Τὸ παρὸν κείμενον ἐδημοσιεύθη, ἐν παραρτήματι καὶ ἄνευ τίτλου, εἰς τὸ βιβλίον: Pere JUSTIN POPOVITCH, Philosophie Orthodoxe de la Verite, Dogmatique de l’Eglise Orthodoxe, tome 5, traduit du serbe par Jean-Louis Palierne, ed. «L’Age d’ Homme», Lausanne 1997, σ. 457-464. Μετεφράσθη δὲ ὑπὸ τοῦ ἀρχιμανδρίτου Νικοδήμου Μπαρούση καί, λόγῳ τῆς ἐπισήμου πλέον ἀνακηρύξεως τῆς ἁγιότητος τοῦ Σέρβου ἱερομονάχου Ἰουστίνου (Πόποβιτς), ἀντὶ τῆς προσφωνήσεως: «πατὴρ Ἰουστῖνος» ἀναφέρεται αὐτὸς ὡς: «ἅγιος Ἰουστῖνος».
* * *
«Ἡ ὑπερτάτη ἀξία, τὸ ὑπέρτατον
κριτήριον εἶναι ὁ Θεάνθρωπος. Αὐτὸς εἶναι ἡ Ἀλήθεια, ἡ Ὁδὸς καὶ ἡ Ζωή, ὁ
μοναδικὸς φίλος τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀποκλειστικὸς ὁδηγός του πρὸς τὴν
σωτηρίαν», λέγει καὶ ἐπαναλαμβάνει συνεχῶς ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος. «Ὁ
Θεάνθρωπος, Αὐτὸς ὁποὺ ἀνοίγει εἰς ἡμᾶς μίαν ὁδόν, μίαν ὁδὸν
διαφορετικὴν ἐκείνης ὁποὺ μᾶς προσφέρει ὅ,τιδήποτε θέλει νὰ
παρουσιάζεται ὡς θρήσκευμα, ὡς ἐπιστήμη ἢ ὡς φιλοσοφία. Ἡ ὁδὸς τοῦ
Θεανθρώπου εἶναι κάτι πολὺ περισσότερον μιᾶς διδασκαλίας, εἶναι αὐτὴ ἡ
ἰδία ἡ Ἀλήθεια, εἶναι αὐτὸ τὸ ἴδιον τὸ πρόσωπον τοῦ Θεανθρώπου, ὁ ἴδιος ὁ
Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ὁποῖος προσφέρει εἰς ἡμᾶς τὴν δυνατότητα ἐνσωματώσεως
ἡμῶν εἰς Αὐτόν, καὶ ὀργανικῆς ἐντάξεως ἡμῶν εἰς τὸ ἰδικόν Του Σῶμα, τὸ
ὁποῖον ἀφῆκεν εἰς τοῦτον τὸν κόσμον ὑπὸ τὴν μορφὴν τῆς Ἐκκλησίας».Πολλοὶ ἀναγνῶσται τῶν ἔργων τοῦ ὁσίου Ἰουστίνου ἔχουν ἐντυπωσιασθῆ ἀπὸ τὴν γλῶσσαν του, τὴν ἐπαναληπτικὴν καὶ ἀνανεωτικὴν συγχρόνως, μίαν γλῶσσαν ὁποὺ χρησιμοποιεῖ συχνῶς τύπους καὶ μορφὲς ἀσυνήθεις, ἕνα εἶδος νεολογισμῶν. Μεταξὺ τῶν λέξεων αὐτῶν, τόσον χαρακτηριστικῶν τοῦ λεξιλογίου καὶ τοῦ ὕφους τοῦ ὁσίου Ἰουστίνου, ὑπάρχουν δύο, ὁποὺ διαδραματίζουν καθοριστικὸν ρόλον εἰς τὸ σύνολον τῶν ἔργων του καὶ τὴν ἀνάπτυξιν τῆς σκέψεώς του. Εἶναι οἱ ὅροι «λογικότης» καὶ «Θεάνθρωπος». Ὁ πρῶτος ὅρος εἶναι μία λέξις, ἡ ὁποία εἰσάγεται διὰ πρώτην φορὰν ὑπὸ τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου, ἐνῶ ἡ δευτέρα ἀπαντᾷται μὲν εἰς τοὺς παλαιοτέρους Πατέρας, ἀλλ’ ὑπὸ τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου – χρησιμοποιουμένη ἰδιαιτέρως συχνῶς καὶ συστηματικῶς – προσλαμβάνει τὴν ὅλως κεντρικὴν καὶ ἐκφραστικὴν θέσιν τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκαλύψεως.
Δὲν εἶναι τυχαῖον ὅτι οἱ δύο αὐτοὶ ὅροι ἔχουν μίαν κεντρικὴν ἀποστολὴν εἰς τὸ λεξιλόγιον τοῦ ὁσίου Ἰουστίνου, ὑφαίνοντες τὸ νῆμα τοῦ ἔργου καὶ τῆς ζωῆς του ἐν τῷ συνόλῳ αὐτῶν. Ἐὰν ἐνεπνεύσθῃ τὸν ἕνα ὅρον καὶ ἔδωκεν εἰς τὸν ἄλλον, τὸν ὑπάρχοντα, θέσιν κεντρικήν, ἔκαμε τοῦτο ἐπειδὴ τοῦ παρεῖχον τὴν δυνατότητα νὰ παρουσιάσῃ, νὰ δείξῃ εἰς τὸν κόσμον ὅτι ἡ Χριστιανικὴ πίστις, ἡ πίστις τῶν ἁγίων Πατέρων, ἔχει ὅλην τὴν δυνατότητα νὰ ἀπαντήσῃ εἰς τὶς ἀνάγκες, εἰς τὰ ἐρωτήματα καὶ τὶς ἀνησυχίες τῶν Χριστιανῶν τῆς ἐποχῆς μας, καὶ νὰ προσφέρῃ τὰ ἀναγκαῖα ὅπλα πρὸς ἀντιμετώπισιν τῶν φαντασμάτων καὶ τῆς αὐταπάτης, πρὸς καταδίωξιν τῶν ἀπαισίων αὐτῶν τεράτων τοῦ ψεύδους, τῶν τρομερῶν αὐτῶν ἐφιαλτῶν τῶν συγχρόνων ἀνθρώπων.
Ὅταν ὁμιλῇ περὶ τῆς λογικότητος τοῦ σύμπαντος, ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος θέλει νὰ ὑπογραμμίσῃ ὅτι ὁλόκληρος ἡ Δημιουργία εἶχε συλληφθῆ ἐν τῇ Μεγάλῃ Βουλῇ τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἐντὸς τοῦ προαιωνίου σχεδίου Αὐτῆς πρὸς τὸν σκοπὸν ὅπως ἀνακεφαλαιωθῇ αὐτὴ ἐν τῷ Προσώπῳ τοῦ Λόγου, καὶ ὅπως ὁ Θεάνθρωπος, συνάπτων τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν μετὰ τῆς θείας, δείξῃ, παρουσιάσῃ ζῶσαν ἐνώπιον ἡμῶν τὴν ἀρχικὴν προοπτικήν, τὸ ἀρχικὸν σχέδιον τῆς κατ’ εἰκόνα Θεοῦ πλασθείσης φύσεως ἡμῶν.
Ἡ ἁμαρτία τῶν προπατόρων ἡμῶν, τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας, καίτοι κατέρριψεν αὐτὸ τὸ ἀρχικὸν μεγαλεῖον τῆς ἡμετέρας φύσεως, καίτοι κατώρθωσεν νὰ θέσῃ εἰς κίνδυνον τὸ θεῖον σχέδιον, ἐν τούτοις δὲν ἠμπόρεσε νὰ διασπάσῃ τὴν συνέχειαν αὐτοῦ. Ὁμιλῶν περὶ τοῦ Θεανθρώπου, ὑπενθυμίζων τὴν λογικότητα τῆς Δημιουργίας, ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος ἔχει τὸν ἰδικόν του τρόπον ἐκφράσεως τοῦ δόγματος τῆς Χαλκηδόνος.
Ὁ ὅσιος Ἰουστῖνος δὲν εἶναι κυρίως ἕνας ἀκαδημαϊκὸς θεολόγος, ἕνας εἰδήμων τῶν ἀρχαίων κειμένων ἢ ἕνας πολυμαθὴς δεινὸς συζητητής. Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος εἶναι βαθύτατα ἕνας ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς του. Τὸ ἔργον του εἶναι ἡ διακήρυξις, ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως, καὶ ἀπευθύνεται πρὸς τοὺς συγχρόνους του. Τοὺς ὁμιλεῖ ἐναγωνίως διὰ τὴν ἀκαταστασίαν, εἰς τὴν ὁποίαν τοὺς βυθίζει ἡ πικρὰ ἐμπειρία τῆς ἐπαναλαμβανομένης ἀποτυχίας, διὰ τὴν δουλοπρέπειαν εἰς τὴν ὁποίαν κατευθύνουν τὸν ἄνθρωπον οἱ ἰδεολογίες καὶ οἱ αὐτοκρατορίες, οἱ εἰδωλολατρίες καὶ οἱ ψευδοεπιστημονισμοί, ἐπικρίνων πάντοτε δριμύτατα τὴν παράλογον ἀπαίτησιν τοῦ Οὑμανισμοῦ νὰ ἑρμηνεύῃ τὸν ἄνθρωπον διὰ τοῦ ἀνθρώπου.
Ἔκρινεν ἀναγκαῖον νὰ παρουσιάσῃ δι’ ἑνὸς τόσον προσωπικοῦ ὕφους τὴν παραδοσιακὴν πίστιν, διὰ νὰ κατορθώσῃ νὰ προκαλέσῃ τὸν σύγχρονον ἄνθρωπον, νὰ τοῦ δώσῃ τὴν ἐπιθυμίαν καὶ τὴν δυνατότητα νὰ ἀπωθήσῃ ἀφ’ ἑαυτοῦ τὴν διαστροφὴν τοῦ νοήματος τῆς ζωῆς, ἡ ὁποία προσφέρεται εἰς αὐτὸν ὑπὸ τοῦ Οὑμανισμοῦ ὡς προφανὴς καὶ δικαιολογημένη. Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος ὑπογραμμίζει ὅτι ὁ Οὑμανισμός, περὶ τοῦ ὁποίου καυχᾶται ἡ ἐποχή μας (ἂς ἰδοῦμε πόσας αὐταπάτας δύναται σήμερον νὰ καλύψῃ ἡ οὑμανιστικὴ ἔννοια τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων), εἶναι ὁ ἀντίπους τοῦ εὐαγγελισμοῦ τοῦ Θεανθρώπου, εἶναι ἡ προβολὴ ἑνὸς παγκοσμίου εἰδώλου, συντεθειμένου μετὰ τοιαύτης ἀπάτης, ὥστε νὰ δύναται νὰ ὑποδουλώσῃ ἡμᾶς μετ’ εὐκολίας.
Ἀσφαλῶς, ἡ ὑπὸ τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου ἀπόδοσις τοιούτων χαρακτηρισμῶν εἰς τὸν Οὑμανισμόν, δυσαρεστεῖ ἕνα μέρος τῆς συγχρόνου κοινωνίας, διὰ τὴν ὁποίαν ὁ Οὑμανισμὸς εἶναι ἕνα σύμβολον, ὁποὺ ἐκφράζει τὴν ἀνωτερότητα τοῦ συγχρόνου πολιτισμοῦ ἔναντι ὅλων τῶν προγενεστέρων.
Σήμερον θέλουν, ἐν ὀνόματι τοῦ Οὑμανισμοῦ, νὰ ἑρμηνεύσουν τὸ παρὸν διὰ τοῦ παρελθόντος, τὸν ἄνθρωπον διὰ τοῦ ζῴου καὶ τὸ ζῷον διὰ τῆς ὕλης, τὴν θρησκείαν διὰ τῆς κοινωνίας καὶ τὴν κοινωνίαν διὰ τῆς οἰκονομίας, τὶς ἀξίες διὰ τοῦ συμφέροντος, τὴν ἠθικὴν ζωὴν διὰ τῶν ἐνστίκτων, τὴν ζωὴν τῶν ὡρίμων διὰ τῆς παιδικότητος, καὶ τὴν γνῶσιν τῶν ὄντων διὰ τῆς ἐκπαιδεύσεως. Ἔτσι, ἀπορροφοῦν τὴν ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας ἐντὸς τοῦ κοινωνικοῦ γίγνεσθαι καὶ τῆς ἐγκοσμιότητος, ἐλαχιστοποιοῦν τὸ ἱερὸν εἰς τὴν αἴσθησιν τῆς προσωπικῆς εὐαισθησίας, καὶ τὴν ποιμαντικὴν εἰς τὴν διοικητικὴν διεκπεραίωσιν καὶ ἐξάσκησιν τοῦ καθήκοντος.
Ἡ ἀπαράδεκτος ἀπαίτησις τοῦ Οὑμανισμοῦ εἶναι νὰ ἐντάξῃ ἡμᾶς ἐντὸς ἑνὸς ἀπολύτου καὶ προκαθωρισμένου ἀναπτυξιακοῦ προγράμματος, ἑνὸς παγκοσμίου κανόνος παρέχοντος τὴν δυνατότητα ἑρμηνείας ὅλων τῶν ἀναζητήσεων τοῦ παρελθόντος – πρὸ πάντων τοῦ Χριστιανισμοῦ – ὡς ἁπλῶν σταθμῶν εἰς τὴν πορείαν τῆς σταδιακῆς ἐξελίξεως. Ἔτσι, ὀλίγον κατ’ ὀλίγον θὰ διαμορφωθῇ μία κοινὴ δογματικὴ διδασκαλία, τείνουσα νὰ καταστῇ μοναδικὸς τρόπος σκέψεως εἰς τὴν Δύσιν, καὶ φιλοδοξοῦσα νὰ ἐκτείνῃ τὴν ἐπιρροὴν της ἐφ’ ὅλης τῆς γῆς, ἐμφανιζομένη ὡς κανὼν τῆς παγκοσμίου προόδου, ὡς ἕνας δογματικὸς Οὑμανισμός, ὡς χειραφέτησις ὁδηγοῦσα μὲν εἰς τὴν λήθην τῶν «μεσαιωνικῶν προλήψεων», ἀνοίγουσα δὲ ἐπὶ τέλους τὴν ὁδὸν τῆς ἁρμονικῆς ἀναπτύξεως τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων. Παρουσιάζοντες μάλιστα τὴν θρησκείαν, ἰδιαιτέρως εἰς τὰ σχολεῖα, ὡς μίαν σύνθεσιν πρὸς ἁπλῆ κατανάλωσιν, ἐργάζονται διὰ τὴν παρουσίασιν αὐτῆς ὡς εἴδους ξεπερασμένου. Ἐμποδίζουν πλέον τὴν κυκλοφορίαν βιβλίων, τὰ ὁποῖα δὲν παρουσιάζουν τὴν θρησκείαν ὡς ἀντικείμενον πολυσυζητημένον, ξεπερασμένον, μουσειακόν. Ἐνσπείρουν παγκοσμίως τὴν ἀμφιβολίαν καὶ τὴν ὑποψίαν διὰ τὴν θρησκείαν. Ἡ πίστις ἐξορίζεται εἰς τὴν τάξιν, εἰς τὸ ἐπίπεδον τοῦ ἀρχαϊσμοῦ, ἡ ἀποκάλυψις εἶναι ἄχρηστος ὡς μὴ ἐμπορεύσιμος, καὶ ἡ λειτουργικὴ τάξις, τὸ λειτουργικὸν Τυπικόν, εἶναι, κατὰ τὴν ἀντίληψιν τοῦ Οὑμανισμοῦ, κάτι τὸ «λαογραφικόν», ἕνα σύνολον λατρευτικῶν ἐθίμων τῶν ἀφελῶν θρησκολήπτων ἀνθρώπων.
Ἐνώπιον τῆς προβαλλομένης αὐταρκείας, ὁ ὅσιος Ἰουστῖνος κατ’ ἐπανάληψιν ὑπενθυμίζει τὴν ριζικὴν ἀποτυχίαν τοῦ Οὑμανισμοῦ, τὴν ὁριστικὴν ἀδυναμίαν πάσης ἰδεολογίας εἰς τὴν μάχην κατὰ τῆς ἁμαρτίας, τοῦ θανάτου καὶ τοῦ Διαβόλου. Εἰς τοὺς ἰσχυρισμοὺς τοῦ Οὑμανισμοῦ ἀντιπαραθέτει τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Θεανθρώπου, ἀποδεικνύων ἀκαταπαύστως τὴν πλήρη ἰδεολογικὴν ἀντίθεσιν τοῦ Οὑμανισμοῦ πρὸς τὴν ἐν Χριστῷ ζωήν. Αὐτὸς εἶναι ἕνας ἀνθρωπισμὸς μὲ κέντρον τὸν ὑπεράνθρωπον, ὁ ὁποῖος ματαίως προσπαθεῖ νὰ ἀντιταχθῇ, νὰ ἐπαναστατήσῃ ἐναντίον τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Θεανθρώπου. Ἔτσι, ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος καταγγέλλει σταθερῶς τὰ δελεάσματα καὶ τὶς ἀπᾶτες τῶν διαφόρων μορφῶν τοῦ Οὑμανισμοῦ, τοῦ θεωροῦντος τὸν ἄνθρωπον ὡς τὸ μέτρον πάσης ἀξίας, ἐνῶ δὲν παύει ἐπαναλαμβάνων σταθερῶς ὅτι «μέτρον πάντων» εἶναι ὁ Θεάνθρωπος.
Ἂν ἡ σκέψις τοῦ ὁσίου Ἰουστίνου παρουσιάζῃ κάποιαν πρωτοτυπίαν, τοῦτο ὀφείλεται εἰς τὴν ἀρνητικήν του στάσιν ἔναντι τοῦ Οὑμανισμοῦ. Ἐν τούτοις, ὀφείλομεν νὰ ὁμολογήσωμεν ὅτι ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος μένει πάντοτε καὶ ἐν πᾶσιν ἀπολύτως πιστὸς εἰς τὴν αὐθεντικὴν παράδοσιν τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, γεγονὸς ὁποὺ φαίνεται ἤδη ὡς ὁλοκληρωτικὴ ρῆξις μεθ’ ὅλων τῶν προσπαθειῶν ἀναπροσαρμογῆς καὶ ἐκσυγχρονισμοῦ περὶ τὴν ἔκφρασιν τῆς χριστιανικῆς πίστεως, τόσον συνήθους ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας. Ὑπογραμμίζων ἀκαταπαύστως τὴν παραδοξότητα τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, τὴν κλῆσιν τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἑνωθῇ μετὰ τοῦ Σώματος τοῦ Θεανθρώπου, δηλαδὴ μετὰ τῆς Ἐκκλησίας, ὑπενθυμίζων τὴν λογικότητα ἡμῶν, ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος ἀποδεικνύεται πιστὸς διάδοχος τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ καὶ τῶν Καππαδοκῶν πατέρων, καθὼς καὶ ὅλης τῆς παραδόσεως τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τοὺς ὁποίους, ἐκ θείας προνοίας, κατέστησεν ἐπικαίρους διὰ τὴν ἐποχήν μας. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον μᾶς προσφέρει τὰ μέσα πρὸς ἀπώθησιν καὶ πλήρη μάκρυνσιν ἀφ’ ἡμῶν τῆς παραφροσύνης καὶ τῆς πλάνης τῆς Δύσεως.
Ἑπομένως, ὁ τρόπος διὰ τοῦ ὁποίου ὁ ὅσιος Ἰουστῖνος χρησιμοποιεῖ τοὺς ἁγίους Πατέρας εἶναι, τρόπον τινά, ἰδιαίτερος καὶ ἀποκαλυπτικός: χρησιμοποιεῖ αὐτοὺς διὰ νὰ τοῦ διδάξουν ἐν τῇ προσευχῇ τὴν ἐμπνευσμένην αὐτῶν διδασκαλίαν, τὴν ὁποίαν ἡ Ἐκκλησία ἀνεγνώρισεν εἰς αὐτοὺς ὡς ἰδιαίτερον χάρισμα αὐτῶν. Πολλάκις εἰς τὰ κείμενά του διατρέχει – δίχως νὰ διατυπώνῃ τοῦτο σαφῶς – κάποιες λεπτομέρειες ἐκ τῆς ἀναγνώσεως τῶν Πατερικῶν κειμένων, διὰ νὰ χρησιμοποιήσῃ τὴν κεντρικὴν αὐτῶν ἰδέαν, τὴν ὁποίαν καὶ ἐπαναλαμβάνων κατ’ ἐξακολούθησιν ὁδηγεῖται εἰς ἐμβάθυνσιν ἐπὶ τοῦ οὐσιαστικοῦ νοήματος αὐτῆς. Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος μετέφραζεν ἐκ τῶν ἔσω τὴν παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας, διὰ νὰ ἐπιτύχῃ τὴν ἀληθῆ ἐξομοίωσιν τῆς ἰδικῆς του σκέψεως πρὸς τὴν παράδοσιν αὐτήν.
Ἐπωφελεῖτο πάντοτε τοὺς ἁγίους Πατέρας, διότι εὕρισκεν εἰς αὐτοὺς τὴν ἰδίαν καὶ μοναδικὴν ἔκφρασιν τῆς Ἐκκλησίας. Κατ’ αὐτόν, ἡ σκέψις τῶν ἁγίων Πατέρων εἶναι πάντοτε ὑλικὸν διαχρονικόν, εἶναι διεργασία τῶν πηγῶν μετὰ τῶν ἑκάστοτε τρεχόντων πνευματικῶν ρευμάτων, τῶν ἐπαναστάσεων, τῶν δυσχερειῶν, τῶν διαφοροποιήσεων καὶ τῶν διαμορφώσεων, τῶν διαφόρων σχολῶν καὶ τῶν ἐπὶ μέρους παραδόσεων. Ἡ διδασκαλία του ἄρχιζε πάντοτε διὰ τῆς φράσεως: «Οὗτος ὁ Ἅγιος διδάσκει ἡμᾶς ὅτι...», ἔκφρασις ἐπαναλαμβανομένη συχνῶς μετά τινος ἰδιαιτερότητος διὰ τὴν ἁγιότητα ἑκάστου Πατρὸς καὶ τὴν θέσιν, τὴν ἀποστολήν, τὴν ὁποίαν ἐνεπιστεύθη εἰς αὐτὸν ἡ θεία Πρόνοια χάριν τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ὑπὸ τῶν ἁγίων Πατέρων διδασκομένη ἀλήθεια, μεταφερθεῖσα εἰς ἡμᾶς πρὸς βίωσιν τῆς ἐλευθερίας τοῦ πνεύματος ἐν τῇ ἐμπειρίᾳ τῆς σωτηρίας, ἀποκαλύπτεται εἰς ἡμᾶς ὡς καρπὸς μακρᾶς ἀσκήσεως. Δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα ἐπιστημονικῆς ἐρεύνης, ἡ δὲ οἰκοδόμησις ἑνὸς συστήματος οὐδεμίαν βοήθειαν ἢ χρήσιμον κριτικὴν δύναται νὰ προσφέρῃ.
Ὁ ὅσιος Ἰουστῖνος σπανίως διατυπώνει τὶς ἐπιφυλάξεις του περὶ τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας, περὶ τῶν ἀναλυτικῶν μεθόδων αὐτῆς, περὶ τῆς ἐρεύνης τῶν «σοφῶν» ἐπὶ τοῦ νοήματος τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἢ περὶ τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ ὀρθολογισμοῦ. Ἀρκεῖται εἰς τὴν εἰρηνικὴν ἐπαναβεβαίωσιν τῆς πλέον καταπληκτικῆς ἀληθείας, ὁποὺ μετελαμπαδεύθη εἰς ἡμᾶς ὑπὸ τῆς παραδόσεως τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας: «Ὁ Θεὸς γέγονεν ἄνθρωπος, ἵνα Θεὸν τὸν ἄνθρωπον ἀπεργάσηται». Γεγονὸς ὁποὺ τοῦ ἐπιτρέπει νὰ παρουσιάσῃ ὅτι ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς εἶναι ἡ ἀνακεφαλαίωσις ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος, ὥστε καθ’ ἕνας ἐξ ἡμῶν, μεθ’ ὅλης τῆς κτίσεως, δύναται νὰ φανερώσῃ ὁλόκληρον τὴν ἔκφρασιν τῆς «λογικότητος». Ἔτσι, ὁ Θεάνθρωπος ἀποκαλύπτεται ὡς τὸ ἀνεπίγνωστον ἀντικείμενον ὅλων τῶν ἐμπνεύσεων, Αὐτὸς ὁποὺ εἶναι ὁ μόνος δυνάμενος νὰ προσφέρῃ εἰς ἡμᾶς τὴν ἱκανότητα ἀπωθήσεως ἅπαξ διὰ παντός, ὅλων τῶν φαινομενικῶν καὶ ἐπιπλάστων ὑπηρεσιῶν τοῦ ὑπερανθρώπου.
Εἶναι καὶ τοῦτο καρπὸς μιᾶς μακροχρονίου πορείας. Ἀπὸ τοῦ 1920 τότε ἱερομόναχος Ἰουστῖνος ἐνετάχθη εἰς τὴν ἀσκητικοθεολογικὴν σχολὴν τοῦ ἁγίου Μακαρίου, εἰς τὸν ὁποῖον καὶ ἀφιέρωσεν τὴν διδακτορικήν του διατριβήν. Εἰς τοῦτο τὸ σύγγραμμά του διαπιστοῦται ἡ μέριμνά του πρὸς σύνδεσιν τῆς πρακτικῆς ἀσκήσεως (βιουμένης ὡς θεολογικοῦ ἐμπλουτισμοῦ τοῦ προσώπου) μετὰ τῆς συμμετοχῆς εἰς τὰ ἱερὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ὡς συνεργίας τῆς ἐσωτερικῆς προσευχῆς μετὰ τῆς παραδεδομένης ὑπὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὁμολογιακῆς δογματικῆς παραδόσεως.
Ἔτσι, ὁ ὅσιος Ἰουστῖνος δύναται νὰ συνδέσῃ τοὺς δογματικοὺς ὅρους πρὸς τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ πνευματικοῦ πολέμου, διὰ τοῦ ὁποίου καθ’ ἕνας ἐξ ἡμῶν εἶναι προσκεκλημένος νὰ συμμετάσχῃ εἰς τὸ μυστήριον τῆς σωτηρίας. Ὁ πόλεμος αὐτὸς ἵσταται ἀντιμέτωπος πρὸς τὸν ἀπρόσωπον χαρακτῆρα τῆς ψυχολογικῆς ἐπιλύσεως τῶν προβλημάτων, διὰ τοῦ ὁποίου σήμερον κάποιοι ἐξ ἡμῶν προσδοκοῦν τὴν ἐπίτευξιν τῆς βελτιώσεως ἑαυτῶν. Ἡ αὐθεντία τῶν ψευδοδιδασκάλων τῆς ψυχολογικῆς ἱσορροπίας εἶναι τόσον ἐφήμερος, ὅσον περισσότερον ἰσχυρίζεται αὐτὴ ὅτι στηρίζεται ἐπὶ τῆς παγκοσμίου γνώσεως, τὴν ὁποίαν τοποθετεῖ ὑπεράνω, κατ’ αὐτούς, τῆς ἀγνωσίας ἡμῶν, τὴν ὁποίαν καλούμεθα ὑπ’ αὐτῶν νὰ βιώσωμεν ἐνοχικῶς. Πρόκειται ἀκριβῶς περὶ ἑνὸς ἰσχυροῦ πειρασμοῦ, προσπαθοῦντος νὰ ζωογονήσῃ τὶς πηγὲς τῆς πνευματικῆς ζωῆς πρὸς δελεασμὸν τοῦ ἀνθρώπου. Ὅμως, μόνον ὁ Θεάνθρωπος δύναται νὰ ἀποκαταστήσῃ ἀληθῶς τὴν εἰκόνα Αὐτοῦ ἐν ἡμῖν, εἰς τὴν καρδίαν ἡμῶν, καὶ νὰ κορέσῃ τὴν δίψαν ἡμῶν διὰ τῶν ἱερῶν Μυστηρίων – ἰδιαιτέρως μάλιστα τῆς θείας Εὐχαριστίας – ἐν συνδυασμῷ μετὰ τῆς συμμετοχῆς ἡμῶν εἰς τὴν ἄσκησιν τῶν ἁγίων ἀρετῶν – πρώτη τῶν ὁποίων εἶναι ἡ πίστις εἰς τὸν Θεάνθρωπον, τὴν κεφαλὴν τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας.
Δι’ ἡμᾶς, τοὺς δυτικοπλήκτους τοῦ 20οῦ αἰῶνος, τὸ προσκλητήριον τοῦ ὁσίου Ἰουστίνου εἶναι μία ἀληθὴς μεθοδολογικὴ ἀνατροπή. Πρέπει μᾶλλον νὰ ὁμιλήσωμε περὶ μιᾶς γνωσιολογικῆς ἀνατροπῆς, ἐφ’ ὅσον ἡ σωτηρία τῆς γνωσιολογίας τοῦ ἀνθρώπου ἐπενδύεται εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ ἁγίου Πατρὸς κεφαλαιώδη σημασίαν, ἐκείνην ἀκριβῶς τὴν σημασίαν ὁποὺ ἔχει εἰς τὴν βαθεῖαν σκέψιν τοῦ ἁγίου Συμεὼν Θεολόγου: «Ἡ γνῶσις οὐκ ἔστι τό φῶς, ἀλλά τό φῶς ἡ γνῶσις ὑπάρχει». Ὁλόκληρος ἡ σύγχρονος δυτικὴ γνωσιολογία ἔχει ἀκριβῶς κατεύθυνσιν ἀντίθετον.
Ἡ ἀληθὴς μεθοδολογικὴ ἀνατροπὴ εἶναι ἐκείνη ὁποὺ ἀπέκτησεν ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἔκτιζε τὸν πύργον τῆς Βαβέλ, τὸν δυτικὸν ὀρθολογισμόν, ὄχι μόνον ἐκεῖνον τῆς Ἀναγεννήσεως καὶ τῆς ἐποχῆς τῆς γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως, ἀλλὰ πολλῶν αἰώνων πρὸ τῆς ἐνάρξεως τῶν συντονισμένων ἐπιχειρήσεων πρὸς ἐκρίζωσιν τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐκ τῆς Δύσεως, τὸν μέγαν πειρασμὸν τοῦ Ὑπερανθρώπου.
Τὸ ἔργον τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου, ἡ οὐσιαστικὴ συνεισφορὰ αὐτοῦ πρὸς θεραπείαν τῆς πνευματικῆς ἀσθενείας τῆς ἐποχῆς ἡμῶν, προχωρεῖ περισσότερον. Ἄν, εἰς ὁλόκληρον τὸ συγγραφικόν του ἔργον, γίνεται συνεχῶς ἐπίκλησις τοῦ Θεανθρώπου, τοῦτο γίνεται διὰ νὰ ὑπογραμμισθῇ εἰς τὴν ἐποχήν μας, καὶ εἰς πεῖσμα αὐτῆς, ὅτι ἡ Θεανθρωπότης εἶναι τὸ μέτρον καὶ τὸ κριτήριον ὅλων τῶν ἀξιῶν, καὶ ὅτι ὁ Θεάνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἀποκαλύπτεται εἰς τὸν ἄνθρωπον ὡς ὁ αὐθεντικὸς ἄνθρωπος, εἶναι ὁ σκοπὸς διὰ τὸν ὁποῖον εἶναι κεκλημένος: εἰς τὴν θέωσιν τοῦ προσώπου του διὰ τῆς ὁλοκληρώσεως αὐτοῦ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἡ ὁποία εἶναι αὐτὸ τοῦτο τὸ Σῶμα τοῦ Θεανθρώπου.
Ἔτσι, τὸ ἔργον τοῦ ὁσίου Ἰουστίνου παρουσιάζει μίαν συνεχῆ περιφρόνησιν ὅλων τῶν πειρασμῶν μειώσεως τῆς θεανθρωπίνης ἀληθείας τοῦ Εὐαγγελίου ἔναντι τῶν ἀπαιτήσεων μιᾶς ἰδεολογίας. Μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι, εἰς τὴν παραβολὴν τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου, ὁ Χριστὸς εἶναι αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ πλησίον, ὁ πλησιέστερος πλησίον τοῦ ἀνθρώπου, αὐτὸς τὸν ὁποῖον κυρίως καὶ ἰδιαιτέρως θὰ ἔπρεπε νὰ ἀγαπᾷ ὁ ἄνθρωπος. Εἶναι ἡ πλέον ἐκπληκτικὴ διαβεβαίωσις τοῦ Εὐαγγελίου, ἐμπρὸς εἰς τὴν ὁποίαν ὅλοι οἱ πειρασμοὶ τοῦ μοντερνισμοῦ καὶ τῆς ἐκκοσμικεύσεως τῆς Ἐκκλησίας καταντοῦν εἰς ἀδύναμα ἰδεολογήματα, ἀνίκανα νὰ ἐπηρεάσουν τοὺς ἐπαναστάτας. Τὰ ἰδεολογήματα αὐτὰ προσπαθοῦν νὰ ἀδειάσουν, νὰ κενώσουν τὸν Χριστιανισμὸν ἐξ ὅλων τῶν θαυμαστῶν καὶ ὑπερφυσικῶν του στοιχείων, ἐκείνων ὁποὺ φαίνονται ἀπίθανα εἰς τοὺς πολλούς, μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ τὸν καταστήσουν ἀποδεκτὸν εἰς τὴν διεφθαρμένην κοινωνίαν μας.
Ἐπὶ τῆς παραβολῆς ταύτης τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου, στηρίζονται ὅλες οἱ σύγχρονες ἑρμηνευτικὲς ἀπόπειρες, οἱ ὁποῖες δὲν γνωρίζουν πῶς νὰ ἐξηγήσουν διατί ὁ Κύριος παρουσιάζει τὸν Καλὸν Σαμαρείτην – προφανῶς τὸν ἑαυτόν Του – ὡς τὸν πλησίον ὁποὺ ἀγαπᾷ τὸν ὑπὸ τῶν ληστῶν τραυματισθέντα ἄνθρωπον, καίτοι, ὡς γνωστόν, ἡ πρόθεσις εἶναι ἡ ἡμετέρα διδασκαλία πρὸς μίμησιν τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου, τοῦ εὐεργετοῦντος τὸν πλησίον αὐτοῦ.
Διὰ τὸν ὅσιον Ἰουστῖνον, ἡ χριστιανικὴ ὁδός, ἡ ὁδὸς τοῦ Θεανθρώπου, εὑρίσκεται ἐκ διαμέτρου ἀντίθετος ἐκείνης τοῦ Οὑμανισμοῦ. Ἡ ἀρχή, βάσει τῆς ὁποίας «μέτρον πάντων εἶναι ὁ ἄνθρωπος», φανερώνει εἰς τὴν πραγματικότητα ὅτι «μέτρον πάντων εἶναι ἡ ἁμαρτία», τὸ ὁποῖον σημαίνει ὅτι «μέτρον πάντων εἶναι ὁ Διάβολος».
Τίποτε δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἶναι περισσότερον ξένον εἰς τὴν σκέψιν τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου ἀπὸ τὴν ἀποδοχὴν τῆς ἀλλοιώσεως – μιᾶς ἀλλοιώσεως ἤδη παλαιᾶς διὰ τὴν Δύσιν – εἰς τὴν Κυριακὴν Προσευχήν, ἐπὶ τῆς φράσεως: «Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δός ἡμῖν σήμερον». Μιᾶς ἀλλοιώσεως ὁποὺ περιορίζει τὴν ἔννοιαν τοῦ ἄρτου μόνον εἰς τὸν ὑλικόν, καὶ σμικρύνει τὴν ἀποστολὴν τῆς χριστιανικῆς πίστεως εἰς τὴν κοινωνικὴν δραστηριότητα, διὰ νὰ καταλήξῃ ἡ τελικὴ αἴτησις: «Ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ», εἰς αἴτησιν ἁπλῆς ἠθικῆς βελτιώσεως, δηλαδὴ εἰς ἀπαλλαγὴν ἐξ ἑνὸς ἀφηρημένου κακοῦ. Ὁ καθημερινὸς ἀγὼν τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι ἐναντίον τῆς δυνάμεως ἐκείνης, ἡ ὁποία προσεπάθησε νὰ ἐπιβάλῃ ἐφ’ ἡμᾶς ἕνα καθοριστικὸν δικαίωμα κατοχῆς· διὰ τοῦτο εἶναι ἀγὼν τρομερὸς καὶ προσωπικός.
Ἡ πνευματικὴ ζωὴ προϋποθέτει τὸν προσωπικὸν αὐτὸν ἀγῶνα, καὶ τοῦτο οὐδέποτε ἐλησμονήθη ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ἑορταζούσης τοὺς ἁγίους ἀσκητὰς καὶ ψαλλούσης, ἐπὶ τῇ ἐνάρξει τῆς Τεσσαρακοστῆς, τὸν τελευταῖον στίχον τοῦ ρλı΄ Ψαλμοῦ, τοῦ ἐξηγοῦντος πῶς οἱ βιασταὶ ἠμποροῦν νὰ κερδίσουν τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Ὁ ἀκαδημαϊκὸς θεολόγος, ἡ ἐπιστημονικὴ ἑρμηνευτικὴ ἀνάγνωσις τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ ἐκκλησιαστικὴ παραγωγή, ὁ ἠθικισμός, σχηματίζουν ἐδῶ ἕνα ἀνυπόφορον ἀδιέξοδον ὁποὺ πρέπει ἀνυπερθέτως νὰ ὑπερβαθῇ.
Ὁ ὅσιος Ἰουστῖνος ἀπορρίπτει τὶς ἰδεολογίες, ὁποὺ νομίζουν ὅτι ἐκσυγχρονίζουν τὸν Χριστιανισμόν, ἐνῶ εἰς τὴν πραγματικότητα τὸν παραμορφώνουν. Αὐτὲς εἶναι ἁπλῶς ἰδεολογίες τοῦ ὑπερανθρώπου, ὁ ὁποῖος διατείνεται ὅτι ἠμπορεῖ νὰ βοηθήσῃ τὴν ἀποκάλυψιν τοῦ Θεανθρώπου. Ἐναντίον αὐτῶν τῶν ἰδεολογιῶν ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος διεκήρυξεν, εἰς τὸ ἐναρκτήριον μάθημα τῆς ἕδρας τῆς Δογματικῆς θεολογίας, τὸ 1934, καὶ εἰς τὸν ἐπίλογον τῆς δογματικῆς του μετὰ παρέλευσιν τεσσαράκοντα ἐτῶν, ὅτι μόνον ὁ Θεάνθρωπος δύναται νὰ προσφέρῃ εἰς ἡμᾶς τὴν ὑπερτάτην ἀξίαν καὶ τὸ ὑπέρτατον κριτήριον ὅλων τῶν πραγμάτων.
Οἱ ἰδεολογίες, οἱ ὁποῖες ἀπὸ μακροῦ προσεπάθησαν νὰ ἐξομαλύνουν, νὰ ἐξουδετερώσουν τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἀλήθειαν τῆς Ὀρθοδοξίας, συσχηματίζουσαι αὐτὴν μετὰ τῶν ἀνορθοδόξων παραδόσεων, προσφάτως προέβησαν εἰς ἕνα ἀκόμη βῆμα· εἰς τὴν διαθρησκειακὴν σύνθεσιν. Ἡ σύνθεσις αὐτὴ ἀναγνωρίζει τὴν ὕπαρξιν πολλῶν κλάδων τοῦ μοναδικοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ· ἀναμένεται ὁ ἐγκεντρισμὸς καὶ περισσοτέρων κεφαλῶν. Ἀλλ’ «ὁ Κύριος ἐκγελάσεται διαλογισμοὺς ματαίους αὐτῶν». Ἡ ὁδός, τὴν ὁποίαν ἀνοίγει εἰς ἡμᾶς ὁ Θεάνθρωπος, εἶναι ἄλλης κατηγορίας. Παρ’ ὅ,τι ὁ ἀνθρωπισμὸς χρησιμοποιεῖ πλῆθος βιβλικῶν παραπομπῶν, διὰ νὰ ἐντάξῃ τὸν Χριστιανισμὸν ἐντὸς τῶν τριῶν μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν, ὁ Θεάνθρωπος δὲν ἀφίεται νὰ ἐμβῇ εἰς τὴν σειράν, μένει ἀνέντακτος.
Ἡ ὁδός, τὴν ὁποίαν μᾶς ἀνοίγει, δὲν εἶναι ἁπλῶς μία διδασκαλία· εἶναι ἡ ὁδὸς τῆς ἰδίας τῆς πραγματικότητος τῆς ἐν τῷ σώματι τῆς Ἐκκλησίας Θεανθρωπίνης ζωῆς. Πᾶσα ἐξομοίωσις καὶ πᾶσα σύγκρισις, πᾶσα συσχέτισις καὶ πᾶσα ἀναθεώρησις, παραμορφώνουν τὴν ἀδιαμφισβήτητον ἰδιαιτερότητα αὐτῆς, τὴν ριζικὴν πρωτοτυπίαν αὐτῆς, τὴν ὁποίαν ἔχει ἐκ τοῦ γεγονότος τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεανθρώπου. Εἰς τὴν ἀρχαιοτάτην καὶ ἀδιαφιλονίκητον διαπίστωσιν τοῦ Ἐκκλησιαστοῦ: «Οὐδὲν καινὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον», ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἀπαντᾷ ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι «τὸ μόνον καινὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον». Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος συχνῶς ἐνθυμεῖται τὴν φράσιν αὐτὴν τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς Δογματικῆς. Ἀληθῶς, ὁ Θεάνθρωπος εἶναι ὁ μοναδικὸς καὶ ἀνεπανάληπτος ἀνακαινιστής, ἐν μέσῳ τόσων κουραστικῶν ἐπαναλαμβανομένων ἰδεολογιῶν, θρησκευτικῶν καὶ φιλοσοφικῶν συστημάτων, κατ’ οὐσίαν ποικιλομόρφων μετασχηματισμῶν τῆς ἀρχικῆς εἰδωλολατρίας.
Ἡ ἀμφισβήτησις τῆς παντοτινῆς ἐπικαιρότητος τῆς ὁδοῦ τοῦ Θεανθρώπου θὰ ὁδηγήσῃ εἰς τὴν ἀπόρριψιν αὐτοῦ τούτου τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, εἰς τὴν ἐκμηδένησιν τοῦ ἐπιτελεσθέντος ἔργου τῆς σωτηρίας. Ἡ σύμπηξις κοινωνίας μεταξὺ τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἄλλων θρησκειῶν εἶναι μέγα δεινόν, διότι «τίς συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαλ»;
Τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Θεανθρώπου, ἐν τῇ ριζικῇ καινότητι αὐτοῦ, εἶναι ἐσφραγισμένον διὰ τῆς ἑνότητος καὶ τῆς μοναδικότητος. Τὸ Εὐαγγέλιον αὐτὸ ἔφθασεν ἕως ἡμῶν διὰ τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὁποὺ διδάσκεται ἡ γραπτὴ παράδοσις τοῦ Εὐαγγελίου, ἐπιβεβαιουμένη διὰ τῆς προφορικῆς Παραδόσεως, διὰ τῆς Θεολογίας, διὰ τῆς θείας Λειτουργίας, διὰ τῶν ἱερῶν Κανόνων, διὰ τῆς μαρτυρίας τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν ἱερῶν Συνόδων, διὰ τῶν ἁγίων Ἀσκητῶν καὶ τῶν ἁγίων Μαρτύρων καὶ τῶν θαυμάτων αὐτῶν. Ἡ παράδοσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔχει τὴν ἐγγύησιν τῆς χαρισματικῆς συνεχείας ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, τὴν ἀδιάσπαστον διαδοχὴν τῶν Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων, τῶν ἀνανεούντων τὸ συνεχὲς θαῦμα τῆς Πεντηκοστῆς, ὡς ὑπογραμμίζει ὁ ὅσιος Ἰουστῖνος εἰς τὸ ὑπόμνημά του περὶ τῆς ἀποστολικότητος τῆς Ἐκκλησίας, λέγων ἐν κατακλεῖδι:
«Ναί, ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει, καὶ οὐδεὶς δύναται νὰ διαφύγῃ τὴν πρόκλησιν: Θέλεις νὰ ἐνσωματωθῇς ἐν αὐτῇ;
Ναί, ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει, καὶ μόνη Αὐτὴ δύναται νὰ ἐξασφαλίσῃ εἰς τὸν ἄνθρωπον τὸν ἄρτον τὸν ἀληθῶς ἐπιούσιον, τὸν καθιστῶντα αὐτὸν ἀδελφὸν τοῦ Χριστοῦ καὶ υἱὸν τοῦ Θεοῦ.
Ναί, ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει, ζῶσα πάντοτε σταθερῶς – ἐντὸς τοῦ μεταβαλλομένου τούτου κόσμου – ὅ,τι ἀκριβῶς ὁ Κύριος ἐδίδαξεν αὐτὴν νὰ λέγῃ καὶ νὰ πράττῃ, δηλαδὴ τὴν μετοχὴν εἰς τὰ ἱερὰ Μυστήρια καὶ τὴν ἄσκησιν τῶν ἁγίων ἀρετῶν, ἕως καὶ αὐτῶν τῶν πλέον ταπεινῶν ἐκδηλώσεων τῆς εὐσεβείας.
Ναί, ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει, ἐπωμισμένη πάντοτε τὴν ἐντολὴν νὰ φανερώνῃ τὴν μορφὴν τοῦ Θεανθρώπου, τοῦ μοναδικοῦ Φίλου τοῦ ἀνθρώπου καὶ πλησιεστέρου ὅλων τῶν πλησίον αὐτοῦ.
Ναί, ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει, διασώζουσα μετὰ ζήλου θαυμαστοῦ τὴν μαρτυρίαν καὶ τὴν εἰκόνα τῆς Ἀποκαλύψεως τῶν μυστηρίων τῆς Θεολογίας καὶ τῆς θείας Οἰκονομίας.
Ναί, ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει, ὑπὸ τὴν καθοδήγησιν τῶν Ἀποστόλων τοῦ Κυρίου καὶ τῶν διαδόχων αὐτῶν, τῶν εἰς τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ ὀρθοδόξων ἐπισκόπων.
Ναί, ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει, διατηροῦσα ἀλώβητον τὴν θεανθρωπίνην ἰδιοπροσωπίαν Αὐτῆς ὑπὸ τὰς κακοζήλους ψιμυθίας τῶν φιλοφρονήσεων καὶ λαμπρῶν ἐκδηλώσεων, τῶν καλυπτόντων τὴν ἀκεραιότητα Αὐτῆς τῇ ἐπεμβάσει τῆς ἐποχῆς ἡμῶν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου