Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2018

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΕΟΣ. Η ΑΣΤΟΧΙΑ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ



Καὶ ἐκάλυψεν ἡ νεφέλη τὸ ὄρος,
καὶ κατέβη ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τὸ ὄρος τὸ Σινᾶ,
καὶ ἐκάλυψεν αὐτὸ ἡ νεφέλη ἓξ ἡμέρας,
καὶ ἐκάλεσε Κύριος τὸν Μωϋσῆν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ ἐκ μέσου τῆς νεφέλης
(Εξ. 24, 15 – 16)

Διαβάζοντας κανείς την Παλαιά Διαθήκη από την αρχή της προϊστορίας της ανθρωπότητας έχει την εντύπωση πως αυτός ο λαός παρά τις αμφισβητήσεις του απέναντι στον Θεό ευεργετήθηκε όσο κανείς άλλος λαός. Ακόμη κι αν δεν τήρησε τους όρους της Διαθήκης, ακόμη κι αν στις λατρευτικές τελετές δεν υπήρχε αυστηρά μονοθεϊστικός ως προς την έκφραση λατρείας, ο Θεός του Σινά δεχόταν τη μετάνοια και πάντοτε βρισκόταν δίπλα στο λαό Του. Αυτή η πιστότητα διαπνέει ολόκληρη την πορεία του Ισραήλ από την Αίγυπτο στη Γη της Επαγγελίας και μετέπειτα.
Υπάρχει όμως ο Θεός του Σινά; Ή μήπως οι αρχαίες παραδόσεις (Γιαχβική «J»,  Ελοχιμική  «E»,  Γιεχοβική «JE»– κ.ά.) επηρεασμένες από το μυθολογικό υλικό της περιοχής γύρω από την Παλαιστίνη (Συρία, Αίγυπτος, Βαβυλώνα κ.ά.) δημιούργησαν έναν Θεό στις αφηγήσεις τους παρόμοιο με τους μύθους των ανατολικών αυτών περιοχών από τις οποίες και επηρεάστηκαν (ο μύθος ως γλωσσική επένδυση); Κι αν υπάρχει Θεός πως γίνεται γνωστός; Δια μέσου του πολέμου, της αδικίας και των κοινωνικών ανισοτήτων; Το ζήτημα αυτό της ύπαρξης του Θεού δεν εξαντλείτε σε καμία συνέχεια άρθρων, όπως και το πρόβλημα της θεοδικίας∙ ένα πρόβλημα που δεν δίνει ικανοποιητικές λύσεις στον άνθρωπο και αυτό είναι μία τραγική διαπίστωση που προκύπτει από την αδυναμία μύησης στο πνεύμα της πίστης.
Η αλήθεια είναι πως Θεός δεν υπάρχει. Αν συνεχίσουμε να συζητούμε με όρους του όντος ο Θεός δεν υπάρχει. Κι αυτή είναι η αλήθεια των πραγμάτων. Αλλά ο Θεός δεν υπόκειται σε όρους του όντος, των καταστάσεων του είναι και γι’ αυτό δεν υπάρχει. Λεκτικά δεν υπάρχει. Προς τούτο συνηγορεί και ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος που θα μας πει πως «υπεράνω παντός ονόματος ονομαζομένου και λόγου και ρήματος ών, υπέρκειται και πάσης διανοίας κατάληψιν υπερεκπίπτει, μηδέν ων». Ως γεγονός σύλληψης πάλι δεν υπάρχει. Ως οντότητα πάλι δεν υπάρχει. Άρα ποιος ο λόγος να προσπαθούμε να αποδείξουμε την ύπαρξη του; Κάτι που θυμίζει ένα ακόμη τραύμα στα όρια της εξορίας όπου συνηθίζουμε να στέλνουμε τη θεολογία και απολογητικά να πασχίζουμε να αποδείξουμε ότι υπάρχει. Αυτό έχει περάσει δυστυχώς και στον ορθόδοξο κόσμο (ευτυχώς σε ένα ελάχιστο μέρος ανθρώπων κυρίως που διακατέχονται από οργανωσιακά πρότυπα). Μάρτυρας ο Descartes που στο τρίτο του επιχείρημα περί υπάρξεως του Θεού (οντολογικό) μας λέει πως εφόσον στον Θεό αποδίδονται όλες οι τελειότητες (μία εκ των οποίων και η ύπαρξη), τότε ο Θεός υπάρχει. Ανάλογη και η σκέψη του Άνσελμου Καντερβουρίας που με μία προοδευτική συλλογική αποδεικνύει με το νου την ύπαρξη του Θεού. Γενικά μία τέτοια συλλογιστική έχει να κάνει με το ιδιαίτερο αυτό προνόμιο της Δύσης και του Σχολαστικισμού που φιλοσοφικά πλησίασε το μυστήριο του Θεού και όχι εμπειρικά (κάτι το οποίο φτάνει θα λέγαμε στο αποκορύφωμα με τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά και το ησυχαστικό κίνημα). Αυτή η σκέψη της Δύσης από πολύ νωρίς απεμπόλησε την εμπειρία που γεννά η μετοχή στο μυστήριο της Θείας Οικονομίας μέσα από τη ροή της Ιστορίας όπου ο Θεός αποκαλύπτεται μέσα από τις ενέργειες Του στην κτίση και στην ιστορία, όπως θα θεολογήσει με μοναδικό τρόπο ο Μ. Βασίλειος.
Παρόλα αυτά δεν αλλάζει κάτι. Ο Θεός εξακολουθεί να μην υπάρχει. Όταν προσπαθώ να περιγράψω ένα γεγονός, μία οντότητα, ένα όνομα και χρησιμοποιώ όρους μιας κτιστής αναλογικότητας που ως συσχετισμοί δεν υπερβαίνουν το εμπόδιο της λογικής έκφρασης και δεν ορίζουν την υπερβατική αντίληψη (κι ο Heidegger δεν μπορούσε να ερμηνεύσει τη μεταφυσική με όρους της ίδιας της μεταφυσικής και γι’ αυτό «έπλασε» νέους όρους για να κάνει την υπέρβαση αυτή) τότε τι κάνω; Προσπαθώ να ορίσω το μη οριζόμενο. Να προσεγγίσω το απλησίαστο. Να εκφράσω το ανέκφραστο. Δείτε στο μυστήριο της Θείας Ενανθρωπήσεως πόσο θαυμάσια χρησιμοποιεί τον λόγο ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ο οποίος το α – πρόσιτο το κάνει προσιτό στην ΛΗ΄ Ομιλία του για τη Γέννηση του Χριστού  («Ὁ ἄσαρκος σαρκοῦται… Ὁ ἀόρατος ὁρᾶται… Ὁ ἄχρονος ἄρχεται»).
Και ο ίδιος ιερός Πατέρας μας δίνει την αφορμή για μία επισκόπηση στο αχώρητο του γεγονότος της υπάρξεως Του. Η θεολογική παράδοση της Ανατολής διά μέσου των θεοφόρων Πατέρων ανέδειξε δύο δρόμους θεολογίας (εδώ το λέμε σχηματικά γιατί η θεολογία δεν ορίζεται, ούτε συστηματοποιείται όπως έγινε στη Δύση με το Σχολαστικισμό∙ κι αφού η θεολογία είναι ζωή, ορίζεται;). Την καταφατική και την αποφατική οδό. Αυτοί οι δύο δρόμοι σχετίζονται με τη γνώση του Θεού. Γράφει ο καθηγητής Δογματικής του Α.Π.Θ. Γ. Μαρτζέλος: «Η καταφατική οδός ή καταφατική θεολογία, όπως λέγεται συνήθως, αναφέρεται στην προσιτή, καταληπτή και γνωστή όψη του Θεού, ενώ η αποφατική οδός ή αποφατική θεολογία αναφέρεται στην απρόσιτη, ακατάληπτη και άγνωστη όψη του».
Η ομολογία ότι δεν υπάρχει Θεός δεν είναι μία επαναστατική ομολογία, ούτε σκοπεύει να σκανδαλίσει. Πραγματικά στην αποφατική θεολογία ο Θεός δεν υπάρχει. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τον Θεό, να Τον ορίσουμε, προσδιορίσουμε και να δώσουμε ονόματα που Του ταιριάζουν. Αυτό δεν γίνεται. Είναι σαν να προσπαθεί κάποιος να οριοθετήσει την ουσία του Θεού που είναι απρόσιτη και ακατάληπτη («῎Απειρον οὖν τὸ θεῖον καὶ ἀκατάληπτον» κατά τον Ιωάννη Δαμασκηνό). Ο Θεός στο σημείο αυτό μας «μπερδεύει». Η γνωσιολογική του όψη έχει διττή συμπεριφορά. Ενεργεί με διττό τρόπο. Ο ίδιος είναι και φανερός και αφανέρωτος. Γνωστός και άγνωστος. Όπως θα έλεγε και ο ιερός Αυγουστίνος «Deus secretus» και «Deus publicus».
Μπορώ να πω ότι ο Θεός είναι αγάπη, είναι δίκαιος, είναι πάνσοφος, παντογνώστης, ελεήμων, αλλά αυτοί οι προσδιορισμοί δεν προσεγγίζουν το τι είναι όντως ο Θεός. Κι αυτό γιατί ο Θεός δεν είναι. Κι αφού δεν είναι, δεν υπάρχει. Είναι αυτό που λέει ένας μεγάλος φιλόσοφος άγιος ο Μάξιμος ο Ομολογητής σε ένα σημείο στη Μυσταγωγία σύμφωνα με τον οποίο στον Θεό πρέπει να αποδίδουμε όχι το είναι αλλά το μη είναι. Βέβαια ένας λόγος που οι Πατέρες μίλησαν αποφατικά για τον Θεό ήταν εκείνος της αποφυγής της ειδωλοποίησης του Θεού, της αντικειμενοποιημένης και ανθρωπομορφικής εικόνας.
Στο σημείο αυτό οφείλω μία σημαντική διευκρίνιση που βέβαια έχει γίνει επανειλημμένως. Με θλίβει το γεγονός ότι ακόμη και Ιεράρχες αποδίδουν στον μεγάλο φιλόσοφο Νίτσε μία αθεΐα που εν μέρει προκύπτει από τη φράση «ο Θεός πέθανε». Πραγματικά έχω την αίσθηση ότι ή δεν έχουν διαβάσει τον Νίτσε ή επιλεκτικά παίρνουν τη φράση αυτή και την κάνουν «σημαία» στα κηρύγματα τους. Ο Νίτσε ήταν ένας θρησκευόμενος άνθρωπος με θεολογικές σπουδές που προοριζόταν για ιερέας. Η φύση της δυτικής θεολογίας ήταν εκείνη που τον απέτρεψε τελικά, αλλιώς να γινόταν ιερέας έχω την αίσθηση πως δεν θα ωφελούσε την ψυχή του και θα ζημιωνόταν.
Ο Νίτσε λοιπόν δεν διακήρυξε ποτέ την ανυπαρξία του Θεού κι αν ακόμη γίνεται καυστικός (βλ. το έργο του Αντίχριστος που είναι ένα δριμύ κατηγορώ ενάντια στον χριστιανισμό όπου επιτίθεται στην ουσία στο πως είδε τον Θεό η Δύση) δεν αρνείται τον Θεό. Στη Χαρούμενη Γνώση ο τρελός που κατέβηκε στην αγορά (ως άλλος Διογένης) είναι ο μόνος που φωνάζει σε όλους «σκοτώσαμε τον Θεό». Και ομολογεί το γνωστό «ο Θεός πέθανε» (Gott ist tot), δηλαδή όλοι όσοι «είδαν» τον Θεό με τα μάτια του νου και όχι της ψυχής, εκείνοι είναι και οι δολοφόνοι του, θέλοντας με τον τρόπο αυτό ο Νίτσε να δείξει δια του τρελού ότι η δυτική σκέψη μετέτρεψε τον Θεό σε ιδέα και όχι σε εμπειρία όπως συμβαίνει στη θεολογική σκέψη της Ανατολής. Αυτή είναι η αλήθεια για τη φράση του παρεξηγημένου Νίτσε ο οποίος αν δεν διαβαστεί δεν υπάρχει ποτέ μα ποτέ περίπτωση να κατανοηθεί από τον πιο δεινό ρήτορα, φιλόσοφο, θεολόγο.
Αυτή η παραδοχή του Νίτσε στη Χαρούμενη Γνώση (κάτι που διαπνέει και τα υπόλοιπα του έργα όπου εναντιώνεται στη θεώρηση της Δύσης) στην ουσία είναι μία αλήθεια που δεν μπορεί να αρνηθεί η Δύση, η οποία «έριξε» τον Θεό στην κατηγορία των όντων, και οδήγησε στην αφαίμαξη του μυστηρίου που συντελείται στους κόλπους της ζώσας εκκλησιαστικής κοινότητας ως μετοχή στις εμπειρίες του Θεού φια των ενεργειών Του. Αυτό που δεν είδε η Δύση, το «είδε» η Ανατολή μέσα από την μυσταγωγική θεώρηση των πραγμάτων τα οποία ενέταξε στη ροή του χρόνου και του χώρου που μεταμορφώνονται σε ένα αέναο και ατελείωτο λειτουργικό σήμερον υπό το φως της μυστηριακής ίασης που προσφέρουν τα θεία γεγονότα τελούμενα μέσα στην Εκκλησία.
Αν ο ανθρώπινος πεπερασμένος και κτιστός νους επιχειρήσει να γευτεί λίγο από τον άκτιστο Θεό είναι σίγουρο πως θα αποτύχει να βιώσει την αιωνιότητα που γεννά το φως της Τριαδικής δόξας. Για τον άνθρωπο των γεγυμνασμένων αισθητηρίων, ήτοι της ορθόδοξης Ανατολής η πεμπτουσία της θεϊκής φανέρωσης ως σαρκούμενο γεγονός συντελείται στο μυστήριο της Εκκλησίας. Εκεί όπου η χοϊκή αδυναμία καταθέτει την ασκητική της προσευχής στους κόμπους ενός ευτελούς μα θαυματουργού δημιουργήματος που φτάνει τον άνθρωπο στον Θεό και κατεβάζει τον Θεό στον άνθρωπο. Το κομποσχοίνι και η σωτήρια ευχή συναντιούνται ευλαβικά και ταπεινά στο σώμα της ερήμου που γέννησε το θαύμα της υπακοής και της μετάνοιας. Και βαδίζει πατώντας στο ιερό χώμα της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, του Εφραίμ του Σύρου, του Ιωάννου Δαμασκηνού, του Ιωάννου της Κλίμακος και αναστενάζει πόθους και καημούς πτώσεων που το μυστήριο της εξομολόγησης εγκολπώνει στη συγχωρητική του δροσιά. Εκεί όπου το διψασμένο σώμα της ψυχής αγιάζεται από τη θεία χάρη. Εκεί όπου η νίψη και η προσευχή μαρτυρούν την παρουσία ενός Θεού. Ενός Θεού που δεν είναι αλλά φανερώνεται και γίνεται. Για να γίνει ο άνθρωπος Θεός..


Ηρακλής Φίλιος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου