επίσης άκτιστη. Εμείς οι άνθρωποι έχουμε ουσία και ενέργεια
κτιστή· αφού είμαστε κτίσματα, έχουμε αρχή και βρισκόμαστε στο χρόνο και
στο χώρο. Ο Θεός όμως, όπως προελέχθη, είναι πάνω και πέρα από κάθε
αρχή, χρόνο και τόπο, είναι άναρχος και «φύσει άκτιστος», όπως λέγεται
θεολογικά. Καί συνεπώς, ο,τι δίνει ο Θεός, ο,τι παρέχει από το θείο
Είναι Του, οπωσδήποτε είναι άκτιστο, δεν είναι πεπερασμένο όπως τα
ανθρώπινα.
Η ουσία του Θεού, είναι παντελώς ακατάληπτη και αμέθεκτη όπως
αποκαλείται. Καί τυγχάνει αδύνατη κάθε γνώση και κατάληψή της από τον
πεπερασμένο ανθρώπινο νού! Ούτε οι άγγελοι, ούτε οι Άγιοι κατενόησαν και
ούτε θα κατανοήσουν ποτέ την ουσία του Θεού! Καταληπτή από τα κτίσματα
είναι μόνο η άκτιστη ενέργεια του Θεού, η οποία ενέργεια είναι η φυσική
έκφραση της θείας ουσίας – φύσεως. Αυτή αποτελεί την «προς τα έξω»
κίνησή Του, το αποκαλυπτικό και εκστατικό άπλωμα του Θεού στην κτίση.
Αυτή η θεία ενέργεια οδηγεί αγγέλους και ανθρώπους, όλα τα νοερά και
αισθητά, στη θεία γνώση, τη μετοχή του Θεού. Η Πατερική μας Παράδοση
εκφράζει αυτήν τη θεία πραγματικότητα με τα λόγια του ουρανοφάντωρος Μ.
Βασιλείου: «Ημείς δε εκ μεν των ενεργειών γνωρίζειν λέγομεν τον Θεόν
ημών, τη δε ουσία αυτού προσεγγίζειν ουχ υπισχνούμεθα. Αι μεν γαρ
ενέργειαι αυτού προς ημάς καταβαίνουσιν, η δε ουσία αυτού μένει
απρόσιτος» 21. Οι ενέργειες του Θεού, αν και είναι άκτιστες κατά την
φύση, γίνονται αντιληπτές από τα αποτελέσματα αυτών, που είναι τα έργα
του Θεού 22.
Ωστόσο, νωρίτερα από τους Καππαδόκες, στα κείμενα των
πρώτων Απολογητών του Χριστιανισμού, Αθηναγόρα, Θεοφίλου Αντιοχείας και
κυρίως Ειρηναίου (συστηματικά), υπάρχει διατυπωμένη αυτή η διάκριση
ουσίας και ενεργειών στον Θεό 23. Επίσης υπάρχει και στους Αλεξανδρινούς
θεολόγους, Κλήμεντα και Ωριγένη 24.
Είναι λοιπόν ο Θεός μας
ταυτόχρονα και υπερβατικός και ενδοκοσμικός. Καί απρόσιτος και
προσιτός. Καί αθέατος και θεατός. Καί άγνωστος και γνωστός. Άγνωστος,
απρόσιτος και αθέατος ως προς την θεία φύση Του, αλλά γνωστός και
καταληπτός ως προς την ενέργειά Του. Αυτή είναι θα λέγαμε η
γέφυρα που παρεμβάλλεται μεταξύ του Θεού και της κτίσεως, διότι, όπως
ήδη σημειώσαμε στην αρχή, υπάρχει οντολογική διαφορά μεταξύ κτιστού και
ακτίστου και ο μόνος τρόπος επικοινωνίας με το άκτιστο είναι μέσω των
θείων ενεργειών. Η θεία ενέργεια, κατά την σύνολη Πατερική Διδασκαλία
είναι ο απόρρητος σύνδεσμος κτιστού και ακτίστου 25 και αυτή
πραγματοποιεί την οντολογική σχέση και την υπερφυά ένωση ανθρώπου και
Θεού.26
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, μέγας Θεολόγος και εξέχων Πατήρ
της Εκκλησίας του 14ου αιώνος, υπογράμμισε με όλη τη δύναμη της ψυχής
του την λεγομένη «διπλόην» του Θεού, λέγοντας ότι ο Θεός είναι άγνωστος
καθ᾿ εαυτόν, αλλά καθίσταται γνωστός από τις ενέργειές Του. «Τού Θεού το
μεν άγνωστον εστι το δε γνωστόν, και το μεν άρρητον το δε ρητόν·
άγνωστος εστιν ο Θεός εκ των κατ᾿ αυτών, γνωστός δε εκ των περί αυτόν
φυσικών ενεργειών».27
Ο Θεός, βεβαίως, ο Οποίος είναι πάνω από κάθε φύση και κάθε φυσική
κατάληψη του ανθρώπου, «ουκ αμάρτυρον εαυτόν αφήκεν» όπως διαβάζουμε
στις Πράξεις των Αποστόλων 28. Μέσω της φυσικής και υπερφυσικής
αποκαλύψεως φανέρωσε τον εαυτό Του στην κτίση. Έτσι, ομιλούμε και κατά
τρόπο καταφατικό και λέμε ότι ο Θεός είναι Ζωή, ον, αγάπη κλπ.,
προσαγορεύοντάς Τον με τα λεγόμενα «θεία ονόματα». Καί τελικά ο
«ανώνυμος» Θεός είναι και «πολυώνυμος», λόγω των ονομάτων που Τού
αποδίδονται ανάλογα με τις φωτοδοτικές θεοφάνειές Του στην κτίση, τις
ποικίλες φανερώσεις Του μέσω των ακτίστων ενεργειών. Ο Θεολόγος
Γρηγόριος θα μας πεί εν προκειμένω ότι ο Δημιουργός και Κτίστης των
Απάντων αποκαλύπτεται στον κόσμο, κηρυσσόμενος με σιωπή. «Δηλούται ο
Θεός σιωπή κηρυττόμενος» 29. Πάντως, στην Παλαιά Διαθήκη παρουσιάζεται
και η διάκριση μεταξύ «γνόφου» του Θεού, μέσα στον οποίο Αυτός κρύβεται
και «δόξης», μέσα στην οποία αποκαλύτεται. 30
ΤΟ ΘΕΙΟ ΦΩΣ
Στη συνέχεια θα αναφερθούμε στο φως, περί του οποίου γίνεται λόγος
στην Θεολογία και την Υμνολογία της Εκκλησίας μας. Το φως είναι φυσική
ιδιότητα του Θεού. Βεβαίως, ο Θεός δεν καλείται φως κατά την ουσία Του
αλλά κατά την ενέργειά Του 31. Η εμπειρία των Αγίων μας καταθέτει ότι
ενίοτε Θεός, υπό κατάλληλες προϋποθέσεις, εμφανίζεται στον άνθρωπο ως
φως. Αυτό το φως δεν είναι κτιστό, αλλά άκτιστο, δηλαδή αδημιούργητο,
χωρίς αρχή και τέλος, άναρχο και προαιώνιο. Είναι η «Δόξα» του τριαδικού
Θεού, η άκτιστη Χάρις, η θεία ενέργειά Του.31 «Το φως τούτο, ή η
έλλαμψις, δύναται να προσδιορισθή ως ο ορατός χαρακτήρ της θεότητος, των
ενεργειών ή της χάριτος, διά της οποίας γνωρίζεται ο Θεός».32 Είναι το
Θαβώριον φως που είδαν οι πρόκριτοι των Μαθητών κατά την Μεταμόρφωση του
Σωτήρος Χριστού. Πως όμως, χοικά μάτια είδαν τα «υπέρ φύσιν»; Μπορεί ο
άνθρωπος με τους σωματικούς οφθαλμούς να δεί το άκτιστο, το αιώνιο και
αίδιο; Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς εν προκειμένω κάνει λόγο για θεία
«μετασκευή» των οφθαλμών των Μαθητών. Ο θεόπτης και εμπειρικός Μέγας
θεολόγος του 14ου αιώνος, γράφει ότι οι τρεις Απόστολοι, με μια
αγιοπνευματική εναλλαγή των αισθήσεων μπόρεσαν και είδαν τότε στο όρος
Θαβώρ, το θείον, άκτιστον φως. Ούτε το φως ήταν αισθητό, ούτε οι Μαθητές
το είδαν με αισθητούς οφθαλμούς, αλλά με οφθαλμούς που είχαν πρωτίστως
μετασκευαστεί με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος. «Ουκούν, ουδέ το φως
εκείνο αισθητόν, ουδέ οι ορώντες αισθητικοίς απλώς εώρων οφθαλμοίς, αλλά
μετασκευασθείσι τη δυνάμει του θείου Πνεύματος. Ενηλλάγησαν ούν, και
ούτω την εναλλαγήν είδον».33
Προσεγγίζοντας τις έννοιες αυτές, του φωτός και του γνόφου, μπορούμε
να καταθέσουμε ότι η υπερβατικότητα του Θεού και η «διπλόη» της θείας
φύσεως, δηλαδή το άγνωστο και το γνωστό, σε πολλές περιπτώσεις
εκφράζεται με μια εναλλαγή φωτός και σκότους, όπως το βλέπουμε στην
περίπτωση της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού. Έτσι, ενώ βλέπουμε τους
Μαθητές επάνω στο Θαβώρ να βλέπουν τη θεία λαμπρότητα με εγρήγορση και
αγιοπνευματική ικάνωση, έπειτα αμέσως βλέπουμε τη νεφέλη να τους
επισκιάζει και να τους φοβίζει. Ο γνόφος έγινε φωτεινός και έπειτα πάλι
σκοτεινός 34. Η εναλλαγή φωτός και σκότους παρατηρείται και στη
θεοφάνεια του αποστόλου Παύλου, που επισυνέβη κατά την πορεία του προς
Δαμασκό. Τον θεοκήρυκα απόστολο των Εθνών «περιήστραψε φως εκ του
ουρανού» και έπεσε στη γη. Άκουσε δε, την φωνή του Θεού: «Σαούλ, Σαούλ,
τι με διώκεις»;35 Όταν όμως σηκώθηκε, δεν έβλεπε τίποτα, παρόλο που τα
μάτια του ήσαν ανοιχτά. Καί είναι αλήθεια ότι «το σκότος του υπερβατικού
παραμένει ακέραιο, αλλά είναι σκότος φωτεινό. Έτσι, ο θείος γνόφος,
κατά μία αντινομία που προσιδιάζει στην διπλότητα της θείας φύσεως,
μπορεί να χαρακτηρισθή ως «απρόσιτον φως», μέσα στο οποίο κατοικεί ο
Θεός». 36 Υπό αυτήν την έννοια, με ασφάλεια μπορεί να τονίσει κανείς,
ότι το «φως» και ο «γνόφος» είναι από τις σπουδαιότερες έννοιες της
χριστιανικής Θεολογίας 37.
Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΩΣ ΦΩΣ
Θα πρέπει όμως να κάνουμε λόγο και για τον Ιησού Χριστό ως Φωτός,
αφού Εκείνος είναι «το Φως το Αληθινόν, το φωτίζον πάντα άνθρωπον
ερχόμενον εις τον κόσμον». Είναι γεγονός ότι μέσα από το φως του Χριστού
βλέπουμε τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, όπως ψάλλουμε στην Δοξολογία
(«εν τω φωτί σου οψόμεθα φως»). Καί στην Υμνολογία της μεγάλης Δεσποτική
εορτής της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, στο «Εξαποστειλάριο», την ίδια
θεολογική αλήθεια διατυπώνουμε υμνολογικώς:
«Φως αναλλοίωτον Λόγε, φωτός Πατρός αγεννήτου εν τω φανέντι φωτί
σου, σήμερον εν Θαβωρίω, φως είδομεν τον Πατέρα, φως και το Πνεύμα,
φωταγωγούν πάσαν κτίσιν».
Ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός είναι «φως εκ φωτός», καθώς ομολογούμε
στο Σύμβολο της Πίστεως. Είναι το «σεσαρκωμένον φως», μέσω του οποίου
θεάται ο αθέατος Πατήρ, το αγέννητον φως. Εδώ κάνουμε λόγο περί του
δόγματος της Χριστολογίας, που συνεπάγεται για μας την σωτηρία. Καί
τούτο διότι οι μεγάλοι και τιτάνειοι αγώνες της Ορθοδοξίας για την
κατοχύρωση και ερμηνεία του χριστολογικού δόγματος, εξηγούνται από το
γεγονός ότι στην πίστη μας μας η Χριστολογία επέχει θέση σωτηριολογίας,
φανερώνοντας την εξύψωση, εκλάμπρυνση και θέωση της ανθρωπίνης φύσεως
στο ενιαίο πρόσωπο του Χριστού, μέσα από την άφραστη ένωσή της με τη
θεία φύση.
Ο Χριστός, διά της Ενανθρωπήσεως, ένωσε στο Πρόσωπό
του τις δύο φύσεις, θεία και ανθρώπινη, «ασυγχύτως, ατρέπτως,
αδιαιρέτως, αχωρίστως» 38.
Συνδέοντας τώρα το γεγονός της Ενσαρκώσεως με το φως, μπορούμε να
πούμε πως το μυστήριο του Ενσαρκωθέντος Κυρίου Ιησού Χριστού έγκειται
στο γεγονός ότι λαμβάνει χώρα για πρώτη φορά στον κόσμο η φανέρωση του
φωτός, δηλαδή της Χάριτος, όπως εκχέεται από τον Πατέρα διά του Υιού εν
Αγίω Πνεύματι. Ο Υιός διά του Πνεύματος εκχέει αυτή την Χάρη πάνω στην
ανθρώπινη φύση Του. Έτσι, ολόκληρη η άκτιστη ενέργεια του τριαδικού
Θεού, εμφανίζεται στην ανθρώπινη φύση του Χριστού, που θεώνεται «εξ
άκρας συλλήψεως» όπως διατυπώνεται θεολογικά. Με αυτό το γεγονός,
ολόκληρη η κτίση, σύμπασα η δημιουργία, ενώνεται με τον Θεό και μετέχει
στη ζωή του Θεού! Καί τούτο διότι αυτή η Χάρις είναι η «Δόξα» του Θεού η
οποία περιβάλλει την ουσία Του. Αυτή η αιώνια ακτινοβολία δόξης,
αγιότητος, απείρων δωρεών και μεγάλων χαρίτων, είναι φως γνώσεως και
ζωής και θεία έλαμψη, καθώς φως το οποίο δεν φωτίζει μόνο αλλά τρέφει
και ζωοποιεί και ανακαινίζει, αφού ως ζωντανή Χάρις και ζωή του Θεού που
εκδηλώνεται «προς τα έξω», μέσω του Ιησού Χριστού. Συνεπώς, αφού ο Θεός
Λόγος έγινε άνθρωπος, έχουμε αυτήν την υπερφυή ένωση κτιστού και
ακτίστου διά του Λόγου, διότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού έγινε η πηγή
της ακτίστου Δόξης και Χάριτος. Μέχρι τότε, στην προ της Σαρκώσεως
εποχή, πολλοί άνθρωποι του Θεού, κυρίως προφήτες και δίκαιοι, αλλά ακόμη
και Έλληνες φιλόσοφοι διά του λεγομένου σπερματικού λόγου 39, έχουν μια
αίσθηση της Χάριτος και της αληθείας του Θεού. Όμως, τότε, ήταν εντελώς
ανέφικτη η ένωση της ζωής του ανθρώπου με την ζωή του Θεού. Δεν ήταν
δυνατόν ολόκληρος ο Θεός να εγκατοικήσει μέσα στον άνθρωπο και ολόκληρος
ο άνθρωπος να ενωθεί με τον Θεό. Αυτό έγινε με την πρόσληψη της
ανθρωπίνης φύσεως από τον Χριστό. Εκεί έχουμε την λεγομένη «αντίδοση των
ιδιωμάτων» της καθεμιάς φύσεως που ενώθηκαν στο Πρόσωπο του Λόγου, με
άλλα λόγια το μυστήριο της συνεργίας των δύο φύσεων, όπως διεκήρυξε
θεολογικά η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος της Χαλκηδόνας. Το μέγα αυτό μυστήριο
φανερώνεται στον κόσμο διά του Ιησού Χριστού. Γιά το λόγο αυτό θα
πρέπει να κατανοούμε ότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, σώζει τον κόσμο,
όχι με αυτά που κάνει, αλλά με αυτό που είναι. Αυτά που ενεργεί ο
Χριστός, δηλαδή θαύματα, ιάσεις ασθενών κλπ., μας βοηθούν να καταλάβουμε
αυτό που είναι, διότι αυτό συνιστά την σωτηρία μας! Καί αυτό είναι η
απόλυτη κοινωνία της Χάριτος, των ενεργειών του Θεού, με τις ενέργειες
του ανθρώπου, που πραγματοποιείται στο Πρόσωπο του Χριστού. Έτσι, έχουμε
και εμείς πλέον τον τρόπο να μετάσχουμε χαρισματικά στη θεία φύση μέσω
της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού, να γίνουμε «θείας φύσεως κοινωνοί»
όπως λέει ο Απόστολος Πέτρος 40. Όταν λ.χ. μεταλαβάνουμε «Σώμα και Αίμα
Χριστού», παρόλο που τα θεία Δώρα είναι υλικά, κοινωνούμε με την άκτιστη
ενέργεια του Θεού, με την θεότητα, με την οποία είναι ενωμένη η
ανθρώπινη φύση του Χριστού. Μέσω της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού
έχουμε κατά Χάριν αυτό το οποίο Εκείνος έχει κατά φύσιν. Αυτής της
δωρεάς αξιώνεται ο άνθρωπος, όταν πιστεύει στον Χριστό ως φως.
Η σχετική προτροπή του Κυρίου μας στο ιερό Ευαγγέλιο, ισχύει για όλους τους Χριστιανούς: «Έως
το φως έχετε, πιστεύετε εις το φως, ίνα υιοί φωτός γέννησθε». 41 Έως
ότου έχετε εμένα ανάμεσά σας, λέγει ο Θεάνθρωπος, που είμαι το φως, να
πιστεύετε στο φως και να αναγνωρίσετε ότι εγώ είμαι το Αληθινό και
μοναδικό σε ποιότητα και θειότητα φως, ώστε να γίνεται και σείς παιδιά
του φωτός, δηλαδή να καταυγασθείτε υπαρξιακώς από το δικό μου φως της
αληθείας και της Αγιότητος. Δεν πρόκειται για ποιητική μεταφορά, σχήμα
λόγου, ή άλλη φράση, αλλά για πρόταση η οποία ενέχει μέγα βάθος
θεολογικό. Ομιλώντας στο συγκεκριμένο χωρίο ο Κύριος για το φως, εννοεί
την άκτιστη ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, η οποία αναπαύεται σ᾿ Αυτόν,
στην ανθρώπινη φύση Του. Συνεπώς, είναι εύκολο να κατανοηθεί τι εννοεί ο
Χριστός λέγοντας «πιστεύετε εις το φως», εννοώντας ότι πρέπει να
πιστεύουμε υπαρξιακώς στην θεότητά Του, εκ της οποίας λάβαμε την σωτηρία
και γίναμε «καινή κτίσις» 42.
Αυτός ο Γλυκύτατος Σωτήρας μας Ιησούς
Χριστός είναι δρόσος, ύδωρ και ποταμός. Έτσι τον προσαγορεύει ένας
μεγάλος Πατήρ και βαθυστόχαστος, ο οποίος με έναν μοναδικό θα λέγαμε
τρόπο εισέδυσε στο μυστήριο του Θεού, ο Μάξιμος ο Ομολογητής: «Ο του
Θεού Λόγος, και δρόσος λέγεται και εστίν· και ύδωρ και πηγή και ποταμός
ως γέγραπται· κατά την υποκειμένην δηλονότι των δεχομένων δύναμιν, ταύτα
και ων και γενόμενος». 43
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο Θεός στην Πατερική Γραμματεία αποκαλείται «Αμήχανον κάλλος», 44
δηλαδή, κάλλος που δεν μπορεί κανείς να το μηχανευτεί, να το διανοηθεί,
να το φανταστεί. Πρώτος ο Πλάτων στην «Πολιτεία» του απεκάλεσε τον Θεό
«Αμήχανον κάλλος» , και αργότερα η φράση αυτή χρησιμοποιείται αυτούσια
στους Αγίους Πατέρες της Εκκλησίας.
Σε κάθε περίπτωση, ο εν Τριάδι Άγιος Θεός μας είναι μυστήριο που
υπερβαίνει τις αντιληπτικές μας ικανότητες. Ο Θεός δεν γινώσκεται
διανοητικά, αλλά βιώνεται υπαρξιακά. Μέσα στο χώρο της Αγίας, ορθοδόξου
Εκκλησίας ο άνθρωπος, συνδυάζοντας άσκηση και μετοχή στα θεία μυστήρια,
γνωρίζει «κατ᾿ αίσθησιν ψυχής» τον Θεό, αποκτά μέθεξιν Θεού, μέθεξιν της
ακτίστου Χάριτος. Αυτός είναι και ο σκοπός των δογμάτων, με τα οποία
διατυπώνεται (και οριοθετείται) η πίστη της Εκκλησίας. Τα δόγματα έχουν
σωτηριολογικό σκοπό. Υπηρετούν ως υπαρξιακοί δείκτες προσανατολισμού την
σωτηρία του ανθρώπου. Είναι προτάσεις αιωνίου ζωής. Γι᾿ αυτό η Εκκλησία
αρνείται την παραχάραξη των δογματικών αληθειών της, διότι κάθε
αλλοίωση δεν είναι υπόθεση απλώς μιάς διαλεκτικής ενστάσεως, αλλά
συνιστά καταστροφή της δυνατότητας σωτηρίας! Το κάθε δόγμα δεν είναι μια
αυθαίρετη μεταφυσική πίστη, όπως αυτό ισχύει στη Φιλοσοφία, αλλά είναι
μια θεία πρόταση εμπειρική, είναι δρόμος προς τον Θεό, τον οποίον
βάδισαν διά μέσου των αιώνων όσοι δέχθηκαν αυτή την υπαρξιακή πρόταση.
Βεβαίως, τα δόγματα συνδέονται και με το ήθος και την καθημερινή
συναναστροφή των πιστών, όπως το βλέπουμε στη ζωή των Αγίων, που
γνώρισαν τον Θεό υπαρξιακά, αφού δόγμα και ήθος, ορθοδόξως συνδέονται
και συνυπάρχουν αρμονικά. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος θα γράψει
χαρακτηριστικά ότι «βίος ακάθαρτος εμποδίζει δόγμασιν υψηλοίς, ουκ
αφιείς το διορατικόν φανήναι της διανοίας» 45.
Καί ο άγιος
Μάξιμος ο Ομολογητής θα επαινέσει κάποιον πρεσβύτερο Μάριο, για την ορθή
δογματική του αντίληψη, που ήρθε ως επιστέγασμα της ενάρετης ζωής του.
«Εντεύθεν σοι τη κατορθώσει των αρετών η των θείων συνήφθη δογμάτων
κατάληψις» 46.
Τα όσα αναφέρθηκαν ακροθιγώς στο κείμενο αυτό, θα πρέπει κατά την
ταπεινή μας γνώμη να γνωρίζουν πολύ καλά όσοι μετέρχονται έργον
ποιμαντικής, πνευματικής πατρότητος αλλά και διδαχής μέσα στην Εκκλησία,
ήτοι, αρχιερείς, ιερείς, θεολόγοι, ιεροκήρυκες. Καί να τα μεταδίδουν
στον λαό του Θεού, ώστε αφ᾿ ενός μεν να γνωρίζει τον Θεό που πιστεύει
και λατρεύει, ώστε να προχωρήσει από την «ψιλή» γνώση στην βαθειά
υπαρξιακή βιωματική γνώση του Θεού και αφ᾿ ετέρου να μην παγιδεύεται από
τους ποικιλωνύμους αιρετικούς οι οποίοι ιδιαιτέρως στις πονηρές ημέρες
μας με ιδιαίτερη τέχνη, δαιμονική, διαστρέφουν «τας οδούς του Κυρίου τας
ευθείας» 47.
Το μεγαλύτερο κακό, λέγει ο άγιος Ιωάννης ο
Χρυσόστομος είναι η άγνοια των θείων Γραφών. Αυτή οδηγεί αφεύκτως στην
άγνοια του Θεού. Καί πόσο τραγικό είναι να αγνοεί το δημιούργημα τον
Δημιουργό και Κτίστη του παντός, τον καλούντα τα μη όντα ως όντα! Γι᾿
αυτό ο πιστός οφείλει στερεος στο άθλημα της γνώσεως του θείου Όντος,
ώστε να αξιωθεί να μετάσχει της προς τον Θεόν «πρόσωπον προς πρόσωπον»
κοινωνίας στα έσχατα.
1 Βλ. Θεολογικόν Β΄, MPG. 36, 29 AB.
2 Δ. Τσάμη, Εισαγωγή στη σκέψη των Πατέρων της ορθόδοξης Εκκλησίας, σελ. 294.
3 Επιστολή 101, Προς Κληδόνιον πρεσβύτερον, ΕΠΕ, 7, 184.
4 Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, Λόγος 18, 42.
5 Βλ. Γ. Μαρτζέλου, Κατάφαση και απόφαση κατά την ορθόδοξη Πατερική Παράδοση (άρθρο).
6 MPG. 94, 848 Β.
7 Κάνοντας λόγο για ορθόδοξη Θεολογία θα πρέπει πληροφοριακώς να
αναφέρουμε σχετικά με την επικρατούσα ορολογία ότι οι όροι «θεολογία»,
«θεολόγος», «θεολογείν» προέρχονται από την αρχαία ελληνική γραμματεία
και είναι άγνωστοι στην Αγία Γραφή, εισήχθησαν δε στην χριστιανική
Γραμματεία από Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Εις τον βίον του Μωυσέως,
Εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση, σχόλια, αρχιμ. Παγκράτιος Μπρούσαλης, εκδ,
Αποστολικής Διακονίας, σελ. 176.
8 Βλ. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, οπ.
παρ., 2, PG 3, 1025 ΑΒ. Μαξίμου Ομολογητού, Προς Θαλάσσιον, Περί
διαφόρων απόρων της Θείας Γραφής 25, PG 90, 333 CD .
9 όπου π. Γ. Μαρτζέλου, Κατάφαση…
10 Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί Μυστικής Θεολογίας, 5, MPG. 3, 1045 D.
11 Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Εις τον βίον του Μωυσέως, Εισαγωγή,
κείμενο, μετάφραση, σχόλια, αρχιμ. Παγκράτιος Μπρούσαλης, εκδ,
Αποστολικής Διακονίας, σελ. 176.
12 Βλ. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, οπ.
παρ., 2, PG 3, 1025 ΑΒ. Μαξίμου Ομολογητού, Προς Θαλάσσιον, Περί
διαφόρων απόρων της Θείας Γραφής 25, PG 90, 333 CD .
13 όπου π. Γ. Μαρτζέλου, Κατάφαση…
14 Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί Μυστικής Θεολογίας, 5, MPG. 3, 1045 D.
15 MPG. 20, 1385 B. (Eις Κωνσταντίνον βασιλέα τριακονταετηρικός).
16 Ευσεβίου, Εις Κωνσταντίνον βασιλέα τριακονταετηρικός 12, MPG. 20, 1385 B.
17 Βλ. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί μυστικής Θεολογίας, Προς Τιμόθεον,
1, 2, PG 3, 1000 B. 3, PG 3, 1033 C. Μαξίμου Ομολογητού, Μυσταγωγία,
Προοίμ., PG 91, 664 Β .
18 Βλ. Ορθοδοξία και αίρεση, εκδ. Πουρναρά 1992, σελ. 253.
19 Ν. Ματσούκα, Δογματική Γ΄, σελ. 137
20 Βλ. Μυσταγωγία, Προοίμ., MPG 91, 664 Α.
21 Βλ. Μ. Βασιλείου Επιστολή 234, 1, PG 32, 869 ΑΒ. Ο δε άγιος Ιωάννης
ο Χρυσόστομος, τις ενέργειες του Θεού ονομάζει «δυνάμεις». Άλλοι Άγιοι
τις ονομάζουν «προόδους» κλπ., στοιχούμενοι βεβαίως στην ίδια ορθόδοξο
Διδασκαλία. Αυτήν την πατερική Παράδοση περί του θέματος αυτού ανέπτυξε
διεξοδικώς τον 140ο αιώνα ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, έχοντας ενώπιόν
του τις προκλήσεις της δυτικής θεολογίας στο πρόσωπο του Βαρλαάμ
Καλαβρού, ο οποίος δίδασκε έναν αμέθεκτο Θεό, αποκλείοντας το άκτιστο
της θείας ενεργείας και το μεθεκτόν του Θεού. Ουσιαστικά ο Βαρλαάμ
απέκλειε την δυνατότητα της σωτηρίας, αφού γκρέμιζε τη «γέφυρα» (το
«συνδούν», κατά τη φράση του Γρηγορίου Παλαμά), που ενώνει το κτιστό με
το άκτιστο.
22 Ν. Ξιώνη, Ουσία και ενέργειες του Θεού κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1999, σελ. 19.
23 Βλ. Γ. Μαρτζέλου, Ουσία και ενέργειαι του Θεού κατά τον Μέγαν Βασίλειον, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 18-19.
24 όπου π. σελ. 20.
25 Η οντολογική απόσταση η οποία διακρίνει τον Άκτιστο Θεό από τον
κτιστό κόσμο είναι απροσμέτρητη, διότι όπως σημειώνει ο ιερός
Δαμασκηνός, σε καμία περίπτωση «το εκ μη όντος εις το είναι παραγόμενον
συναίδιον είναι τω ανάρχω και αεί όντι (τω Θεώ)». Βλ. Έκδοσις ορθοδόξου
πίστεως, 1, 8, MPG. 94, 813 Α.
26 Βλ. Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Προς τον μοναχόν Αρσένιον τον Στουδίτην, Συγγράμματα, Π. Χρήστου, τομ. Α΄, 316.
27 Διάλεξις μετά Γρηγορά, 24, Αγίου Γρ. Παλαμά Συγγράμματα, Π. Χρήστου, τομ. Δ΄, σελ.225.
28 Ομιλία ΛΔ΄, Εις την Σεπτήν Μεταμόρφωσιν…, ΕΠΕ, 10, 374.
29 Π. Χρήστου, Το μυστήριο του Θεού, σελ. 35.
30 Πραξ. 22, 7.
31 όπου π.
32 Π. Χρήστου, Θεολογικά μελετήματα, Νηπτικά και Ησυχαστικά, σελ. 217
33 Ομιλία ΛΔ΄, Εις την Σεπτήν Μεταμόρφωσιν…, ΕΠΕ, 10, 374.
34 Π. Χρήστου, Το μυστήριο του Θεού, σελ. 35.
35 Πραξ. 22, 7.
36 όπου π.
37 Π. Χρήστου, Θεολογικά μελετήματα, Νηπτικά και Ησυχαστικά, σελ. 217
38 Mansi, 7,116.
39 Την ύπαρξη του σπερματικού λόγου ως μιάς προπαιδείας της εν Χριστώ
Αποκαλύψεως, δέχονται πολλοί Πατέρες της Εκκλησίας μας, όπως λ.χ. ο Μ.
Αθανασιος, οι Καππαδόκες, ο ιερός Χρυσόστομος, γράφοντας μάλιστα ότι «ως
εν αινίγματι υπάρχει μέρος της αληθείας» (MPG. 55, 498. 62, 20) κ.α.
(Βλ. Σπ. Τσιτσίγκου, περί σπερματικού λόγου, άρθρο).
40 Β΄Πετρ. 1, 14.
41 Ιω. 12, 36.
42 Β΄ Κορ. 5, 17.
43 Περί θεολογίας και της ενσάρκου οικονομίας του Υιού του Θεού, MPG. 90, 1153BC
44 Πρωτ. Νικολάου Λουδοβίκου, Θεολογική ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, σελ. 171
45 Α΄Κορ. 8, MPG. 61,7.
46 Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, Προς Μαρίνον, MPG. 91, 12 Α. Βλ. Γ.
Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ήθική, 1, εκδ. Πουρναράς, 2002, σελ. 177.
47 Πρ. 13, 4 -13